“Γκρίζα” σενάρια στην Ευρώπη για ύφεση, ελλείμματα και φτωχοποίηση – Η προειδοποίηση της Παγκόσμιας Τράπεζας
Ξεκάθαρο μήνυμα από τον επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας του Βελγίου, Pierre Wunsch, ότι η μεγάλη αισιοδοξία των αγορών για μειώσεις επιτοκίων είναι άκαιρη, καθώς ο πληθωρισμός δεν έχει, ακόμη, «νικηθεί». Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ενδέχεται να χρειαστεί να αυξήσει εκ νέου τα επιτόκια εάν οι προσδοκίες και τα «στοιχήματα» των επενδυτών για νομισματική χαλάρωση καταφέρουν να «διαβρώσουν» και τελικά να υπονομεύσουν την πολιτική του Τράπεζας, δήλωσε το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου Pierre Wunsch.
Οι αγορές υιοθετούν μια «αισιόδοξη» άποψη, προεξοφλώντας το ενδεχόμενο περαιτέρω αυξήσεων και αναμένοντας την πρώτη μείωση του επιτοκίου καταθέσεων της ΕΚΤ από το τρέχον επίπεδο του 4% ήδη από τον Απρίλιο, δήλωσε ο επικεφαλής της βελγικής κεντρικής τράπεζας σε συνέντευξή του στη Φρανκφούρτη.
«Γιατί είναι πρόβλημα αν όλοι πιστεύουν ότι θα μειώσουμε;», διερωτήθηκε και απάντησε: «Γιατί έτσι «νοθεύεται» η περιοριστική νομισματική πολιτική, υπό την έννοια ότι δεν θα είναι αρκετά περιοριστική. Κατά συνέπεια αυξάνεται ο κίνδυνος να πρέπει να διορθώσουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση».
Όπως μεταδίδει το Bloomberg η ΕΚΤ άφησε τα επιτόκια σε αναμονή τον περασμένο μήνα για πρώτη φορά στον κύκλο σύσφιξης, ενώ προειδοποίησε ότι πρέπει να παραμείνουν εκεί για «επαρκές χρονικό διάστημα» ώστε να επιστρέψει ο πληθωρισμός στον στόχο του 2%. Ορισμένοι αξιωματούχοι έχουν επισημάνει ότι αυτό αποκλείει μια κίνηση το πρώτο εξάμηνο του επόμενου έτους.
Οι τελευταίες οικονομικές προβλέψεις της ΕΚΤ βλέπουν πτώση του πληθωρισμού στο 2% το δεύτερο εξάμηνο του 2025, ενώ στο μεσοδιάστημα είναι αρκετά πιθανό να αυξηθεί και πάλι λόγω της αστάθειας στις τιμές της ενέργειας. Επιπλέον η κατάργηση της κρατικής βοήθειας για την αντιμετώπιση του υψηλού κόστους διαβίωσης δυσκολεύει περαιτέρω την πρόοδο στον στόχο μείωσης.
«Εάν καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι ο πληθωρισμός δεν μειώνεται αρκετά γρήγορα, θα το γνωστοποιήσουμε μέσω της πρόβλεψης μας και μέσω της επικοινωνίας μας», σύμφωνα με τον Wunsch. «Εάν οι αγορές δεν συμπεράνουν από αυτό ότι θα είναι υψηλός για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, τότε θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα μέσα επιτοκίων μας και να αυξήσουμε τα επιτόκια για να φτάσουμε εκεί που θέλουμε να πάμε».o
Οι παρατηρήσεις δεν άλλαξαν σχεδόν καθόλου την τιμολόγηση στις αγορές χρήματος. Οι συναλλασσόμενοι εξακολουθούν να στοιχηματίζουν ότι η ΕΚΤ έχει τελειώσει με την αύξηση των επιτοκίων και μπορεί να αρχίσει να χαλαρώνει την πολιτική της ήδη από τον Απρίλιο.
Χάρη στις «πρόσφατες οριακά θετικές εκπλήξεις για τον πληθωρισμό» ο Βέλγος αξιωματούχος δεν προβλέπει αλλαγές στο κόστος δανεισμού στις επόμενες δύο συνεδριάσεις πολιτικής.
«Αυτό μεταφέρει το ερώτημα στην επόμενη αβεβαιότητα: θα δούμε κάποια στιγμή κάποια αντίσταση στον πληθωρισμό στο 3% ή κάτι τέτοιο λόγω των μισθών;», είπε. «Αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται να γνωρίζουμε μέχρι τον Δεκέμβριο ή τον Ιανουάριο».
Τα «γκρίζα» σενάρια – Ύφεση, έλλειμμα και φτώχεια
Η εισοδηματική ανισότητα βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα – τόσο στο εσωτερικό των επιμέρους χωρών όσο και μεταξύ των πλουσιότερων και των αναπτυσσόμενων χωρών.
Η έκθεση για την παγκόσμια ανισότητα του 2022 σημειώνει ότι, επί του παρόντος, το πλουσιότερο 10% των ατόμων παγκοσμίως λαμβάνει το 52% του συνολικού παγκόσμιου εισοδήματος, ενώ το φτωχότερο μισό του παγκόσμιου πληθυσμού λαμβάνει μόλις το 8,5%. Ένα τέτοιο χάσμα πλούτου είναι βαθιά διαβρωτικό για τις κοινωνίες.
Έχει αποδειχθεί ότι η ανισότητα εισοδήματος και πλούτου βλάπτει τη δημοκρατία και μειώνει τη λαϊκή υποστήριξη προς τους δημοκρατικούς θεσμούς. Έχει επίσης συνδεθεί με την πολιτική βία και τη διαφθορά.
Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπως αυτές που μπορεί να πυροδοτήσουν ακόμα υψηλότερα επιτόκια στην Ε.Ε., αυξάνουν την πιθανότητα οικονομικής επιβράδυνσης ή ακόμη και ύφεσης.
Ανησυχητικά, η Παγκόσμια Τράπεζα έχει προειδοποιήσει ότι τα αναπτυσσόμενα έθνη αντιμετωπίζουν μια “πολυετή περίοδο αργής ανάπτυξης” που θα αυξήσει μόνο τα ποσοστά φτώχειας.
Οι επιπτώσεις αυτές επιδεινώνονται οι κυβερνητικές αποφάσεις πλήττουν δυσανάλογα τα άτομα με χαμηλότερο εισόδημα.