ΣΥΡΙΖΑ-Κεντροαριστερά/ Γ. Κωνσταντινίδης: Η άλυτη σπαζοκεφαλιά- Μετά τον Τσίπρα τι;
Η σημαντική αποδυνάμωση της κεντροαριστερής εκπροσώπησης στη Βουλή γεννά το ένα από τα δύο σημαντικά ερωτήματα της επόμενης ημέρας των χθεσινών εκλογών: ποια θα είναι η τύχη του κάποτε ισχυρότερου στο ελληνικό ακροατήριο χώρου και πώς θα εξελιχθεί η σχέση ισχύος μεταξύ των δύο εκπροσώπων του χώρου, του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ; Παρότι το δεύτερο σημαντικό ερώτημα, το οποίο αφορά την πορεία διόγκωσης της ακροδεξιάς εκπροσώπησης, κερδίζει τις εντυπώσεις, το σχετικό με το μέλλον της κεντροαριστεράς ζήτημα χρήζει της μεγαλύτερης προσοχής μας δεδομένου ότι η ροή της εκλογικής ζήτησης οδηγεί κατά παράδοση τα κομματικά συστήματα σε μια ισορροπία μεταξύ ενός κεντροαριστερού και ενός κεντροδεξιού πόλου.
Του Γιάννη Κωνσταντινίδη, αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Ιδιαιτέρως στην ελληνική περίπτωση, τα ισχυρά αντί-δεξιά ανακλαστικά -σε κάποιον βαθμό ανανεωμένα από την παρουσία στην ηγεσία του κεντροδεξιού σχήματος μέλους της οικογένειας Μητσοτάκη– και η διατηρούμενη στο πολιτικό υποσυνείδητο αξία της ιστορίας καθιστούν σχεδόν βέβαιη την αναζήτηση από το εκλογικό σώμα ενός ισχυρού σχήματος στον κεντροαριστερό χώρο. Η αποτύπωση του ιδεολογικού αυτό-προσδιορισμού των ψηφοφόρων τις παραμονές των φετινών εκλογών μαρτυρά ότι το 36% των Ελλήνων συνεχίζουν να τοποθετούνται στην κεντροαριστερά ή στο κέντρο, την ίδια στιγμή που στην κεντροδεξιά τοποθετούνται το 18% των ψηφοφόρων, ενώ στην αριστερά ή στην δεξιά από 14% αυτών (Rass, 23.06.2023).
Η εκλογική ζήτηση είναι λοιπόν δεδομένη. Υπάρχει όμως η αντίστοιχη προσφορά; Μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΠΑΣΟΚ ή κάποιο άλλο υβριδικό σχήμα να καλύψει τη ζήτηση αυτή; Το άθροισμα των δύο κομμάτων στις χθεσινές εκλογές, ελαφρώς κάτω από το 30% και κατά 10 μονάδες χαμηλότερα από το αντίστοιχο άθροισμα του 2019, αλλά και κατά 19 μονάδες χαμηλότερα από το άθροισμα του 2009, δείχνει ότι η προσφορά δεν καλύπτει τη ζήτηση. Μάλιστα, ακόμα και σε σύγκριση με τις εκλογές του Μαΐου, το άθροισμα των δύο παρουσίασε ελαφρά μείωση, καθώς μεταξύ των δύο αναμετρήσεων οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ (-2.3%) δεν αντί-σταθμίστηκαν από τα κέρδη του ΠΑΣΟΚ (+0.4%). Κάποιος θα ισχυριζόταν ότι η αποτυχία του ΠΑΣΟΚ να καλύψει τη διαφορά από τον αποδυναμωμένο ΣΥΡΙΖΑ αποκαλύπτει ότι δεν είναι κανένα από τα δύο κόμματα σε θέση να κυριαρχήσει στον χώρο.
- Ωστόσο, η υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ προς όφελος του ΠΑΣΟΚ, μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου 2023, φαίνεται να έχει σημαντική γεωγραφική διακύμανση: το ΠΑΣΟΚ αύξησε σημαντικά τα ποσοστά του (>2%) στη Δυτική Μακεδονία, στην Θεσσαλία, σε περιφέρειες της Στερεάς Ελλάδας και στους τρεις από τους τέσσερις νομούς της Κρήτης, ακριβώς στις περιοχές όπου ο ΣΥΡΙΖΑ σημείωσε τις μεγαλύτερες απώλειες (>3%).
