Καθηγητής Πνευμονολογίας κρούει τον κώδωνα του κινδύνου: “Αποφύγετε την επαφή με αυτό το νερό – Εγκυμoνεί σοβαρούς κινδύνους”
Προειδόποιηση προς τους πλημμυροπαθείς απευθύνει ο ομότιμος καθηγητής Πνευμονολογίας και Λοιμωξιολογίας του ΑΠΘ, Ιωάννης Κιουμής καθώς όπως ανέφερε και ο ίδιος στην τηλεόραση της ΕΡΤ “η επαφή των ανθρώπων με αυτό το νερό και μάλιστα η παρατεταμένη επαφή, εγκυμονεί κινδύνους“.
“Είναι φανερό ότι δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις σε αυτές τις περιπτώσεις για να προφυλαχθεί κανείς 100%. Εντούτοις όμως, γνωρίζοντας τους κινδύνους θα πρέπει να αποφύγουμε να κάνουμε οποιαδήποτε χρήση των μολυσμένων νερών και να αποφύγουμε να κάνουμε όχι μόνο τη χρήση αλλά και την επαφή με τα νερά αυτά, γιατί είναι ήδη αρκετά μολυσμένα και από τα νεκρά ζώα και όχι μόνο” σημείωσε ο Ομότιμος καθηγητής Πνευμονολογίας Λοιμωξιολογίας του ΑΠΘ, Ιωάννης Κιουμής, ενώ συμπλήρωσε πως “είναι ένα άριστο περιβάλλον μέσα στο οποίο αναπτύσσονται διάφοροι παθογόνοι δυνητικά μικροοργανισμοί και γι αυτό ακριβώς η επαφή των ανθρώπων με αυτό το νερό και μάλιστα η παρατεταμένη επαφή, εγκυμονεί κινδύνους».
Όσο για το τι θα πρέπει να κάνει ανέφερε το αυτονόητο. “Όσο είναι δυνατόν να αποφύγει την όχι μόνο τη χρήση αλλά και την επαφή με αυτό το υγρό. Και ιδίως αναφέρομαι σε άτομα που έχουν ευαισθησίες λόγω διαφόρων νοσημάτων που έχουν ή ακόμα περισσότερο θα έλεγα, άτομα των οποίων η δερματική ακεραιότητα κατά ας το προσέξουμε αυτό των ποδιών τους και των χεριών τους δεν είναι σε καλή κατάσταση, δηλαδή άτομα τα οποία έχουν έλκη, τα οποία έχουν δερματοπάθειες οι οποίες διευκολύνουν την είσοδο των μικροβίων. Άρα λοιπόν για τα νερά έχουμε να πούμε αυτά” ενώ προσέθεσε πως “οι γαστρεντερίτιδες που έχουν ήδη περιγραφεί είναι ένα δεύτερο μεγάλο πρόβλημα και οι λοιμώξεις του αναπνευστικού στη συνέχεια“.
Μιλώντας για τον αέρα της περιοχής σημείωσε: “Σαφέστατα είναι προβληματικός. Αλλά η δυσοσμία δεν προκύπτει μόνον από τα νεκρά ζώα. Προκύπτει και από τη σήψη διαφόρων οργανικών υλικών που έχουν “μουλιάσει” μέσα στο νερό, όπως είναι τα χαλιά, όπως είναι τα έπιπλα, όπως είναι όλα αυτά τα πράγματα τα οποία έχουν ήδη ποτιστεί με το νερό. Και αυτό φυσικά με την πάροδο του χρόνου δημιουργεί με τη σειρά του πρόσθετη δυσοσμία. Ό, τι έχει καταστραφεί από την οικοσκευή θα πρέπει προφανέστατα να πεταχτεί. Εκείνο που είναι ένας πραγματικός κίνδυνος είναι ότι οι άνθρωποι, επειδή έχουν χάσει μεγάλο μέρος της περιουσίας τους με την πλημμύρα αυτή, θα προσπαθήσουν να διασώσουν από την οικοσκευή αυτή που έχει διαποτίσει ό,τι είναι δυνατό. Αυτό είναι λογικό. Όμως ταυτόχρονα, προσπαθώντας να κρατήσουν ότι ενδεχομένως θα νόμιζαν ότι είναι διασώσιμο εκθέτουν τον εαυτό τους σε ένα κίνδυνο. Διότι αυτού του είδους η οικοσκευή, δηλαδή τα διάφορα υφασμάτινα ή και ξύλινα στοιχεία, επειδή διαποτίστηκαν και επειδή ακόμα οι θερμοκρασίες στον θεσσαλικό κάμπο εξακολουθούν να είναι υψηλές, δημιουργούν κινδύνους για την ανάπτυξη διαφόρων παθογόνων μικροβίων και μυκήτων“.
Τέλος σημείωσε πως “είναι εύκολα συζητήσιμο, δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμο. Είναι εύκολο να δίνουμε οδηγίες από μακριά και να λέμε αποφύγετε αυτό, πετάξτε εκείνο, μη χρησιμοποιείτε το άλλο, αλλά όταν έρθουμε στην πραγματικότητα αυτών των ανθρώπων, τότε τα πράγματα γίνονται πολύ πιο δύσκολα απ όση περιγράφει η γλώσσα μας. Άρα λοιπόν, οι οδηγίες αυτές και η συζήτηση που κάνουμε ενδεχομένως να έχει κάποια χρησιμότητα, αλλά θα πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτή η χρησιμότητα μας ψαλιδίζονται από τις ανάγκες αυτών των ανθρώπων”.
“Ο κάμπος με την διαπότιση που έχει γίνει, ενδεχομένως για ένα χρονικό διάστημα μπορεί να είναι λίγο δύσκολο να καλλιεργηθεί, αλλά όταν θα καλλιεργηθεί θα δώσει ίσως περισσότερα προϊόντα από όσα έδινε προηγουμένως. Γιατί αυτά τα φερτά υλικά στην ουσία εμπλουτίζουν το έδαφος” σημείωσε μεταξύ άλλων ο Ομότιμος καθηγητής Πνευμονολογίας Λοιμωξιολογίας του ΑΠΘ, Ιωάννης Κιουμής, τονίζοντας πως “δεν υπάρχει περίπτωση επειδή το έδαφος ποτίστηκε από αυτά τα βρώμικα νερά, που ίσως είχαν και υπολείμματα διαφόρων ζωικών στοιχείων και οτιδήποτε άλλο να είναι επικίνδυνα. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν άφοβα εφόσον ακολουθήσουμε τους κανόνες που συνήθως ακολουθούμε για τη χρήση των τροφίμων. Τίποτα παραπάνω”.