Σκευοφύλαξ στο libre: Ο ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να αδρανεί & αντί να “αγοράζει”, χάνει χρόνο
Μετά τις δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα το βράδυ της Κυριακής της 25ης Ιουνίου στον απόηχο του εκλογικού αποτελέσματος της ίδιας ημέρας, έως και το μεσημέρι της Πέμπτης 29 Ιουνίου, όταν ο ίδιος ανακοίνωσε την απόφασή του να αποχωρήσει από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, επικράτησε μια παράδοξη «ησυχία» προς τα έξω σε επίπεδο οργανωμένου κόμματος. Όχι εκείνη που δηλώνει ότι «όλα είναι υπό έλεγχο», αλλά εκείνη που αντικατοπτρίζει το «και τώρα τι κάνουμε».
Του Παναγιώτη Σκευοφύλαξ, Γενικού Διευθυντή του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Χρόνος που σπαταλιέται
Αντίστοιχα, από τις ανακοινώσεις στο Ζάππειο μέχρι και σήμερα, η μόνη συλλογική «εξωστρέφεια» ήταν μια εσωτερική διαδικασία με τεχνικό περιεχόμενο, εκείνη της σύσκεψης της διευρυμένης Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ στην οποία θεωρήθηκε ως επίτευγμα -και ίσως και να ήταν- ότι συμφωνήθηκε ο οδικός χάρτης της μετάβασης.
Για δύο λοιπόν εβδομάδες, ο χρόνος του συλλογικού ΣΥΡΙΖΑ, εκ των πραγμάτων και εύλογα σημαδεύτηκε από τη δρομολόγηση αλλαγής σελίδας, όμως πλην αυτού είναι κενός γεγονότων. Την περίοδο αυτή έχουν υπάρξει βέβαια, αφενός εκφράσεις απόψεων μεμονωμένων στελεχών και πλειάδα σχολιαστικών τοποθετήσεων για όσα γίνονται, δεν γίνονται ή ενδέχεται να συμβούν σε σχέση με τη διαδοχή του Αλέξη Τσίπρα, όμως όλα αυτά είναι ακανόνιστα, ακαθόριστα και σποραδικά, είναι επιμέρους «απόψεις» και σε καμία περίπτωση συλλογικές στάσεις απέναντι στη συγκυρία.
Απουσία συλλογικού στίγματος
Αυτή τη στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δυνητικές και δυνητικούς υποψήφιους, όχι όμως κάποια ή κάποιον που έχει δηλώσει ότι όντως θα διεκδικήσει την ηγεσία του κόμματος. Καθώς απουσιάζουν οι υποψήφιες και οι υποψήφιοι, αναμενόμενο είναι να απουσιάζουν και οι ιδεολογικές πλατφόρμες και τα πολιτικά πλαίσια εντός των οποίων εκείνες και εκείνοι τοποθετούν τις υποψηφιότητές τους.
Κάποιοι επισημαίνουν ότι τα πρόσωπα, από μόνα τους, χωρίς θέσεις, «δεν λένε τίποτα». Αντίστροφα άλλοι σημειώνουν ότι στην πολιτική, θέσεις χωρίς πρόσωπα που να τις εκφράσουν επιδέξια, μένουν θέσεις χωρίς απήχηση. Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτή τη φάση είναι ότι σχεδόν δεκαπέντε ημέρες μετά τις εθνικές εκλογές, εντός ενός οριοθετημένου συλλογικού πλαισίου λειτουργίας, δεν έχει επίσημα ούτε πρόσωπα ούτε θέσεις. Μοιάζει να λειτουργεί είτε από κεκτημένη ταχύτητα, που αν κριθεί από το εκλογικό αποτέλεσμα δεν μοιάζει ικανοποιητική, είτε σε «safe mode».
- Με το 18% του εκλογικού σώματος όμως που ψήφισε ΣΥΡΙΖΑ στις 25 Ιούνη και τους τουλάχιστον 250.000 ψηφοφόρους που τον εγκατέλειψαν μεταξύ της 1ης και της 2ης κάλπης, να μην λαμβάνουν μέχρι τώρα κάποιο σήμα με τρόπο συγκροτημένο και συντονισμένο, μόνο «ασφαλής» δεν είναι αυτή η (υπο)λειτουργία.
Ορισμένοι επιχειρηματολογούν υπέρ μιας ταχείας διαδικασίας ανάδειξης νέας ηγεσίας και ολοκλήρωσης των σχετικών διαδικασιών. Άλλοι αντεπιχειρηματολογούν υπέρ μίας διαδικασίας που θα εξελιχθεί σε βάθος χρόνου. Το κύριο ζήτημα όμως, προς ώρας τουλάχιστον, είναι ότι η συλλογικότητα ΣΥΡΙΖΑ δεν μοιάζει ούτε να σπεύδει από τη μία, ούτε να προετοιμάζεται για κάτι που θα διαρκέσει πολύ από την άλλη. Κυρίως μοιάζει ν’ αδρανεί. Και περισσότερο αντί να «αγοράζει χρόνο», να χάνει χρόνο.
