Π. Τήνιος: Το μέλλον είναι αργυρό; Σχεδιάζοντας την επιτυχία στην εποχή της μακροβιότητας
Η πολιτική κατά την μακρά προεκλογική περίοδο αφορούσε την διαχείριση των εντυπώσεων. Τώρα επανέρχεται στη διαχείριση του εφικτού: όχι αυτού που θα θέλαμε αλλά αυτού που δεν μπορούμε να αλλάξουμε. Εξετάζουμε τι μας περιμένει χωρίς παρωπίδες και ωραιοποιήσεις, εντοπίζουμε δυνατότητες παρέμβασης και αξιοποιούμε βαθμούς ελευθερίας.
Στα δέκα χρόνια αλλεπάλληλων κρίσεων κυριαρχούσε η ανάγκη άμεσων αντιδράσεων – ‘να μη βουλιάξουμε’.
Του Πλάτωνα Τήνιου, οικονομολόγου, Αναπληρωτή Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς
Τώρα επιστρέφει η ‘πολυτέλεια’ του στρατηγικού σχεδιασμού – ‘να δούμε πού πηγαίνουμε και πού θέλουμε να πάμε’. Οι αποφάσεις των επόμενων ετών –μακριά από πολιτικούς καταναγκασμούς – θα διαμορφώσουν την πορεία της επόμενης εικοσαετίας. Σε ένα κόσμο που αλλάζει πρέπει, συμφωνώντας με τον Πρίγκηπα στον Γατόπαρδο, ‘όλα να αλλάξουν προκειμένου να μείνουν όλα τα ίδια’.
Πράγματι, στα χρόνια που μας απασχολούσαν οι κρίσεις, ο κόσμος γύρω μας άλλαζε. Η γήρανση του πληθυσμού, για την οποία ακούγαμε τόσο καιρό, είναι πια πραγματικότητα. Ο αριθμός ατόμων άνω των 50 και το μερίδιό τους στον πληθυσμό δεσπόζει και συνεχώς ανεβαίνει. Η εξέλιξη αυτή και οι προοπτικές της οφείλονται στο ότι όλοι ζούμε περισσότερο, αλλά και στο ότι τα τελευταία σαράντα χρόνια προτιμούσαμε λιγότερα παιδιά, τα οποία όμως νοιαζόμαστε και φροντίζαμε περισσότερο. Οφείλεται επίσης στο ότι η μεγάλη ομάδα ατόμων που γεννήθηκε μεταξύ 1955 και 1970 μπαίνουν στις μεγαλύτερες ηλικίες. Όπως και να το κάνουμε, οι άνω των 50 είναι η μόνη ομάδα του πληθυσμού που αυξάνεται. Αν είναι ή αν γίνει τμήμα της λύσης, θα βοηθήσει την ανάπτυξη. Αν, αντιθέτως, είναι ή αν γίνει τμήμα του προβλήματος, θα την δυσχεράνει.
Οιμωγές του είδους ‘καλπάζει η γήρανση’ συνοδευόμενες από προφητείες για ελλείμματα, ερημιά και εγκατάλειψη, χαρακτήρισαν την προεκλογική περίοδο. Η όψιμη ανακάλυψη της ‘υπογεννητικότητας’ ως πηγής του προβλήματος τροφοδοτεί την απαισιοδοξία ακόμη περισσότερο: ακόμη και αν όλες οι κοπέλες αποφάσιζαν ξαφνικά να κάνουν όσα παιδιά έκαναν οι γιαγιάδες τους, αυτό θα άλλαζε τα πράγματα μόνο μετά από 30 χρόνια. Στο μεταξύ θα ζούμε με την ‘γήρανση’ – στην Ελλάδα, στην Ευρώπη, στον κόσμο.
