Θ. Μητράκος: Προκλήσεις και κίνδυνοι για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας
Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας τα δύο τελευταία έτη ήταν υψηλότερος του μέσου όρου των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στηρίχθηκε κυρίως στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, καθώς και στις επιδόσεις του τουριστικού τομέα. Με τον τρόπο αυτό καλύφθηκε ένα μικρό μόνο μέρος της πολύ μεγάλης απόστασης, σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που μας χωρίζει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Του Θεόδωρου Μ. Μητράκου, Οικονομολόγου, πρώην Υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος
Πράγματι, το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο 65% του μέσου όρου στη ζώνη του ευρώ, ενώ το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στη χώρα μας, με βάση πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θα είναι το 2024 στο 68% του μέσου ευρωπαϊκού διαθέσιμου εισοδήματος των πολιτών της ζώνης του ευρώ. Η σύγκλιση, για τη χώρα μας, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο σε βασικές οικονομικές μεταβλητές (ΑΕΠ, διαθέσιμο εισόδημα, ποσοστό απασχόλησης κ.ά.) αποτελεί μεγάλη πρόκληση για τα επόμενα έτη. Η δυσκολία στη σύγκλιση αυτή συνδέεται τόσο με το δυσμενές εξωτερικό περιβάλλον και τη μεγαλύτερη πλέον συχνότητα των διεθνών κρίσεων που επηρεάζουν τη χώρα μας, όσο και με τα εγγενή διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Πράγματι, οι αβεβαιότητες που συνδέονται σήμερα με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον αποτελούν έναν από τους πιο σημαντικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία. Η μικρή, ανοικτή και με σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα ελληνική οικονομία είναι ιδιαίτερα ευάλωτη σε αναταράξεις του εξωτερικού περιβάλλοντος. Οι αναταράξεις αυτές είναι πλέον πιο συχνές, πιο απρόβλεπτες και μεταδίδονται ταχύτερα με αρνητικές συνέπειες στις επιμέρους οικονομίες. Συνήθως, μάλιστα, έχουν εντονότερες επιπτώσεις στις οικονομίες με υψηλό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος και μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο πληρωμών. Μια πιθανή κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων ή του πολέμου στην Ουκρανία, η ενδεχόμενη διατήρηση του δομικού πληθωρισμού σε υψηλό επίπεδο για μεγαλύτερο διάστημα, η επιδείνωση των τάσεων κατακερματισμού του διεθνούς εμπορίου, η συνέχιση της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής με την αύξηση των βασικών επιτοκίων, η επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης των ευάλωτων οικονομιών αποτελούν σημαντικούς κινδύνους για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία. Εξάλλου, η εκτιμώμενη επιβράδυνση του παγκόσμιου ΑΕΠ, η οποία μάλιστα θα είναι μεγαλύτερη στις προηγμένες οικονομίες και ακόμη μεγαλύτερη στις χώρες της ζώνης του ευρώ, αναμένεται να επηρεάσει αρνητικά την τουριστική βιομηχανία της χώρας και πιθανόν να ανακόψει τον εξαγωγικό και αναπτυξιακό της δυναμισμό.
Παρά την αξιόλογη προσπάθεια μεταρρυθμίσεων που έγινε στην ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία με ορατά αποτελέσματα, παραμένουν σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα και εγγενείς αδυναμίες που δυσχεραίνουν τη βιωσιμότητα των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης των τελευταίων ετών. Μεταξύ αυτών, επισημαίνονται:
Πρώτον, η πολύ μεγάλη συμβολή της ιδιωτικής κατανάλωσης των νοικοκυριών στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας (αποτελεί περίπου το 70% του ελληνικού ΑΕΠ έναντι 52% στην ευρωζώνη). Το 2022 η ιδιωτική κατανάλωση κατέγραψε ρυθμό ανόδου 7,8% και συνέβαλε κατά 5,6 ποσοστιαίες μονάδες στην άνοδο του ΑΕΠ, παρά τη μείωση του πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών λόγω των έντονων πληθωριστικών πιέσεων. Η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας με βασική κινητήρια δύναμη την αυξημένη καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών δεν φαίνεται να είναι διατηρήσιμη για μεγάλο διάστημα. Πράγματι, ο δυναμισμός της ιδιωτικής κατανάλωσης τα τελευταία δύο έτη στηρίχθηκε σε έκτακτους παράγοντες αντανακλώντας κυρίως την ικανοποίηση της αναβληθείσας κατανάλωσης των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Επιπλέον, στερείται τις βασικές πηγές χρηματοδότησής της, που ήταν η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για την αντιμετώπιση της υγειονομικής και στη συνέχεια της ενεργειακής κρίσης, αλλά και η αναγκαστική αποταμίευση των νοικοκυριών κατά την περίοδο των περιορισμών που επιβλήθηκαν λόγω της πανδημίας. Επισημαίνεται ακόμα ότι, η μείωση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών σε περιόδους έντονων πληθωριστικών πιέσεων είναι αμφίβολο κατά πόσον μπορεί να στηρίξει την ιδιωτική κατανάλωση και μέσω αυτής την πολυπόθητη ανάπτυξη.
Δεύτερον, ιδιαίτερο προβληματισμό στην αναπτυξιακή πορεία της ελληνικής οικονομίας δημιουργεί η ισχυρή διασύνδεση της καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών, αλλά και των επενδύσεων και της θετικής πορείας της βιομηχανικής παραγωγής, με την αύξηση των εισαγωγών και τη σημαντική διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών (στο 9,7% ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2022). Το υφιστάμενο καταναλωτικό και παραγωγικό μοντέλο δημιουργεί ελλείμματα που επιβαρύνουν την ανάπτυξη και σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να διατηρηθούν για μεγάλο διάστημα. Τρίτον, η δυναμική ανάκαμψη των τελευταίων ετών στηρίχθηκε σε σημαντικό βαθμό στην υπερβολική εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον τουριστικό κλάδο. Ωστόσο, ο κλάδος του τουρισμού είναι ιδιαίτερα ευάλωτος σε κάθε είδους αναταράξεις του διεθνούς περιβάλλοντος. Επιπλέον, για να είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο το τουριστικό προϊόν της χώρας, θα πρέπει να ενισχυθούν οι διαθέσιμες ποιοτικές και με περιβαλλοντικό αποτύπωμα υποδομές, να αποτραπεί η διαφαινόμενη υπερεκμετάλλευση που οδηγεί σε απώλεια της αξίας του, και κυρίως να ενισχυθεί η διακλαδική διασύνδεση της τουριστικής κατανάλωσης με την εγχώρια παραγωγή, καθώς είναι βέβαιο ότι κάτι τέτοιο θα προσδώσει σημαντική προστιθέμενη αξία.
Τέλος, οι πρόσφατες όλο και πιο συχνές και πιο καταστροφικές πυρκαγιές καταδεικνύουν περίτρανα ότι η κλιματική αλλαγή δεν είναι πλέον μία ανησυχητική προειδοποίηση αλλά είναι ήδη η καθημερινότητα, η οποία μάλιστα αναμένεται να επηρεάσει πολύ αρνητικά την τουριστική βιομηχανία και την αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας.