Syrizafication, και μετά;
Με τον όρο pasokification περιγράφεται στην ευρωπαϊκή πολιτική ορολογία η μείωση της εκλογικής επιρροής των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων (στην Δυτική Ευρώπη) κατά τη δεκαετία του 2010 και η ταυτόχρονη ανάδυση εθνικιστικών, αριστερών ή δεξιών εναλλακτικών. Προέρχεται, ως γνωστόν, από την δραματική συρρίκνωση της εκλογικής και πολιτικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ, το οποίο από τον θρίαμβο του 44% στις εκλογές του 2009 συρρικνώθηκε περίπου στο 13% τρία χρόνια αργότερα (Μάϊος 2012) και τελικά στο 4,7% στις κάλπες του Ιανουαρίου του 2015. Κι αυτό επειδή χρεώθηκε την διαχείριση της χρεοκοπίας της χώρας (τα αίτια της οποίας αφορούν κυρίως την κυβέρνηση Καραμανλή), την υπαγωγή στο πρώτο μνημόνιο και την οικονομική εξαθλίωση των πολιτών και την εξαέρωση του ΑΕΠ.
O ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ακολουθεί μία ανάλογη πορεία, παρότι πιστώθηκε την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια και την επιστροφή σε κάποιας μορφής κανονικότητα. Οι πολίτες, όμως, έκριναν πως αυτή τη νέα περίοδο μπορεί να την διαχειριστεί καλύτερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης και γι΄ αυτό του χάρισαν τρεις διαδοχικές εκλογικές νίκες και την πολιτική κυριαρχία. Το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης διαγράφει, λοιπόν, πορεία εκλογικής και πολιτικής καθίζησης σε ιδιαιτέρως ανησυχητικό βαθμό. Από το 23% των ευρωεκλογών του 2019, κυρίως, όμως, από το (παραπλανητικό, όπως αποδείχθηκε) 32%, ένα μήνα μετά, βρέθηκε στο 20% του Μαϊου, και, τελικά, στο 17,8% του περασμένου Ιουνίου. Πρόκειται για ένα Syrizafication; Δυστυχώς, οι ενδείξεις οδηγούν στην εκτίμηση πως μπορεί να είναι κάτι πολύ χειρότερο.
Το ΠΑΣΟΚ απέδειξε πως διέθετε ένα ανθεκτικό brand name, ακόμα κι όταν (2015) έφτασε στα όρια του πολιτικού αφανισμού. Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ δεν μπορεί να στηρίζεται σε κάποιο αντίστοιχο brand name, παρότι η ανανεωτική αριστερά έχει διαγράψει μακρά και σημαντική διαδρομή στην σύγχρονη πολιτική μας ιστορία. Και δεν μπορεί να στηρίζεται σε κάτι τέτοιο, επειδή η υπερδεκαετής ιλιγγιώδης άνοδός του οφείλεται σε έναν τριπλό συνδυασμό: η παρουσία του χαρισματικού και πολιτικά ευέλικτου Αλέξη Τσίπρα, το καθαρό αφήγημα της κυβερνώσας αριστεράς και μία ταραχώδης (μνημονιακή) πολιτική περίοδος από την οποία η κοινωνία αναζητούσε διέξοδο και ελπίδα.
Η εκλογή του Στέφανου Κασσελάκη εξυπηρετούσε έναν βασικό σκοπό. Ίσως και τον μοναδικό. Να ξεκολλήσει τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ από τον βάλτο της εκλογικής απόγνωσης και να τον οδηγήσει ξανά σε νίκες και εξουσία. Αυτή την στιγμή, ο νέος (;) ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ πόρρω απέχει από αυτόν τον στόχο, ο νέος αρχηγός του εξαντλείται στην επικοινωνιακή αυτοαναφορικότητα και οι εσωκομματικές διενέξεις έχουν λάβει διαστάσεις μιας σύγκρουσης δύο κόσμων.
Το ΠΑΣΟΚ, μέσα από πολλές δυσκολίες και χάρη στην συνετή ηγεσία της αείμνηστης Φώφης Γεννηματά, κατόρθωσε το 4,7% του 2015 να το κάνει 8,1% το 2019, και μετά με τον Νίκο Ανδρουλάκη να φτάσει -λόγω απαξίωσης του ΣΥΡΙΖΑ- το 11,8%. Όχι σπουδαία πράγματα, και χωρίς καθαρό στίγμα, πάντως διατηρείται σε τροχιά επιβίωσης. Για τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ τα πράγματα μπορεί να αποδειχθούν πολύ δυσκολότερα.
Η διάσπασή του, το καλοκαίρι του 2015, ήταν αναμφίβολα επώδυνη, όμως έγινε ενόσω κυβερνούσε και με την ηγεσία του Αλέξη Τσίπρα που ήταν πολύ ισχυρή και δρούσε ενοποιητικά. Η πολιτική εξαφάνιση των τότε εσωκομματικών αντιπάλων του ήταν αναμενόμενη και επιβεβαιώθηκε παρότι άφησε το στίγμα της.
