Χαρίτσης: Προοδευτικές τομές και ριζικές αλλαγές για αναπτυξιακό άλμα αντί για μικροπολιτική διαχείριση της φτηνής ανάπτυξης
Συνηθίζουμε να ψάχνουμε τη μετάβαση από τις κρίσεις στις νέες κανονικότητες. Το πρόβλημα όμως είναι ότι πλέον αυτό δεν είναι εφικτό. Αυτή τη στιγμή, παγκοσμίως, η οικονομική πραγματικότητα χαρακτηρίζεται από επάλληλες και ομόκεντρες κρίσεις. Αυτό είναι το πλαίσιο που θα ορίσει και το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Και αυτό με τη σειρά του ορίζει και τους μεγάλους πολιτικούς στόχους της εποχής μας: από τη μία, τη θωράκιση της ελληνικής οικονομίας και από την άλλη την προώθηση των ριζοσπαστικών τομών που θα διασφαλίσουν την ανθεκτικότητά της.
Του Αλέξη Χαρίτση, Βουλευτή ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ν. Μεσσηνίας – Τομεάρχης Ανάπτυξης & Επενδύσεων του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – Π.Σ.
Στο έδαφος αυτό, πρέπει η χώρα μας να έχει ενεργό ρόλο στη διαμόρφωση των νέων ευρωπαϊκών πολιτικών. Αυτή την περίοδο στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ανοίξει για τα καλά η συζήτηση για το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας.
Το τελευταίο, όπως είναι γνωστό, θα επηρεάσει σε σημαντικό βαθμό όλες τις εθνικές οικονομίες και θα διαμορφώσει νέους κανόνες άσκησης των δημοσιονομικών πολιτικών που με τη σειρά τους επηρεάζουν την αναπτυξιακή πορεία των κρατών μελών. Δυστυχώς οι εξελίξεις δεν είναι θετικές. Οι τελευταίες αποφάσεις του Eurogroup, αλλά και οι πολιτικές που ακολουθούνται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για την αντιμετώπιση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων, του δημόσιου χρέους, και του ανθεκτικού πληθωρισμού φανερώνουν ότι, μετά το σύντομο διάλειμμα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, επιχειρείται μία εκ νέου στροφή προς μία αναγεννημένη λιτότητα. Η επιστροφή στον περιορισμό της νομισματικής και την αυστηροποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής αναμφίβολα θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην αναπτυξιακή πορεία της χώρας μας.
Κατά συνέπεια, πρέπει να κινηθούμε άμεσα και αποφασιστικά. Καταρχήν για την ανάσχεση ή και την ανατροπή των νεοφιλελεύθερων τάσεων εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό είναι μια πολιτική προτεραιότητα. Το επόμενο βήμα είναι η αξιοποίηση όλων των χρηματοδοτικών δυνατοτήτων, όπως το ΕΣΠΑ, η νέα ΚΑΠ και φυσικά το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, για την αντιμετώπιση τόσο των άμεσων προκλήσεων όσο και την επιδίωξη του αναγκαίου αναπτυξιακού άλματος της χώρας. Αυτό το άλμα απαιτεί την επένδυση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο στον πυρήνα του οποίου θα βρίσκονται οι πολιτικές των δημόσιων επενδύσεων και σχεδιασμού, της περιφερειακής ανάπτυξης, της πράσινης μετάβασης και του ψηφιακού μετασχηματισμού.
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δεν αντιλαμβάνεται την ανάγκη αυτή. Αντίθετα βλέπει το μέλλον της χώρας μέσα από το πρίσμα της επιστροφής στις αποτυχημένες πολιτικές που ευθύνονται για την κρίση που αντιμετώπισε η χώρα την προηγούμενη περίοδο. Το μοντέλο της φτηνής ανάπτυξης στηρίζεται στην κρατική επιδότηση των ιδιωτικών κεφαλαίων, στην ιδιωτικοποίηση κρίσιμων τομέων και στη διαρκή εσωτερική υποτίμηση. Τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής είναι εμφανή. Η ελληνική οικονομία διολισθαίνει στο περιθώριο μέσα από την κυριαρχία ενός μοντέλου κερδοσκοπικού οπορτουνισμού -όπως εύστοχα το έχει συνοψίσει ο Κώστας Σημίτης.
Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βρίσκεται στον αντίποδα των κυβερνητικών επιλογών. Είναι μια πρόταση φιλόδοξη που στηρίζεται στην τεκμηριωμένη βεβαιότητα ότι η χώρα μας έχει δυνατότητα να ανοιχτεί σε νέα παραγωγικά και τεχνολογικά πεδία. Πρόκειται για μια διαδικασία δημιουργικής μετάβασης με δικαιοσύνη. Η Πολιτεία οφείλει να διασφαλίζει την καθολική πρόσβαση σε προσιτές, αξιόπιστες και σύγχρονες υπηρεσίες σε βασικά αγαθά όπως η ενέργεια και το νερό και να μην επιτρέπει τη δημιουργία νέων ανισοτήτων εις βάρος των εργαζομένων, των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων, των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων.
Η υλοποίηση της πρότασής μας εμπεριέχει την δέσμευση των διαθέσιμων χρηματοδοτικών πόρων (αναπτυξιακός νόμος, αναπτυξιακή τράπεζα. ΤΑΑ, ΕΣΠΑ) και την διάχυσή τους σε όλα τα πεδία της οικονομίας και της κοινωνίας, αφού θα στηρίζει την εργασία ως βασικό παραγωγικό συντελεστή, θα αναβαθμίζει κρίσιμους τομείς της εγχώριας παραγωγής όπως η βιομηχανία και η μεταποίηση και θα μετασχηματίζει την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα έτσι ώστε να παίξει σημαντικό ρόλο στις εγχώριες και διεθνείς αλυσίδες αξίας, θα ενσωματώνει τις τεχνολογικές εξελίξεις στον τομέα της γεωργίας θα προωθεί τις ενεργειακές κοινότητες, θα δίνει προτεραιότητα στον χωροταξικό σχεδιασμό των ΑΠΕ, θα εκσυγχρονίζει την δημόσια διοίκηση, θα ενισχύει το σύστημα υγείας, θα ισχυροποιεί το κράτος πρόνοιας, θα αναβαθμίζει τον πολιτισμό και το εκπαιδευτικό σύστημα.
Τέλος, στο νέο αυτό τοπίο το Κράτος αναδύεται ως ένα ενεργό υποκείμενο με νέο ενισχυμένο ρυθμιστικό και αναπτυξιακό ρόλο. Ο ρυθμιστικός ρόλος του Κράτους έγκειται κυρίως στις διαδικασίες ελέγχων και εποπτείας με άμεση επιρροή στην προστασία του φυσικού, δομημένου και πολιτιστικού περιβάλλοντος, ενώ διακριτό πεδίο ρυθμίσεων και εποπτείας θα αποτελούν οι εργασιακές σχέσεις, η φορολογία και η κοινωνική ασφάλιση. Ο αναπτυξιακός ρόλος του Κράτους έγκειται στην διαμόρφωση του θεσμικού πλαισίου που θα ενισχύει την διαφάνεια, την ισονομία και τους δίκαιους κανόνες στην διαχείριση των χρηματοδοτικών πόρων, στην διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και την προώθηση της υγιούς επιχειρηματικότητας.
Στην εποχή των πολλαπλών κρίσεων, η μικροπολιτική διαχείριση και η αναπαραγωγή ενός στρεβλού μοντέλου είναι καταδικασμένη στην αποτυχία. Και μαζί της καταδικάζει και τη χώρα μας σε έναν φαύλο κύκλο ανασφάλειας. Η μόνη διέξοδος είναι η προώθηση προοδευτικών ριζοσπαστικών τομών, η ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Η σχεδιασμένη αναζήτηση εν τέλει ενός αναπτυξιακού άλματος που θα αναβαθμίσει την ελληνική οικονομία και θα ενισχύσει τη θέση της χώρας μας στον διεθνή καταμερισμό εργασίας.