Ραγδαία αύξηση των διεθνών τιμών του πετρελαίου – Επιπτώσεις στην ελληνική αγορά
Με «φόντο» την επικείμενη χερσαία επέμβαση του Ισραήλ στην Γάζα, η διεθνής τιμή του πετρελαίου Brent εκτινάχθηκε σε επίπεδα άνω των 91 δολαρίων το βαρέλι. Εάν συνεχιστεί και την εβδομάδα που έρχεται αυτή η ανοδική τάση στις διεθνείς αγορές, τότε έως και την ερχόμενη Παρασκευή η μέση τιμή της βενζίνης θα ξεπεράσει και πάλι τα 2 ευτώ το λίτρο από τα 1,902 ευρώ το λίτρο που διαμορφώνεται σήμερα και του diesel κίνησης άνω του 1,810 ευρώ.
Άλλωστε, η τιμή διυλιστηρίου για το σύνολο των προϊόντων (βενζίνη, πετρέλαιο κίνησης και θέρμανσης) διαμορφώνεται καθημερινά με βάση το μέσο όρο των διεθνών τιμών των τεσσάρων προηγούμενων ημερών. Έτσι, η «έκρηξη» των διεθνών τιμών της Παρασκευής θα έχει ανεπαίσθητη επίπτωση στην αντλία εάν η εικόνα αλλάξει στην συνεδρίαση της Δευτέρας και «ξεφουσκώσουν» και πάλι οι τιμές.
Αν όμως έχουμε νέο άλμα της τιμής στα διεθνή χρηματιστήρια εμπορευμάτων, τότε οι καταναλωτές θα πρέπει να περιμένουν πως θα χρειαστεί και πάλι να βάλουν «βαθιά το χέρι στην τσέπη».
Και όλα αυτά την στιγμή που το Bloomberg Economics «χτυπά καμπανάκι» και προειδοποιεί ότι τυχόν κλιμάκωση της σύγκρουσης Ισραήλ – Χαμάς θα μπορούσε να εκτοξεύσει την τιμή ακόμη και στα 150 δολάρια/βαρέλι και να μειώσει την παγκόσμια οικονομική παραγωγή κατά περίπου 1 τρισεκατομμύριο δολάρια.
«Κίνδυνος» και από το φυσικό αέριο
«Φωτιά» έχει πάρει και το φυσικό αέριο, αν και η ευρωπαϊκή αγορά δείχνει προετοιμασμένη για τον ερχόμενο χειμώνα, έπειτα από τουλάχιστον ενάμιση χρόνο μείωσης της εξάρτησής της από τις ρωσικές εισαγωγές.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι αποκλείεται να υπάρξουν τυχόν εκπλήξεις, καθώς οι τιμές εξακολουθούν να διαμορφώνονται σε υψηλότερα επίπεδα, ενώ οι διακυμάνσεις ενδέχεται να επηρεάσουν τη δομή της βιομηχανίας και την οικονομία της Ε.Ε.
Σχετικά με αυτό τον κίνδυνο προειδοποίησε το Bruegel (think tank με έδρα στις Βρυξέλλες), το οποίο διαβλέπει δύο βασικούς παράγοντες αποσταθεροποίησης της αγοράς φέτος: Πρώτον, το ενδεχόμενο πλήρους διακοπής στις υπολειπόμενες εισαγωγές αερίου από τη Ρωσία και δεύτερον η αύξηση της ζήτησης στην Ε.Ε. λόγω χαμηλών θερμοκρασιών.
Βάσει συντηρητικών προβλέψεων, το τέλος της περιόδου θέρμανσης τον Μάρτιο του 2024 θα λήξει με αποθέματα άνω του 40% στις ευρωπαϊκές αποθήκες φυσικού αερίου. Στο χείριστο σενάριο, όμως, εφόσον πραγματοποιηθούν οι δύο κίνδυνοι που προαναφέρθηκαν, η πληρότητα θα διαμορφωθεί περίπου στο 20%.
Εάν διακοπούν οι ρωσικές ροές μέσω αγωγών θα επηρεαστούν περισσότερο συγκεκριμένες, όπως η Αυστρία, η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Ουγγαρία και η Κροατία.
Στην περίπτωση που διακοπούν αιφνιδιαστικά οι ροές LNG θα επιβαρυνθεί η ιβηρική χερσόνησος, η οποία εξαρτάται ενεργειακά σε μεγάλο βαθμό από τη Ρωσία, ενώ δεν είναι καλά συνδεδεμένη με το ευρωπαϊκό δίκτυο.
Σύμφωνα με στοιχεία του Bruegel, συγκεκριμένα η Ελλάδα στο επτάμηνο του 2023 εισήγαγε το 73% των αναγκών της σε αέριο από το Αζερμπαϊτζάν, το 15% σε LNG από πηγές εκτός Ρωσίας και το υπολειπόμενο 6% από τη Ρωσία.
Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι τον τελευταίο χρόνο έχουν ληφθεί αρκετά μέτρα, τα οποία είναι πιθανό να οδηγήσουν σε μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου κατά 3,3% (ή 74 τεραβατώρες) στην ηλεκτροπαραγωγή της Ε.Ε. και δεν συνυπολογίζονται στις εκτιμήσεις.
Μεταξύ άλλων, η αυξημένη συνεισφορά των πυρηνικών εργοστασίων της Γαλλίας μετά τις εργασίες συντήρησης και η αύξηση φωτοβολταϊκών, αιολικών και αντλιών θερμότητας.