Μία διάσπαση στον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ μπορεί να αποβεί καταλυτική και εν τέλει διαλυτική. Θα περιορίσει το κύριο σώμα του κόμματος υπό τον Στέφανο Κασσελάκη σε έναν ανταγωνισμό με το ΠΑΣΟΚ σε σχετικά χαμηλά ποσοστά και ίσως οδηγήσει σταδιακά στην ίδρυση ενός μικρότερου κόμματος στα αριστερά του. Φυσικά, ο κατακερματισμός στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς και αριστεράς ευνοεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη που έχοντας αντίπαλό μόνο τον εαυτό του (η αλήθεια είναι πως η “μοναξιά” τον οδηγεί εύκολα σε φαινόμενα αμετροέπειας και σε λάθη) μπορεί να σχεδιάζει μία τρίτη κυβερνητική θητεία.
Η υπερσυγκέντρωση πολιτικών “εγώ” στον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ και η αδυναμία ανάγνωσης των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων στα καθ΄ημάς αλλά και διεθνώς προοιωνίζονται περαιτέρω συρρίκνωση. Η επικοινωνιακή λάμψη του νέου αρχηγού εξαντλείται γρήγορα, οι δε εντολείς του να διευθετήσουν την κομματική βαβέλ παράγουν περισσότερες συγκρούσεις απ΄ όσες αντέχει ένα κόμμα σε αποδρομή και χωρίς καθαρό πολιτικό στίγμα.
Η αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα από την ηγεσία που έμοιαζε πολιτικά αναγκαία, ίσως και αναγκαστική, υποτίθεται πως έγινε για να πάρει τα ηνία το “φρέσκο αίμα”, όχι για να γίνει …αιματοχυσία.
«Αποφάσισα να προτείνω την εκλογή νέας ηγεσίας από τα μέλη του κόμματος με άμεση προσφυγή στις διαδικασίες στις οποίες δεν θα είμαι υποψήφιος», ανακοίνωσε κατά την παραίτησή του.
«Είναι ανάγκη να βρούμε έναν νέο ΣΥΡΙΖΑ που θα ανταποκριθεί στις προκλήσεις και στις προσδοκίες εκείνων που έχει ταχθεί να εκπροσωπεί» ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Αυτές οι δύσκολες αποφάσεις αφορούν βεβαίως και εμένα που υπήρξα ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτόν τον κύκλο που κλείνει. Παρέλαβα ένα μικρό κόμμα της Αριστεράς σε ένα συναρπαστικό ταξίδι. Ένα μικρό κόμμα έγινε ο κορμός της προοδευτικής παράταξης, έγινε το πρώτο αριστερό κόμμα της Ευρώπης που κυβέρνησε σε πολύ δύσκολες συνθήκες, τόνισε.
Σήμερα, το “συναρπαστικό ταξίδι” φαίνεται πως έφτασε στο τέλος του. Ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας παραμένει σιωπηλός μπροστά σε μία προεξοφλούμενη πολιτική καταστροφή. Εάν πραγματικά τον αφορά ή όχι μία τέτοια εξέλιξη έχει να κάνει και με τις δικές του προσωπικές αντοχές αλλά και με την εκτίμηση που κάνει εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ μπορεί πράγματι να επιβιώσει και να ανακάμψει μέχρι τις επόμενες εθνικές εκλογές. Εάν το πιστεύει θα δώσει χρόνο στον χρόνο, είναι, όμως, μάλλον επίφοβη έως λογικά αστήρικτη μία τέτοια πρόβλεψη.
Φυσικά, εξίσου λογικά αστήρικτα είναι και τα σενάρια συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Τα δύο κόμματα είναι και θα είναι, τουλάχιστον μέχρι τις ευρωεκλογές, ιδιαιτέρως ανταγωνιστικά, κι αυτό θα συνδράμει στην μακροημέρευση της Ν.Δ. Θεωρητικά μόνο μία λύση υπάρχει και αφορά την εξ βάθρων επανίδρυση του χώρου της κεντροαριστεράς. Ένα νέο πολιτικό υποκείμενο που θα αθροίζει στοιχεία και “ιστορία”, με καθαρό πρόταγμα υπέρ της κοινωνίας, και με πολλά νέα πρόσωπα δίπλα στους καλύτερους έμπειρους.
Ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί ή δεν θέλει να παίξει πιά τον ρόλο του εγγυητή της ενότητας (όπως δεσμεύτηκε) επειδή κανείς πιά δεν θέλει την ενότητα. Δεν μπορεί να υπάρξει συμβίωση, ούτε συμβιβασμοί. Το ερώτημα είναι εάν πιστεύει πως του αναλογεί κάποιος άλλος ρόλος σε σχετικά μικρό βάθος χρόνου…