Θεσσαλία, η μεγάλη καταστροφή: Κρυφή απειλή οι τεράστιες ποσότητες τοξικών φυτοφαρμάκων- Ακατοίκητα ολόκληρα χωριά- Πόσο μολύνθηκε η αγροτική γη;
Όσο κατεβαίνει η στάθμη των νερών, τόσο περισσότερο αποκαλύπτονται οι διαστάσεις της φαραωνικής καταστροφής που έχει υποστεί ο κάμπος της Θεσσαλίας. Μια καταστροφή που είναι βέβαιο πως θα επεκταθεί στο μέλλον και θα επιδράσει στην ζωή των ανθρώπων και στο σύνολο της αγροτικής παραγωγής και της εθνικής οικονομίας. Η κυβέρνηση προσπαθεί να προχωρήσει με ταχύτητα στις αποζημιώσεις, τα ποσά, ωστόσο, που θα καταβληθούν σε άδηλο βάθος χρόνου από την ΕΕ (συντριπτικά τα περισσότερα απο ανακατεύθυνση υφιστάμενων πόρων που δεν έχουν απορροφηθεί) και τους εθνικούς πόρους δεν είναι βέβαιο πως θα αποδειχθούν επαρκή.
Αποκαλύπτονται, όμως, πολύ σοβαρά προβλήματα που δεν έχουν ακόμα απασχολήσει την δημόσια σφαίρα.
“Πέραν των γνωστών προβλημάτων, υπάρχουν και οι κρυφές απειλές. Μία πολύ σοβαρή, που πρέπει να λάβουν υπόψη όλοι οι αρμόδιοι, είναι αυτή που επισημαίνει η Αντωνία Τριχοπούλου: «Στις περιοχές που χτυπήθηκαν από την κακοκαιρία υπήρχαν αποθήκες με μεγάλες ποσότητες πολύ τοξικών φυτοφαρμάκων. Τα φορτία αυτά απορροφούνται στη γη και μολύνουν τον υδροφόρο ορίζοντα» -εξηγεί στο συνδρομητικό KReport η Ακαδημαϊκός και ομότιμη καθηγήτρια Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Οι συνθήκες ζωής στη Θεσσαλία είναι αφόρητες, θα παραμείνουν δύσκολες τα αμέσως επόμενα χρόνια, πολλοί είναι αυτοί που σκέπτονται να την εγκαταλείψουν, να πάνε να ζήσουν αλλού. Επιστήμονες, όπως ο καθηγητής Π. Καρύδης, επισημαίνουν πως δεκάδες χωριά και πιθανότατα και η κωμόπολη του Παλαμά με τους 5.000 κατοίκους θα είναι οριστικά και αμετάκλητα ακατοίκητα. Εφόσον η προσέγγιση είναι ακριβής είναι βέβαιο πως θα βρεθούμε αντιμέτωποι με μία ανάγκη μαζικής μετακίνησης πληθυσμών από τα βυθισμένα χωριά -“κλιματικοί μετανάστες”. Οι άνθρωποι αυτοί, δεμένοι με την αγροτική γη και προσανατολισμένοι στην παραγωγή, ζούσαν δίπλα στα χωράφια τους, τα θερμοκήπιά τους, τις στάνες τους. Θα μείνουν άκληροι και θα αναγκαστούν πιθανότατα να μετακινηθούν σε κοντινές περιοχές που θα κριθούν ασφαλείς, αν και ουδείς μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια πότε τα εδάφη θα πάψουν να είναι ανενεργά και θα μπορούν να καλλιεργηθούν. Ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Λ. Αυγενάκης αποκάλεσε “fake news” τις απόψεις ότι οι αγροτικές αυτές περιοχές δεν θα μπορέσουν να αξιοποιηθούν πριν περάσουν από 3 έως 5 χρόνια, κάποιες δε ίσως ποτέ. Ωστόσο την άποψη αυτή διατυπώνουν έγκριτοι επιστήμονες, όπως ο επικεφαλής του ΟΑΣΠ Ευθ. Λέκκας, οπότε είναι απολύτως αναγκαίο να γίνουν άμεσα μελέτες που θα συμπεραίνουν τι ακριβώς πρέπει να γίνει και σε ποιό βάθος χρόνου.
