Breaking point…
Από το 2016, άμα τη εμφανίσει του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της Ν.Δ, ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ βρίσκεται πίσω στις δημοσκοπήσεις. Στην Κουμουνδούρου θεώρησαν πως πρόκειται για μία σκευωρία της Ν.Δ, κάποιας επιχειρηματικής ελίτ που ήθελε να “τελειώσει” τον Αλέξη Τσίπρα, και των εταιρειών μετρήσεων κοινής γνώμης. Με αυτό το αφήγημα πορεύτηκαν μέχρι και τις ευρωεκλογές του Μαϊου του 2019. Είναι χαρακτηριστικό πως στην τελική ευθεία, τότε, κορυφαίοι υπουργοί αλλά και το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου διέδιδαν πως, είτε θα κερδίσουν με τέσσερις μονάδες, είτε, στην χειρότερη περίπτωση, η μάχη θα είναι ντέρμπι.
Το πάθημα του 23% δεν έγινε μάθημα. Ίσως επειδή ο Τσίπρας έκανε ένα προσωπικό ντεμαράζ μεταξύ Μαϊου και 7ης Ιουλίου και κατόρθωσε να καταγράφει το 32,5% που επέδρασε αγχολυτικά και υπνωτικά σε έναν κομματικό μηχανισμό που είχε χάσει κάθε “γείωση” με την κοινωνία και την πραγματικότητα.
Όσα ακολούθησαν είναι λιγότερο ή περισσότερο γνωστά. Μέχρι και την διπλή συντριβή του φετινού Μαϊου και Ιουνίου, την παραίτηση Τσίπρα και την επώδυνη περιπέτεια της εκλογής νέας ηγεσίας που έφερε στο επίκεντρο της πολιτικής και μιντιακής ζωής το “φαινόμενο Κασσελάκη”.
Τις τελευταίες ημέρες, οι δημοσκοπήσεις επέστρεψαν και δείχνουν πως το βαρέλι δεν έχει πάτο και πως ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ του 17,8% δεν υφίσταται. Το μέλος της Κ.Ε και εκλογολόγος της Κουμουνδούρου Κώστας Πουλάκης ενημέρωσε τον νέο πρόεδρο πως τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών φέρνουν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο 12,8%, οι δε μετρήσεις που ακολούθησαν το επιβεβαίωσαν. Η “ψαλίδα” με το ΠΑΣΟΚ έχει κλείσει στη μία έως τρεις μονάδες (το οποίο τελεί στην δική του ύπνωση και απλώς περιμένει να πέσει το ΣΥΡΙΖΑ σαν σάπιο φρούτο), η δε απόσταση από τη Ν.Δ διευρύνεται παρά την κυβερνητική φθορά μετά τις καταστροφές του καλοκαιριού, τα τερατώδη σφάλματα υπουργών και την ακρίβεια.
Πρόκειται ξανά για κάποια σκευωρία των δημοσκόπων; Ή, απλώς, όλα είναι μια μαγική εικόνα λόγω της συριζαϊκής εσωστρέφειας των διαγραφών και της εχθροπάθειας; Ό,τι κι αν είναι ο Στέφανος Κασσελάκης δεν έφερε ανάταξη, δεν έφερε ούτε καν συγκράτηση του εκλογικού ποσοστού. Η κάθοδος συνεχίζεται και είναι μόνο το θεσμικό υπόβαθρο του ρόλου της αξιωματικής αντιπολίτευσης που κρατά τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ εντός πολιτικού και κοινοβουλευτικού παιχνιδιού.
Όσο συνεχίζεται όμως το έργο Κράμερ εναντίον Κράμερ (με τις εκδοχές Πολάκης εναντίον Τσακαλώτου, Τζάκρη εναντίον Φίλη και ούτω καθ’ εξής), οποιαδήποτε πολιτική πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και του εργατικού και σοβαρού Σωκράτη Φάμελλου θα είναι σαν όαση στην αχανή έρημο. Μέχρι να την βρεις έχεις πεθάνει από την δίψα.
Αυτή την περίοδο επικρατούν δύο λογικές (…): Μία είναι αυτή της ανακωχής μέχρι την συνεδρίαση της Κ.Ε (11 και 12 Νοεμβρίου), σε συνδυασμό με μία προσπάθεια να αναζητηθεί ένα modus operandi χωρίς εξοστρακισμούς, η άλλη είναι εκείνη της “τελικής λύσης”. Εκκαθάριση από τους διαφωνούντες, ή αποχώρηση με δική τους επιλογή και ίδρυση νέου αριστερού κόμματος. Η δεύτερη εκδοχή “πωλείται” και στον συνδυασμό επείδειξης προεδρικής ισχύος από την μία και ηρωϊκής εξόδου των “ομπρελιστών” από την άλλη.
Για ορισμένους το “κλειδί” είναι η Έφη Αχτσιόγλου και η ομάδα της. Ο συνδυασμός Κασσελάκης-Αχτσιόγλου θα μπορούσε να είναι μία διέξοδος αφού αξιοποιεί την επικοινωνιακή δυναμική του πρώτου με την τεχνοκρατία και την κομματική αποδοχή της δεύτερης. Μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο; Σχεδόν απίθανο, ιδιαίτερα όταν μεσολαβούν οι “ηρακλείς” υπό τον Παύλο Πολάκη που θέλουν αίμα και καθαρό κόμμα αλλά και οι τοξικοί συμπαραστάτες στα social media.
Για τον “κασσελακικό” ΣΥΡΙΖΑ η κατάληξη θα είναι η περαιτέρω απαξίωση, ακόμα κι αν θεωρητικά ο νέος πρόεδρος δικαιούται κάποια πίστωση χρόνο. Διότι το ζήτημα δεν είναι τι δικαιούται αλλά τι του προσφέρει η πολιτική συγκυρία και οι εξελίξεις που έρχονται. Και δεν του προσφέρει σχεδόν τίποτε, ίσως μόνο την αδημονία κάποιων “κέντρων” και τον εκνευρισμό που διαμορφώνεται για τον τρόπο που συμπεριφέρεται το Μέγαρο Μαξίμου. Αυτό, όμως, δεν είναι αρκετό εάν δεν έχεις “προϊόν” να παρουσιάσεις…
To “breaking point” για τον Στέφανο Κασσελάκη και τον ΣΥΡΙΖΑ που γνωρίσαμε έχει φτάσει. Και ο Τσίπρας ελάχιστα μπορεί πιά να κάνει, αν δεν θέλει να θυσιάσει δια παντός το πολιτικό κεφάλαιο που έχει δημιουργήσει. Ή, που του έχει απομείνει.