Και τώρα τι;- Η επόμενη μέρα στο “γαλατικό χωριό”
Βασική διαπίστωση: ο Αλέξης Τσίπρας είναι ό,τι καλύτερο διαθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ, μακράν οιουδήποτε άλλου ή άλλης που θα μπορούσε να σκεφτεί να διεκδικήσει την ηγεσία. Ακόμα και βαριά ηττημένος, ακόμα κι όταν τον έχει αποδοκιμάσει ένας στους τρεις πολίτες που τον ψήφισαν τον Ιούλιο του 2019, και παρά την σοβαρότατη διαρραγή της σχέσης εμπιστοσύνης με τους ψηφοφόρους, ο Αλέξης Τσίπρας είναι το μοναδικό πρόσωπο που μπορεί να εγγυηθεί στοιχειωδώς την ενότητα του χώρου και, εάν χρειαστεί, να απορροφήσει τους περισσότερους κραδασμούς από τυχόν νέα διάσπασή του.
Στο ερώτημα που διατυπώνουν πολλοί (εκτός ΣΥΡΙΖΑ) εάν είναι φυσιολογικό να μην αλλάζει η ηγεσία ενός κόμματος που έχει υποστεί τρεις απανωτές ήττες σε εθνικές εκλογές (2019, Μάϊος 2023, Ιούνιος 2023), οι δύο εκ των οποίων συνδυάζονται με συντριβή και απαξίωση, η απάντηση είναι και εύκολη και δύσκολη. Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν Ν.Δ ή ΠΑΣΟΚ, εύλογα θα μπορούσε να πει κανείς πως θα έπρεπε να φύγει …χθες. Η Κουμουνδούρου είναι, ωστόσο, ένα ιδιότυπο πολιτικό “γαλατικό χωριό” με συχνά αντισυμβατικούς κανόνες, αρκετά αρνητικά και αρκετά θετικά.
Ως εκ τούτου θα είναι ασύνηθες και για πολλούς μη φυσιολογικό ο αρχηγός που συνετρίβη –αυτή την φορά και με μεγάλη προσωπική ευθύνη– να είναι αυτός που μπορεί να εγγυηθεί την συνέχεια και μια κάποια συνοχή. Όλα τα προηγούμενα χρόνια, ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος παρήγαγε συνιστώσες, τάσεις, πολιτικές περσόνες με “άτακτες” συμπεριφορές και άλλα πολλά, δεν στάθηκε, όμως, δυνατό να αναδείξει ένα ή περισσότερα πρόσωπα που να δρουν πολλαπλασιαστικά. Για παράδειγμα: είναι έξοχος, συμπαθής, ευρυμαθής ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, δεν μπορεί, ωστόσο, να είναι αρχηγός. Είναι αλματωδώς βελτιούμενη και ευρύτερα αποδεκτή η Έφη Αχτσιόγλου, όλοι καταλαβαίνουν, όμως, πως δεν είναι ακόμα έτοιμη.
Σε αυτή την υπερδεκαετή “αστρική” πορεία του, ο Αλέξης Τσίπρας δεν κατόρθωσε, ή δεν μπόρεσε, να συγκροτήσει ένα πολιτικό υποκείμενο με ρίζες (τοπική αυτοδιοίκηση, κοινωνικοί φορείς, πανεπιστήμια, επιμελητήρια κ.ά).
Στο “γαλατικό χωριό” αποθεώθηκαν οι αποκλίνουσες συμπεριφορές ως στοιχείο πλουραλισμού και δημοκρατικότητας, ενώ ο ναρκισσισμός της αυθεντικής εκπροσώπησης της κοινωνίας (και δη των χαμηλότερων οικονομικά στρωμάτων) μεγάλωσε την απόσταση μεταξύ εκείνου που στον ΣΥΡΙΖΑ θεωρούσαν ότι “θέλουν” οι πολίτες από εκείνο που πραγματικά ήθελαν μετά από μια μακρά οικονομική κρίση και μια πανδημία. Ο πραγματισμός, η ηρεμία και η κανονικότητα, φερ΄ ειπείν, εκτιμήθηκαν ως κατασκεύασμα των δημοσκόπων και των μίντια και απαξιώθηκαν ως νεοσυντηρητισμός.
Το μοιραίο για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν, όπως εκτιμούν αρκετοί, ότι δεν έκανε αρκετά σκληρή αντιπολίτευση. Ήταν ότι δεν εξέπεμπε σταθερότητα, δεν είχε ή δεν μπορούσε να επικοινωνήσει ένα ολοκληρωμένο εναλλακτικό σχέδιο, ήταν διαρκώς απρόβλεπτος και σε μεγάλο βαθμό ακατανόητος και με στάσεις που ενίοτε συγκρούονταν μεταξύ τους σε απόσταση ημερών. Οι κουρασμένες κοινωνίες που αποζητούν ηρεμία και ασφάλεια δεν θέλγονται από την περιπέτεια, την αμφισημία και εν τέλει την σύγχυση.
