Πόσο φαβορί είναι (ή μπορεί να γίνει) η Έφη Αχτσιόγλου…
Αρκετά μέσα ενημέρωσης (προσκείμενα στην κυβέρνηση και μη) και άλλα συστήματα επιρροής όταν αναφέρονται στην διαδοχή του Αλέξη Τσίπρα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ “παίζουν το χαρτί” Έφη Αχτσιόγλου. Σχεδόν προεξοφλούν πως εφόσον διεκδικήσει την αρχηγία θα την κερδίσει εύκολα.
Η αλήθεια είναι πως διαθέτει σαφές προβάδισμα καθώς διαθέτει χαρακτηριστικά που κάνουν “γκελ” στο απισχνασμένο πιά εκλογικό ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και σε ευρύτερα κοινά. Αυτή η δημοφιλία της κυρίας Αχτσιόγλου σε φιλοκυβερνητικά μίντια και διάφορους παράγοντες του δημοσίου βίου αποτελεί, όμως, και μια “παγίδα” για την ίδια.
Η υποστήριξη που εμμέσως αλλά αφειδώς δέχεται ίσως εκκινεί από την “προσδοκία” ότι θα επιστρέψει στις κομματικές ρίζες της (“53”), θα υιοθετήσει πολλές από τις απόψεις του Ευκλείδη Τσακαλώτου (ο οποίος αφήνει να εννοηθεί πως μάλλον δεν θα διεκδικήσει την ηγεσία απέναντι στην πρώην υπουργό και τομεάρχη Οικονομίας) και ως εκ τούτων θα περιορίσει τον (νέο;) ΣΥΡΙΖΑ στο “ασφαλές λιμάνι της ριζοσπαστικής αριστεράς”– όπως είπε (αναφερόμενος σε σχετικές δηλώσεις του Δημ. Βίτσα) ο εσωκομματικός της αντίπαλος και πιθανώς διεκδικητής της ηγεσίας Νίκος Παππάς.
Κάτι τέτοιο, εκτιμούν (και θέλουν) αρκετοί, θα επιτρέψει στον Κυριάκο Μητσοτάκη να κυριαρχήσει ακόμα περισσότερο και ανενόχλητος στον χώρο του κέντρου και στον Νίκο Ανδρουλάκη να κερδίσει εδάφη στον χώρο της κεντροαριστεράς. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ θα περιχαρακωθεί και όλα εκείνα τα στελέχη που, είτε έμμεσα, είτε άμεσα, μετέτρεψαν το κόμμα σε Βαβέλ και υπονόμευσαν τον Τσίπρα θα παραμείνουν στο απυρόβλητο και θα θεωρητικολογούν άνετα. Και, επειδή, μία τέτοια κατάληξη θα κρατούσε τον ΣΥΡΙΖΑ μακριά από την διεκδίκηση της διακυβέρνησης ακόμα και σε βάθος οκταετίας-κάτι που έχει αρχίσει να γίνεται λογικά στόχος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Αυτό θα ήθελαν κάποιοι εκτός ΣΥΡΙΖΑ από την Έφη Αχτσιόγλου, κάτι ανάλογο θα ήθελαν- κυρίως επειδή δεν ταίριαξαν ποτέ σε ένα κυβερνητικό σχέδιο και δεν μπορούν να προσαρμοσθούν στις πραγματικές τάσεις της κοινωνίας– και οι περισσότεροι από το ριζοσπαστικό τμήμα του κόμματος. Το ερώτημα είναι εάν το θέλει η ίδια.
Και εάν θέλει να αφομοιώσει τον υψηλό κίνδυνο να χρεωθεί εκείνη άλλη μία συντριβή στις ευρωεκλογές, ή στην επόμενη εθνική αναμέτρηση, και να παρέλθει άσκοπα ο ηγετικός της χρόνος. Ή εάν, από την άλλη, έχει όντως φιλοδοξίες για να (ξανα)μεγαλώσει τον ΣΥΡΙΖΑ και να υπηρετήσει την στρατηγική της κυβερνώσας (κεντρο) αριστεράς που θα ενσωματώνει και τους ριζοσπάστες, αλλά όχι ως αυθεντίες και “φωνακλάδες” που θα τραβούν την προσοχή των μίντια. Τους οποίους (και όποιον άλλον) θα είναι έτοιμη ακόμα και να τους θέσει εκτός κόμματος εφόσον συνεχίσουν να δρουν ως ομαδάρχες εκτός συμφωνημένης στρατηγικής.
Για παράδειγμα, τι θα κάνει, εάν εκλεγεί, σχετικά με το διεθνές προφίλ που είχε κατακτήσει ο Αλέξης Τσίπρας; Θα διεκδικήσει και η ίδια ρόλο παρατηρητή στους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές ( η πλήρης ένταξη θα ήταν μάλλον μια τολμηρή κίνηση για τις “καταβολές” της), ή θα προτιμήσει το μικρό κλειστό περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Αριστεράς; Όλα έχουν την σημασία τους…
Η πρόκληση, λοιπόν, για την ίδια είναι εάν μπορεί να συνδυάσει την υποψηφιότητά της με ένα ενωτικό αφήγημα επανίδρυσης και επανεκκίνησης και εάν θα ρίξει το βάρος στη διεύρυνση και μάλιστα πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά από τον πολιτικό της μέντορα, τον Αλέξη Τσίπρα, που την ανέδειξε και την πίστεψε. Εάν το πράξει πειστικά και τεκμηριωμένα, οι λεγόμενοι “προεδρικοί”( που δεν είναι πιά, πέραν του ότι είναι πολυδιασπασμένοι) έχουν λόγο -μάλλον και …καθήκον- να συνταχθούν και έτσι η εκλογή νέας ηγεσίας να γίνει ένα πραγματικό πολιτικό γεγονός που να τραβήξει την προσοχή.
Όμως, τελικά, η λύση με ενωτική νίκη και τολμηρή επανεκκίνηση είναι τόσο κοντά όσο ένας νέος γύρος εσωστρέφειας και αναβλητικότητας που, αυτή τη φορά, λόγω της απουσίας του ενοποιητικού Τσίπρα, μπορεί να οδηγήσει ακόμα και στην διάλυση.