Αυτή η γεωγραφικά εστιασμένη ιδιαιτερότητα αποκαλύπτει ότι το ΠΑΣΟΚ εμφανίζει σημαντικές πιθανότητες κατάκτησης της θέσης του κυρίαρχου στην κεντροαριστερά κόμματος στον αγροτικό πληθυσμό, στα πιο παραδοσιακά στρώματα της επαρχίας και στις περιοχές της έντονης ιστορικότητάς του, όπως η Κρήτη ή η Αχαΐα.
Αν επίσης λάβει κάποιος υπόψη του ότι οι περιφέρειες στις οποίες το ΠΑΣΟΚ κατέγραψε σημαντική μείωση των ποσοστών του τον Ιούνιο ήταν εκείνες στις οποίες το κόμμα είχε καταγράψει υψηλά ποσοστά τον Μάιο και είχε αποκτήσει και κοινοβουλευτικές έδρες (Δράμα, Κιλκίς, Εύβοια, Κυκλάδες), και συνεπώς οι απώλειές του ήταν μάλλον το αποτέλεσμα της μειωμένης συμμετοχής των ψηφοφόρων του που είχαν ήδη πετύχει από τον Μάιο τον στόχο της εκπροσώπησης, θα πρέπει να κρατήσουμε το ενδεχόμενο περαιτέρω ενίσχυσης του ΠΑΣΟΚ ανοιχτό. Ο δρόμος για μια τέτοια ανατροπή δεν είναι σε καμία περίπτωση ανοιχτός, καθώς η πολύ μικρότερη από τον μέσο όρο μείωση των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ στην Αττική και στην Θεσσαλονίκη και, από την άλλη, η αδυναμία του ΠΑΣΟΚ να κερδίσει εκείνο τις απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις περιοχές δείχνει ότι το κοινό της κεντροαριστεράς είναι διττό, με το ΠΑΣΟΚ να δυσκολεύεται σημαντικά να διεισδύσει στα πιο δυναμικά στρώματα των μεγάλων πόλεων. Η ύπαρξη δύο διαφορετικών «ακροατηρίων της κεντροαριστεράς» μοιάζει να δυσχεραίνει τις κινήσεις καθενός εκ των δύο κομμάτων, καθώς καθένα από αυτά δείχνει ικανότερο να κερδίσει μόνο το ένα από τα δύο ακροατήρια.
Μήπως τότε η λύση ενός νέου σχήματος που θα περιελάμβανε και τα δύο υπάρχοντα κόμματα θα ήταν η καλύτερη για τον χώρο;
Μια τέτοια προοπτική σκοντάφτει αφενός στο γεγονός ότι μεγάλος αριθμός πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ έχουν μετακινηθεί στον ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που δημιουργεί υψηλά εμπόδια προσωπικού χαρακτήρα μάλιστα στο στάδιο των απαιτούμενων ζυμώσεων μεταξύ των δύο κομμάτων, αφετέρου στην έντονα αρνητική τοποθέτηση της πλειονότητας των ψηφοφόρων ΠΑΣΟΚ για τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι σχεδόν το 40% αυτών των εκλογέων δήλωσαν ικανοποίηση -ούτε δυσαρέσκεια, ούτε προβληματισμό, ούτε καν αδιαφορία- για τη μεγάλη ήττα του ΣΥΡΙΖΑ τον Μάιο (Rass, 23.06.2023).
Υπό αυτές τις συνθήκες, ακόμα και ανακοίνωση της πρόθεσης διερεύνησης των συνθηκών μιας πιθανής συνεργασίας των δύο κομμάτων θα προκαλούσε αντιδράσεις, κυρίως στην πλευρά του ΠΑΣΟΚ. Αξίζει να σημειωθεί, ως προς το τελευταίο, ότι η στάση των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ του Μαΐου 2023 έναντι του ΠΑΣΟΚ είναι λιγότερο αρνητική, καθώς για παράδειγμα, το 38% επιλέγουν το ΠΑΣΟΚ ως το κόμμα που θα ήθελαν στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ενώ την ίδια ώρα μόνο το 43% αυτών επιλέγουν τον ΣΥΡΙΖΑ. Σε κάθε περίπτωση, το παρελθόν μιας έντονης πολεμικής αντιπαράθεσης μεταξύ των δύο κομμάτων φαίνεται να έχει αφήσει σημαντικά τραύματα και στις δύο πλευρές ψηφοφόρων.
Το παιχνίδι της κυριαρχίας στην ελληνική κεντροαριστερά μοιάζει από εκείνες τις σπαζοκεφαλίες που προκαλούν για τη λύση του. Διαισθάνεσαι ότι δεν μπορεί παρά να υπάρχει λύση και ότι μάλιστα είσαι κάπου κοντά στον εντοπισμό της. Και όμως, όσο και αν σε προκαλεί, παραμένει άλυτη.