Υπόθεση Γεωργίου: Προσφυγή της κυβέρνησης στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο – Οργισμένη αντίδραση Παπανδρέου
Η ελληνική κυβέρνηση κατέθεσε αίτηση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ζητώντας να επανεξεταστεί η απόφασή του από την άνοιξη με την οποία δικαίωνε τον Ανδρέα Γεωργίου, πρώην επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ, για την υπόθεση της παράβασης καθήκοντος όσον αφορά το έλλειμμα του 2009.
Ο Ανδρέας Γεωργίου είχε κατηγορηθεί για παράβαση καθήκοντος για τρεις λόγους:
- Φερόταν να κατέχει θέση στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ενώ ήταν στην ΕΛΣΤΑΤ
- Δεν είχε συγκαλέσει συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της ΕΛΣΤΑΤ για ένα διάστημα δέκα μηνών
- Επειδή δημοσιοποίησε εθνικά δημοσιονομικά στοιχεία χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΛΣΤΑΤ.
Είχε αθωωθεί πρωτοδίκως, αλλά το 2017 καταδικάστηκε κατόπιν έφεσης για την τρίτη από τις κατηγορίες και κρίθηκε αθώος για τις υπόλοιπες. Στη συνέχεια προσέφυγε στον Άρειο Πάγο, αλλά το ανώτατο δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή του. Ακολούθως προσέφυγε στο ΕΔΔΑ, το οποίο τον περασμένο Μάρτιο τον δικαίωσε κρίνοντας ότι «το άνοιγμα εκ νέου της διαδικασίας που διεξήχθη ενώπιον του Αρείου Πάγου θα αποτελούσε ένα αρμόζον μέσο για την αποκατάσταση των παραβιασθέντων δικαιωμάτων του ενάγοντος».
Πλέον, η ελληνική κυβέρνηση, καλεί το ΕΔΔΑ να επανεξετάσει την υπόθεση.
Οργισμένη αντίδραση Γιώργου Παπανδρέου
Με αφορμή την εξέλιξη αυτή, ο πρώην πρωθυπουργός και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής, Γιώργος Παπανδρέου, με δήλωσή του επικρίνει την ελληνική κυβέρνηση, χαρακτηρίζοντας την αίτηση «απαράδεκτη και καταδικαστέα» και κάνει λόγο για «επιχείρηση εξόντωσης» του Ανδρέα Γεωργίου.
Όπως επισημαίνει, «η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε να καταθέσει αίτηση επανεξέτασης της υπόθεσης από την ολομέλεια του ΕΔΔΑ. Αρνείται δηλαδή την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που έκρινε ότι ο Ανδρέας Γεωργίου δεν είχε δίκαιη δίκη και επιμένει στη δική της συνωμοσιολογική θεωρία, προκειμένου να συνεχιστεί η επιχείριση εξόντωσης του».
Και σημειώνει ότι «δεν είναι οι νίκες στις εκλογές που προσδίδουν αξιοσύνη σε ηγέτες, κόμματα και κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις κρίνονται, από το αν οι επιλογές, οι αποφάσεις και οι πράξεις τους χαρακτηρίζονται από τόλμη, εμπεδώνουν κράτος δικαίου και υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον. Από το αν δεν αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, δεν ενισχύουν τη δύναμη των ισχυρών και δεν χρησιμοποιούν τη δημαγωγία και τη συνωμοσιολογία για να καλύψουν τυχόν δικές τους ευθύνες».
Όπως τονίζει, η περίπτωση του Ανδρέα Γεωργίου είναι μια από τις πλέον χαρακτηριστικές περιπτώσεις που αναδεικνύουν τη συντηρητική και λαϊκιστική αντίληψη από την οποία διακατέχεται ιστορικά η Νέα Δημοκρατία και προσθέτει ότι η αίτηση επανεξέτασης της υπόθεσης «στερείται νέων επιχειρημάτων και θεωρείται βέβαιο ότι το ΕΔΔΑ δεν πρόκειται να αλλάξει την απόφασή του».
Μάλιστα κάνει λόγο για υπονόμευση του κράτους δικαίου που, όπως λέει, «έρχεται να επιβεβαιώσει ότι όλες οι ενέργειες που έχουν γίνει από τις ελληνικές κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια, όπως και η συμπεριφορά μιας μερίδας δικαστικών λειτουργών στην υπόθεση αυτή που εκθέτει τη χώρα διεθνώς, έχουν μια και μόνο στόχευση: τη διατήρηση ενός πολιτικού και οικονομικού συστήματος που παράγει συνεχείς κρίσεις, αδικίες και ανισότητες και κρατά σε ομηρία τις υγιείς παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις του τόπου».
«Όλοι γνωρίζουμε ότι αμετανόητοι ηγέτες και πολιτικές δυνάμεις, στο όνομα μικροκομματικών επιδιώξεων, θέλουν να έχουν την ίδια επιλογή και στο μέλλον: να εφεύρουν έναν άλλο αποδιοπομπαίο τράγο, για να φορτώσουν τις δικές τους ευθύνες από το νέο εκτροχιασμό του χρέους, από το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών και από τη μεταβίβαση του πλούτου του ελληνικού λαού στα χέρια λίγων ισχυρών συμφερόντων και κατεστημένων, με σκοπό την επανακατάληψη, ιδιοποίηση και νομή της εξουσίας».