Το αφήγημα που κυριάρχησε στον ΣΥΡΙΖΑ είναι πως οι ελίτ και τα μίντια στήριζαν λυσαλλέα τον Κυριάκο Μητσοτάκη στη βάση των συμφερόντων τους. Αποδείχθηκε, όμως, πως ακόμα και τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα, οι λαϊκές γειτονιές και οι νέοι θεώρησαν πως η Ν.Δ είναι πιο κοντά στα συμφέροντά τους απ΄ ότι ένα αριστερό κόμμα. Αυτό είναι κάτι που κέρδισε η Ν.Δ επειδή, προηγουμένως, το είχε χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Και, ακόμα χειρότερα, δεν το είχε καταλάβει καθώς αποδεικνύεται πια πως σε πολλές περιπτώσεις δεν κατανοούσε τι ακριβώς συμβαίνει στα μεγάλα κοινωνικά βάθη.
Και τώρα;
Η απάντηση στο ερώτημα εξαρτάται, αναμφίβολα, από το αποτέλεσμα της νέας κάλπης. Το 18-19% με το 20,5-22% είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι που ίσως επιβάλλουν διαφορετικές συμπεριφορές και διαχείριση. Υπάρχει, ωστόσο, κάτι που αυτή την ώρα φαίνεται αξεπέραστο: ο Αλέξης Τσίπρας.
Ο ίδιος δηλώνει ότι θα είναι παρών την επόμενη μέρα, ωστόσο δεν διευκρινίζει ακόμα πώς θα είναι παρών. Ως αρχηγός που θα χαράξει νέα πορεία, ή ως εγγυητής της διαδικασίας με συνοχή που θα οδηγήσει σε νέα ηγεσία; Θα το δούμε.
Είναι, όμως, μάλλον βέβαιο πως, χωρίς αρχηγό τον Αλέξη Τσίπρα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περισσότερες πιθανότητες να διολισθήσει σε ακόμα μικρότερα ποσοστά και να χάσει την δεύτερη θέση από το ΠΑΣΟΚ από το να ανακάμψει. Εύλογα μπορεί να υποστηρίξει κανείς (όσο κι αν φαίνεται αφύσικο για τους κανόνες του πολιτικού συστήματος) πως ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να μείνει, το κρίσιμο ερώτημα είναι εάν έχει αντιληφθεί τι ακριβώς έχει συμβεί και τι πρέπει να γίνει.
Ο χρόνος, όμως, πιέζει. Ένας “σκόρπιος” ΣΥΡΙΖΑ είναι πρακτικά ανέφικτο να συγκαλέσει συνέδριο καλοκαιριάτικα και ακόμα περισσότερο να δρομολογήσει άμεσα απευθείας (από τη βάση) εκλογή ηγεσίας. Από τα 170.000 νέα μέλη (που προσήλθαν λόγω …Τσίπρα) θα ήταν θρίαμβος εάν πήγαιναν να ψηφίσουν το 1/3 και κάτι τέτοιο θα ενέτεινε την εσωστρέφεια.
Μια λύση θα μπορούσε να είναι μία “συμφωνία κυρίων και κυριών” για ταχύτατες κινήσεις ανασύνταξης με χαρακτηριστικά επανίδρυσης και πρώτο ορίζοντα τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Παρότι οι αναλογίες δεν είναι ίδιες, καλό θα ήταν να θυμηθούν κάποιοι στην Κουμουνδούρου το παράδειγμα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1986) με την επιστράτευση των Έβερτ, Ανδριανόπουλο και Κούβελα και τη νίκη στους τρεις μεγάλους δήμους παρά το γεγονός ότι έλαμπε ακόμα το άστρο του Ανδρέα Παπανδρέου.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, θα μπορούσε να επιβραδύνει την πτώση του, ή και να σηματοδοτήσει την ανάκαμψή του, εάν κατόρθωνε να κατεβάσει αμέσως σκληρά πολιτικές υποψηφιότητες σε μεγάλους δήμους και περιφέρειες, με στόχο είτε να κερδίσει -όπου αυτό είναι εφικτό-, είτε, κυρίως, να καταγράψει ποσοστά δεύτερου γύρου πολύ υψηλότερα από το εθνικό εκλογικό του ποσοστό. Όπου κάτι τέτοιο δεν είναι εφικτό πρέπει να στηρίξει χωρις δεύτερη σκέψη φιλόδοξες ανεξάρτητες υποψηφιότητες, ή υποψηφίους του ΠΑΣΟΚ.
Για να συμβεί κάτι τέτοιο πρέπει τα πιο δυνατά, προβεβλημένα και με απήχηση στελέχη της νέας (εκλογικής) ηγετικής ομάδας που συγκρότησε με μεγάλη καθυστέρηση ο Αλέξης Τσίπρας να καταθέσουν το πολιτικό τους κεφάλαιο σε αυτή την μάχη. Για παράδειγμα, μια υποψηφιότητα της Έφης Αχτσιόγλου στην Αθήνα, ίσως θα μπορούσε να κάνει πράγματι την διαφορά. Στην Θεσσαλονίκη -λόγω ιδιαίτερων συνθηκών- τα πράγματα είναι ίσως δυσκολότερα. Είναι προφανές πως υπό το φως της εκλογικής συντριβής θα ήταν πολιτικά αυτοκτονικό να φτάσει ο ΣΥΡΙΖΑ στις αυτοδιοικητικές εκλογές με υποψηφιότητες όπως αυτή του συμπαθούς καλαθοσφαιριστή Νίκου Παππά απέναντι στον Κώστα Μπακογιάννη…
Η λύση φαίνεται περισσότερη “τεχνική” και λιγότερο πολιτική ή ιδεολογική. Θα έδινε, όμως, χρόνο για την τελική διευθέτηση με δεύτερο ορίζοντα τις ευρωεκλογές.