Στο ίδιο πλαίσιο ακούγονται φωνές που καλούν για πιο «κεντρώα» πορεία κι άλλες για πιο «αριστερή». Ο συλλογικός ΣΥΡΙΖΑ όμως δεν έχει απαντήσει ούτε γιατί η πιο «μετριοπαθής» πορεία δεν πέτυχε εκλογικά ούτε γιατί η υπόλοιπη Αριστερά δεν ευνοήθηκε -η όποια εκλογική άνοδος του ΚΚΕ σε όρους πολιτικών συσχετισμών είναι «αδιάφορη»- από την υποτιθέμενη απώλεια «ριζοσπαστισμού» του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν συνεχίσει έτσι, θα πάψει να ενδιαφέρει
Τα εκλογικά δεδομένα δείχνουν αποστοίχιση σημαντικής μερίδας ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ. Η αποχώρηση του Αλέξη Τσίπρα πιθανότατα θα κινητοποιήσει και διεργασίες αποταύτισης για μέρος του εκλογικού ακροατήριου του κόμματος, καθώς ο απερχόμενος Πρόεδρός του ναι μεν σταδιακά έμοιαζε όλο και πιο απομονωμένος στα μάτια του συνολικού εκλογικού σώματος, εντούτοις παρουσίαζε εξαιρετικά υψηλή αποδοχή στους εκλογείς του ΣΥΡΙΖΑ. Με μεγάλο τμήμα του «κόσμου του ΣΥΡΙΖΑ» από το 2012 και μετά να στέκεται «μετέωρο» σήμερα, η απροθυμία ή αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να δώσει ζωηρά σημάδια συλλογικής λειτουργίας, που -ανεξάρτητα από το αν τα πρόσωπα θα είναι «αυτά» ή «άλλα» και τα πράγματα θα πάνε «από εδώ» ή «από εκεί»- να αντιστοιχούνται προς τις αγωνίες και τις προσμονές του «κόσμου» αυτού, δυσκολεύει σημαντικά τη διαδικασία «ανανέωσης», όπως περιγράφεται.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατέλαβε για μια δεκαετία σχεδόν τη θέση του στο κομματικό σύστημα επειδή έμοιαζε ν’ αντιλαμβάνεται και να εκφράζει μέσω της ηγεσίας του διεργασίες σε σημαντικά τμήματα της κοινωνίας. Δημιουργούσε προσδοκίες, που εδράζονταν σε πραγματικές ανάγκες και έτσι διατηρούσε το ενδιαφέρον του εκλογικού σώματος για εκείνον. Μεταξύ 2019-23 το στίγμα του έμοιαζε θολό. Σήμερα αναζητείται το -όποιο- στίγμα. Κι αν σε έναν βαθμό στάθηκε ευνοϊκά προς τον ΣΥΡΙΖΑ ότι το ΠΑΣΟΚ συνάντηση τα εκλογικά όριά του, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, αυτή η διάσταση από μόνη της, και να εξακολουθήσει να επιβεβαιώνεται, δεν θα φανεί επαρκής. Έπειτα από ήττες στρατηγικής και εκλογικές αποτυχίες, κάθε κόμμα χρειάζεται χρόνο για να «συνέλθει». Αυτό που δείχνει πρωτόγνωρο εδώ είναι ότι φαίνεται να απουσίαζαν πλήρως οι συλλογικές διεργασίες που θα είχαν επιτρέψει τώρα να είναι σαφές και οργανωμένο το πλαίσιο της «ανανέωσης», των ανταγωνιστικών φορέων της και των σχεδίων τους.
Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, και με αυτά τα δεδομένα σε αυτές τις ευρύτερες συνθήκες, η «ανανέωση» του ΣΥΡΙΖΑ από μόνη της ίσως να μην αφορά πολλούς. Να μοιάζει «στενή» υπόθεση. Και την ίδια ώρα, η απευθείας εκλογή Προέδρου, που πέρυσι, με τον Αλέξη Τσίπρα υποψήφιο, ίσως να αρκούσε για να κινητοποιήσει τουλάχιστον σε όρους ποσοτικούς μεγάλο ενδιαφέρον, σήμερα μπορεί και αυτή, από μόνη της, να μοιάζει «λίγη». Αν είναι έτσι, ο συλλογικός ΣΥΡΙΖΑ ίσως χρειάζεται να μιλήσει για κάτι ευρύτερο του κομματικού ΣΥΡΙΖΑ, για τη συνολική ανασυγκρότηση και ανασύνθεση του ευρύτερου προοδευτικού χώρου, στην οποία όμως ο ΣΥΡΙΖΑ θα βρίσκεται σε θέση διαμορφωτή των εξελίξεων. Κι έτσι το Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ να γίνει Συνέδριο της Αριστεράς και του προοδευτικού χώρου με το άνοιγμα στην κοινωνία και την αποζήτηση της ευρύτερης δυνατής συμμετοχής και του βαθύτερου δυνατού διαλόγου, και η διαδικασία εκλογής Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ να είναι στην ουσία, διαδικασία ανάδειξης ηγεσίας του χώρου αυτού. Για τον ΣΥΡΙΖΑ των πρώτων δεκαπέντε ημερών μετά τις εκλογές, το εγχείρημα αυτό ίσως φαίνεται «αδύνατο». Ήδη όμως έχει αρχίσει να συζητιέται από πολλούς, άλλοτε με σκοπιμότητα και άλλοτε με ειλικρινή απορία, «έχει νόημα ύπαρξης ο ΣΥΡΙΖΑ;» ή «έχει (πόσο) χρόνο ύπαρξης ο ΣΥΡΙΖΑ;». Άρα ο ΣΥΡΙΖΑ χρειάζεται κάτι «μεγάλο», για να τερματίσει οριστικά αυτά τα ερωτήματα. Και η υπέρβαση της επιμονής στην αδράνεια ή και στην εντύπωση ότι οι παλιές μέθοδοι θα δώσουν νέα αποτελέσματα, απαιτεί στόχους τόσο προκλητικούς που να μπορούν να εγκαλέσουν θετικά την κοινωνία και συλλογική αποφασιστικότητα για το ότι αυτοί μπορούν να υλοποιηθούν.