Είναι λοιπόν η επικράτηση του γκρίζου αναπόφευκτα συνδεδεμένη με μιζέρια και υποχώρηση; Η μήπως, αντιθέτως, θα μπορούσε να μετασχηματιστεί σε μια δυναμική οικονομία – με χρώμα ασημί;
Το ερώτημα δεν είναι ρητορικό, αλλά αποτελεί το κεντρικό δίλημμα όλων των αναπτυγμένων κοινωνιών – μηδεμιάς εξαιρουμένης. Η επιτυχής διαχείριση των προοπτικών περνάει από τρείς κεντρικές διαπιστώσεις που πρέπει να οδηγήσουν σε μια θεμελιώδη συνειδητοποίηση:
Πρώτη διαπίστωση στρατηγικής: Αν δεν κάνουμε τίποτε, έχουμε αποτύχει. Οι δομές – κοινωνικές και οικονομικές – που διαθέτουμε είναι προσαρμοσμένες σε ένα κόσμο που οι άνω των 50 περνούν στο περιθώριο. Οι ‘ηλικιωμένοι’ παραμένουν θεατές των εξελίξεων, τροφοδοτούν ελλείμματα και φρενάρουν εξελίξεις. Αν είναι να επιτύχουμε, χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις και αλλαγές νοοτροπίας που ανατρέπουν τα στερεότυπα του προηγούμενου αιώνα και εντάσσουν όλους στη συλλογική προσπάθεια. Μεταρρυθμίσεις και προσαρμογές είναι η μόνη εφικτή αντίδραση αν δεν επιθυμούμε τον σταθερό κατήφορο.
Οι άλλες δύο διαπιστώσεις ανατρέπουν την εικόνα των ‘ηλικιωμένων’ ως συμπαγούς μάζας με δεδομένα και γνωστά χαρακτηριστικά. Απαιτεί να ανοίξουμε το ‘μαύρο κουτί που λέει ‘ηλικιωμένοι’ για να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν είναι όλοι οι άνω των 50 ίδιοι, αλλά ούτε αυτοί είναι και σαν τους γονείς τους.
Η δεύτερη διαπίστωση, λοιπόν, είναι ποιοτική: Τα άτομα που είναι σήμερα άνω των 50 είναι διαφορετικά από τους πενηντάρηδες άλλων εποχών. Οι γιαγιάδες της γενιάς του Πολυτεχνείου διαφέρουν από τις γιαγιάδες της γενιάς της Πίνδου. Έχουν περισσότερα χρόνια μπροστά στους, ζούνε με καλύτερη υγεία, έχουν μεγαλύτερη ανάμειξη με την απασχόληση και την οικονομία, έχουν αποταμιεύσεις, δεξιότητες και διασυνδέσεις που δεν είχαν οι προκάτοχοί τους. Έχουν την διάθεση, τις ικανότητες αλλά και την οικονομική επιφάνεια να αναλάβουν πιο ενεργό κοινωνικό και οικονομικό ρόλο – φτάνει αυτός να τους προσφερθεί.
Τέλος, η τρίτη διαπίστωση είναι αριθμητική και υπογραμμίζει την ανομοιογένεια αυτών που συλλήβδην αποκαλούνται ‘ηλικιωμένοι’. Τα άτομα ‘τρίτης ηλικίας’ εμπίπτουν σε τρεις ομάδες που διαφέρουν ριζικά μεταξύ τους ως προς του κοινωνικούς και οικονομικούς ρόλους τους, τις δυνατότητες και τους περιορισμούς. Τα άτομα ηλικίας 50 ως 65 είναι στον προθάλαμο της συνταξιοδότησης και διαμορφώνουν το πώς θα ζήσουν τα ‘γηρατειά τους’. Αυτοί μεταξύ 65 και 80, οι ‘νεότεροι ηλικιωμένοι’ (young old) έχουν πάρει σύνταξη, αλλά είναι δραστήριοι, έχουν αποταμιεύσεις και ακίνητα, ενώ διατηρούν ισχυρές σχέσεις με τον κόσμο της παραγωγής (οι ίδιοι ή μέσω των παιδιών τους). Τέλος οι άνω των 80, οι ‘γηραιότεροι ηλικιωμένοι’, ανησυχούν για την ποιότητα ζωής που δεν εξαρτάται τόσο από οικονομικούς παράγοντες όσο από πτυχές της κοινωνικής προστασίας και αλληλεγγύης, τόσο επίσημης όσο και άτυπης, οικογενειακής.