Ο συνδυασμός “ανενεργά χωράφια” και “ακατάλληλα σπίτια” (άρα μη επιδεχόμενα επισκευές, ακόμα και ανακατασκευή στα ίδια εδάφη) δημιουργεί πιθανότατα την ανάγκη ενός τεραστίων διαστάσεων σχεδίου οικιστικής ανασυγκρότησης με μετακίνηση πληθυσμών σε σχετικά κοντινές περιοχές. Για πόσο, άλλωστε, μπορούν οι άνθρωποι να ζήσουν σε κοντέϊνερ, χωρίς κλήρο και εισοδήματα; Και τι θα σημάνει αυτό για την ίδια την εθνική αγροτική παραγωγή και την οικονομία;
Το κόστος μιας τέτοιας απόφασης είναι προσώρας ανυπολόγιστο και θα απαιτήσει την συνδρομή όλου του επιστημονικού και τεχνικού δυναμικού της χώρας, μαζί, φυσικά, με όλες τις κατασκευαστικές εταιρείες που πρέπει να συμβληθούν για να το αντιμετωπίσουν. Όχι, φυσικά, με εμβαλωματικά έργα αλλά με λύσεις που θα αντέξουν πολλά χρόνια. Γι αυτό και ειδικοί μιλούν για έναν σχεδιασμό 30αετίας, σε συνδυασμό, βεβαίως, με τα αντιπλημμυρικά έργα που πρέπει να γίνουν από την αρχή στις όχθες του Πηνειού και δεκάδων παραποτάμων.
Απαιτείται τιτάνια προσπάθεια για να γίνουν βιώσιμες οι περιοχές που καταστράφηκαν, κι αυτή προϋποθέτει ένα φιλόδοξο, συνεκτικό σχέδιο. «Χρειάζεται να ξεκινήσει η κατάρτιση ενός σχεδίου, όχι μιας 4ετίας αλλά τουλάχιστον για 30 χρόνια, που θα απαντά στο ερώτημα ποια Θεσσαλία θέλουν οι άνθρωποί της και πώς την ξαναχτίζουμε, ξεκινώντας από τα «4 «άλφα»: Ανάσχεση, Αειφόρο παραγωγή ενέργειας, Άρδευση, Αναδιάρθρωση», τονίζει στο KReport o Σταύρος Μπένος, έχοντας την πολύτιμη εμπειρία της Β. Εύβοιας.
Μεγάλο μέρος της παραγωγής που είχε συγκεντρωθεί στις αποθήκες, εκείνης που ήταν στα χωράφια (καλαμπόκι, τριφύλλι, βιομηχανική τομάτα, βαμβάκι) κι εκείνης που μόλις είχαν αρχίσει να μαζεύουν (μήλα, αμύγδαλα, κάστανα) καταστράφηκε. Οι ασφαλιστικές εταιρείες εκτιμούν ότι το κόστος θα φτάσει στα 350 εκατ. ευρώ. Στις περιοχές που επλήγησαν, δεν θα μπορέσουν να καλλιεργηθούν οπωροκηπευτικά για τρία χρόνια, κι αυτό εφόσον υπάρξει μέριμνα για την προστασία και ενίσχυση του εδάφους.
Σύμφωνα με τον καθηγητή Περιβαλλοντικής Μηχανικής του ΑΠΘ, Δημοσθένη Σαρηγιάννη, «ο μεγαλύτερος κίνδυνος αυτή τη στιγμή είναι το νερό, διότι υπάρχουν παθογόνοι παράγοντες από τη σήψη των ζώων και από χημικά που μπορεί να έχουν περάσει».
Η επιμόλυνση των προϊόντων
Ερωτηθείς για τον κίνδυνο να περάσει η επιμόλυνση στα προϊόντα, ο κ. Σαρηγιάννης, σημείωσε, μιλώντας στο MEGA, πως «ο κίνδυνος να περάσει η μόλυνση σε προϊόντα που πηγαίνουν έξω από την περιοχή είναι χαμηλός.
Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι η επιμόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα σε βάθος χρόνου, όταν θα αποσφραγιστούν τα νερά, και φύγει η λάσπη.
Τότε, θα είμαστε σίγουροι εάν θα υπάρχει επιμόλυνση. Για να γίνει αυτό ενδιάμεσα, έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε καταγραφή και υπάρχουν τεχνικές που μπορούμε να κάνουμε ανάλογα με την περίπτωση(σ.σ για τις νέες καλλιέργειες). Όταν γίνει η αποστράγγιση των περιοχών μπορούμε να κάνουμε ανάλυση της κατάστασης της υγείας του εδάφους και των υπόγειων υδάτων. Εάν υπάρχουν περιοχές επιμολυσμένες και οι ντόπιοι θέλουν να ξανακαλλιεργήσουν τότε μπορούμε να αποκαταστήσουμε την υγεία του εδάφους».
«Άρα το θέμα είναι να αντιδράσουμε οργανωμένα», συμπλήρωσε. Πρόσθεσε δε πως «υπάρχουν περιοχές που είναι κατάλληλο το πόσιμο νερό. Στον Βόλο, για παράδειγμα, επειδή είναι μία αστική περιοχή το θέμα είναι να επεξεργαστεί ο όγκος του νερού. Το πρόβλημα είναι στα χωριά, αλλά υπάρχουν τεχνικές για αν το διορθώσουμε. Εγώ πιστεύω πως και σε ένα μήνα θα μπορούσε να αποκατασταθεί».
Καρύδης: Κτίρια και υποδομές- “βόμβες”
Στις πλημμυρισμένες περιοχές υπάρχει θέμα και με τη στατικότητα κτιρίων και υποδομών.
«Αυτή η μόλυνση στο νερό μπορεί να εισχωρήσει και στη δομή των κτιρίων, στα πατώματα, στα ξύλα, σε όλα τα υλικά που είναι πορώδη. Οι τοίχοι και οι τοιχοποιίες έχουν κενό μέσα, δεν είναι συμπαγείς πάντοτε. Αυτό είναι ένα στοιχείο που δεν ξέρω πώς, αυτή η επιμόλυνση που έχει συμβεί μπορεί να καθαρίσει στους τοίχους. Αυτό είναι ένα στοιχείο. Όσο περνάει ο καιρός τόσο πολλαπλασιάζονται τα προβλήματα, και είναι πολυδιάστατα», σημείωσε στην ίδια εκπομπή ο Καθηγητής αντισεισμικών κατασκευών, Παναγιώτης Καρύδης
«Στα κτίρια που έχουν βυθιστεί στο νερό, τα περισσότερα εξ αυτών είναι με αργιλικό υλικό. Όταν είναι στεγνό το υλικό είναι μια χαρά, όταν βραχεί γίνεται ολισθηρό και δημιουργεί πρόβλημα ευστάθειας του κτιρίου. Οποιαδήποτε ώρα και στιγμή μπορεί να έχουμε προβλήματα ευστάθειας. Το επόμενο θέμα είναι η υποσκαφή των θεμελίων», συμπλήρωσε ο κ. Καρύδης.
Ο κ. Καρύδης έχει ήδη σημειώσει πως σε πολλές περιοχές της Θεσσαλίας, της Μαγνησίας, της Καρδίτσας και άλλων περιοχών που βυθίστηκαν στα νερά και τη λάσπη, υπάρχει «άναρχη, πρόχειρη και σαθρή ανάπτυξη χωρίς σωστό προγραμματισμό και σωστό σχεδιασμό».
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της κακοκαιρίας Daniel στις υποδομές τόνισε ότι το νερό, σε αυτές τις ποσότητες, δημιουργεί, υπερπιέσεις και κάτω από τα θεμέλια των κτηρίων με συνέπεια τα οικήματα ή οι τσιμεντένιες κατασκευές να γέρνουν και τα κτίρια να μετακινούνται και να πέφτουν.