ΣΥΡΙΖΑ: Είναι έτοιμοι (οι διεκδικητές) να… χυθεί αίμα;- Το πραγματικό πολιτικό “επίδικο”
Η Έφη Αχτσιόγλου και ο Αλέξης Χαρίτσης είναι ίσως τα πιο προβεβλημένα στελέχη της περιόδου του Αλέξη Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Κάποιοι λένε πως είναι και τα πιο “εξαγώγιμα”, υπό την έννοια πως διαθέτουν αρκετά ευρεία επιρροή πέραν τον κομματικών συνόρων και χαρακτηρίζονται από τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά και κυβερνητική εμπειρία σε μνημονιακές συνθήκες. Είναι, όμως, και “άκαπνοι” (όπως και η πλειονότητα των στελεχών) σε σκληρές εκλογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Ίσως δεν χρειάστηκε αφού όλοι ανέθεσαν αυτό το δύσκολο έργο στον απερχόμενο πρόεδρο. Αυτό, ωστόσο, δεν κρατά κανέναν σε ασφαλή απόσταση από τα αίτια της εκλογικής συντριβής.
Οι πληροφορίες θέλουν τα δύο αυτά κορυφαία στελέχη (πρώην υπουργοί) να συνασπίζονται προκειμένου μόνο η πρώτη να κατέλθει στην διαδικασία διεκδίκησης της ηγεσίας. Είναι στενοί πολιτικοί φίλοι και μοιράζονται περίπου τις ίδιες θέσεις. Εάν η συνεργασία αυτή επισημοποιηθεί, η Έφη Αχτσιόγλου θα είναι το μεγάλο φαβορί, ιδιαίτερα εάν οι λεγόμενοι “προεδρικοί” –που δεν υφίστανται πια ως τέτοιοι τη απουσία του… προέδρου και δεν διαθέτουν καν συνοχή– δεν κατορθώσουν να συμφωνήσουν σε συγκεκριμένη και ισχυρή υποψηφιότητα. Νίκος Παππάς και Ρένα Δούρου το σκέπτονται και είναι αρκετά πιθανό ένας από τους δύο ή και οι δύο να διεκδικήσουν τελικά την ηγεσία.
Όμως, το “επίδικο” παραμένει η πολιτική πλατφόρμα, ήτοι ποιά κατεύθυνση θα επιλέξει ο ΣΥΡΙΖΑ για τα επόμενα χρόνια. Πώς μεταφράζεται αυτό:
–Θα διεκδικήσει χαμένα και νέα εδάφη προς το κέντρο, θα συνεχίσει, δηλαδή, και θα ολοκληρώσει την πορεία που ξεκίνησε ο Αλέξης Τσίπρας αλλά εγκλωβίστηκε σε καθυστερήσεις, πισωγυρίσματα, ισορροπίες και μικρές υπονομεύσεις;
–Ή θα επιστρέψει σε θέσεις που θυμίζουν τον ΣΥΡΙΖΑ του ριζοσπαστισμού;
Τα παραπάνω συμπυκνώνονται στο εάν η όποια νέα ηγεσία επιλέξει να παραμείνει στην τροχιά της κυβερνώσας (κεντρο)αριστεράς. Δεν χρειάζονται ειδικές γνώσεις για να γίνει αντιληπτό πως εάν στον ΣΥΡΙΖΑ επιθυμούν να είναι κόμμα εξουσίας και κάποτε να επιστρέψουν στην διακυβέρνηση, αυτό δεν μπορεί να συμβεί δια της εκπροσώπησης της “ριζοσπαστικής αριστεράς” (κάτι που επιμόνως παραμένει στην επωνυμία του κόμματος…). Εκτός εάν κάποιοι θεωρούν πως με προσευχή και υπομονή η πλειοψηφία του ελληνικού λαού θα κατανοήσει τις γραφές και θα ασπαστεί τον ριζοσπαστισμό.
Δυστυχώς, κάτι τέτοιο (όπως είχε υπονοήσει κάποτε ένα κορυφαίο στέλεχος) θα ήταν πιθανό να συμβεί μόνο μέσα από μία συγκλονιστική κρίση ανάλογη με την καταστροφή της χρεοκοπίας του 2009 και των μνημονίων που ακολούθησαν. Μάλλον παρήλθαν αυτά και έδωσαν τη θέση τους σε άλλες μεγάλες εστίες κρίσης (μεταναστευτικό, ανισότητες, ασφάλεια) που δυστυχώς σε όλη την Ευρώπη οδηγούν μεγάλα τμήματα των κοινωνιών στην ακροδεξιά και τον δήθεν “αντισυστημισμό”.
Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συμφωνήσει με μεγάλη πλειοψηφία στο ό,τι η πορεία προς την διακυβέρνηση περνάει μέσα από την “κανονικοποίησή” του και μέσα από την μεσαία τάξη και το πολιτικό κέντρο, τότε καμία νέα ηγεσία δεν μπορεί να επικαλείται τον στόχο του κόμματος εξουσίας. Εάν συμβεί αυτό με ειλικρίνεια, αξιοπιστία και “ρήτρες εγγύησης”, τότε μπορεί να υπάρξει μία (σχετικά) ενωτική υποψηφιότητα.
Η δε νέα ηγεσία πρέπει να σχεδιάσει εκ βάθρων αλλαγή των πάντων, να αποκτήσει επαγγελματισμό και συνοχή. Δηλαδή, ενιαία έκφραση, σχέδιο διακυβέρνησης, πολιτική επικοινωνία, σχέσεις με τις κοινωνικές ομάδες που εγκατέλλειψαν τον ΣΥΡΙΖΑ, αξιόπιστη επαφή με την επιχειρηματικότητα, οργάνωση και άλλα πολλά. Και στην πορεία αυτή ίσως χρειαστεί να …χυθεί αίμα: τα φέουδα και οι φεουδάρχες που εκφράζουν μόνο τους εαυτούς τους δεν πρέπει να μπορούν να σηκώνουν μπαϊράκια και να δημιουργούν σύγχυση.
Εάν, δε, η όποια νέα ηγεσία επιχειρήσει να μεταθέσει χρονικά τα διλήμματα ή, ακόμα χειρότερα, να συνεχίσει να πατά σε δύο βάρκες, τα διαλυτικά φαινόμενα θα συνεχιστούν και θα δώσουν χώρο στο ΠΑΣΟΚ ή θα σηματοδοτήσουν την ανάγκη δημιουργίας νέου κόμματος.