Ευδοκία Τσαγκλή: Κατέθεσε μήνυση μετά την βίαιη και αναίτια απομάκρυνση της από ομιλία Μητσοτάκη
Μήνυση με την οποία καταγγέλλει παράνομη βία, καταθέτει η Ευδοκία Τσαγκλή, η κοπέλα που επέζησε από το σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών και στην πρόσφατη συγκέντρωση της Νέας Δημοκρατίας, μέλη της φρουράς του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκου Μητσοτάκη «την έβγαλαν σηκωτή», όπως κατήγγειλε. Με ανάρτησή της στο Instagram, αναφέρει ότι καταθέτει μήνυση για τη βίαιη απώθηση της από τη συγκέντρωση του Κυριάκου Μητσοτάκη στη Θεσσαλονίκη, λέγοντας ότι τον θεωρεί «ηθικό αυτουργό» για το αδίκημα της παράνομης βίας σε βάρος της.
Η Ευδοκία Τσαγκλή απωθήθηκε με τη βία από τη συγκέντρωση της 21ης Ιουνίου. Σε συνέντευξης της για το περιστατικό, είχε δηλώσει μεταξύ άλλων:
«Όταν έμαθα ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλάει μπροστά από το άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, εκδήλωση για την οποία εγώ δεν γνώριζα καν μέχρι εκείνη τη στιγμή, μου βγήκε πηγαία η ανάγκη να πάω να σταθώ μπροστά σε αυτόν τον άνθρωπο, δεν είχα κάτι στο μυαλό μου να κάνω, ήταν πραγματικά κάτι που η ψυχή μου το ήθελε. Πήρα, αρχικά, κάποιους φίλους μου τηλέφωνο, μήπως ήθελε να έρθει κάποιος μαζί μου. Από τη μία δεν νιώθω μόνη μου γιατί κουβαλάω 57 ψυχές στην πλάτη μου, από την άλλη ήθελα μια παρεούλα, να έχω κάποιον δίπλα μου. Δεν τα κατάφερε να έρθει κανείς, αλλά δεν πτοήθηκα, εξάλλου εμένα ο σκοπός μου ήταν να πάω εγώ. Και μπαίνω μέσα, προχωράω και φτάνω μπροστά και μάλιστα κάθομαι μπροστά στην ασφάλεια και μπροστά από το σημείο που μιλάει ο πρώην πρωθυπουργός».
Συνεχίζοντας για το περιστατικό, είπε πως «ένας άνθρωπος, αν ήθελε να βιαιοπραγήσει ή να κάνει κάτι κακό, δεν θα πήγαινε να κάτσει μπροστά ακριβώς στην ασφάλεια. Εκεί, λοιπόν, σε κάποια φάση το στόμα μου το άνοιξα, αλλά ειρηνικά. Όταν μιλούσε για τους Μακεδόνες, για τις υποδομές στη Θεσσαλονίκη κλπ, φώναξα «ναι, όπως τα τραίνα». Δεν περνάει ούτε δευτερόλεπτο και με αρπάζει ένας από τη μία μεριά και ένας από την άλλη μεριά. Δεν μου δόθηκε καμιά ευκαιρία, δηλαδή δεν μου είπαν κάτι, για παράδειγμα «θα σας παρακαλούσα να αποχωρήσετε» ή «αν θέλετε να μείνετε μην φωνάξετε, μην μιλήσετε», δεν είχα καμία απολύτως προειδοποίηση. Απλώς με σήκωσαν. Εγώ ούρλιαζα σε όλη τη διαδρομή και ήμουν στον αέρα αρκετά μέτρα όπως με μετέφεραν. Μίλαγα πολύ δυνατά, μας είδε πάρα πολύς κόσμος. Ο κόσμος ήταν πολύ σαστισμένος. Πάνω στον πανικό μου κοιτούσα τριγύρω, μήπως με βοηθήσει κάποιος. Αλλά δεν με βοήθησαν και, προφανώς, όλοι έγιναν συνένοχοι. Με έβγαλαν έξω από κάτι κάγκελα, με άφησαν όπως-όπως και εγώ ήμουν σε πολύ ταραγμένη κατάσταση».