Ποια από τις τρεις ομάδες υπερισχύει (και πότε) σχετίζεται με την πορεία της μεγάλης γενιάς της έκρηξης των γεννήσεων – της γενιάς του Πολυτεχνείου. Καθώς αυτή μεγαλώνει, καθορίζει τόσο την ταυτότητα όσο και το timing των μεγάλων προκλήσεων. Έτσι, η γενιά αυτή διάβηκε τον προθάλαμο τη δεκαετία 2010. Στην δεκαετία που διατρέχουμε, περνάνε στην επόμενη φάση, πρόσφατοι συνταξιούχοι σε αναζήτηση ρόλου. Στην επόμενη δεκαετία, του 2030, θα χρειάζονται περισσότερη φροντίδα και περίθαλψη. Η χρονική αυτή αλληλουχία προδιαγράφει το πρόγραμμα και τους πρωταρχικούς αποδέκτες των μεταρρυθμίσεων από εδώ και πέρα.
Ως προς τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, είμαστε στα μισά του δρόμου: Οι (καθυστερημένες) ασφαλιστικές αλλαγές από το 2010 ως το 2019, άλλαξαν τις συνθήκες πρόσβασης στις συντάξεις για όσους βγαίνουν από το 2022 και μετά (όρια στα 67, πολύ χαμηλότερες συντάξεις) και περιέκοψαν τις συντάξεις όσων συνταξιοδοτήθηκαν ως το 2020. Δηλαδή παρενέβηκαν βίαια στην προσφορά (εξανάγκασαν την εργασία), χωρίς όμως να προσαρμόσουν την ζήτηση εργασίας – δηλαδή να κάνουν την απασχόληση μεγαλύτερων εργαζομένων πιο ελκυστική και τα άτομα 50+ πιο παραγωγικά). Όμως, οι αλλαγές που έγιναν στα όρια ηλικίας και το ύψος των συντάξεων δεν συνοδεύτηκαν από θεσμούς στήριξης ώστε να αναπληρώσουν αυτό που έκαναν όσοι παλαιότερα συνταξιοδοτούνταν ενωρίτερα. Για παράδειγμα, πολλές γυναίκες αποχωρούσαν πρόωρα προκειμένου να φροντίζουν γονείς και εγγόνια. Από το 2020 αυτές θα πρέπει να εργάζονται ως τα 67. Παρά ταύτα, το σύστημα φροντίδας εξακολουθεί να υπολογίζει στην διαθεσιμότητα άτυπης και άμισθης οικογενειακής αλληλεγγύης.
Η θεμελιώδης συνειδητοποίηση είναι ότι τα σημερινά προσκόμματα αναφύονται επειδή οι δημογραφικές εξελίξεις εξετάζονταν μέχρι σήμερα αποκλειστικά υπό το δημοσιονομικό πρίσμα. Βλέπαμε τις αδήριτες πληθυσμιακές εξελίξεις ως προβλήματα και όχι ως ευκαιρίες, με αποκορύφωμα την ταύτιση της συνταξιοδότηση με οριστική αποστρατεία.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ στις αρχές του προηγούμενου αιώνα Teddy Roosevelt είχε πεί ‘ Το γήρας είναι σαν όλα τα άλλα: για να το κάνεις καλά, πρέπει να αρχίσεις νωρίς’. Για καλή μας τύχη, η χρονική δομή της προετοιμασίας, ταυτίζεται με την πορεία της Γενιάς του Πολυτεχνείου: Αφού περικόπηκαν οι συντάξεις τους τη δεκαετία που πέρασε, τώρα πρέπει να βοηθηθούν να αναπληρώσουν τα χαμένα ως ενεργά μέλη της κοινωνίας την δεκαετία που διανύουμε. Αυτό θα διευκολύνει την ανταπόκριση στην πραγματική πρόκληση – που είναι η φροντίδα 80ρηδων σε 10 χρόνια. Δηλαδή για τώρα χρειάζονται ιδέες και πρόγραμμα απασχολησιμότητας, ενεργοποίσησης ως προάγγελοι θεμελίωσης νέων δομών αλληλεγγύης που θα χρειαστούν το 2030.
Κάθε οικονομική επιτυχία χτίζεται πάνω σε υπόβαθρο εξυπηρέτησης κοινωνικών αναγκών. Όταν όλος ο αναπτυγμένος κόσμος γηράσκει, αυτοί που βλέπουν συνειδητά και καλλιεργούν την ευκαιρία της αργυρής οικονομία θα είναι αυτοί που θα κερδίσουν.