Τι συμβαίνει στην Θράκη- Δύο άρθρα ουσίας, πέρα από την πολιτική κόντρα για την Ροδόπη
Το Libre αναδημοσιεύει από το KREPORT δύο άρθρα του Κ. Τσιτσελίκη, ο οποίος είναι καθηγητής διεθνούς δικαίου δικαιωμάτων του ανθρώπου. Κοσμήτορας της Σχολής Οικονομικών και Περιφερειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Περιγράφουν μία εικόνα σχετικά με την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης, εξ αφορμής της πολιτικής σύγκρουσης που έχει ξεσπάσει μεταξύ Ν.Δ και ΣΥΡΙΖΑ για την δράση (;) του τουρκικού προξενείου υπέρ της πριμοδότησης του υποψήφιου βουλευτή του δεύτερου κόμματος, όπως ευθέως κατήγγειλε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Πέραν της συμφωνίας ή διαφωνίας, τα άρθρα έχουν μεγάλο ενδιαφέρον και εγείρουν ζητήματα που δεν πρέπει να αγνοηθούν. Αποτελούν συνεισφορά στην ουσία της συζήτησης…
1) Τί ζητούν οι Τούρκοι στη Θράκη; Μια αναμόχλευση όσων κρύβουμε κάτω από το χαλάκι
Η ανάμιξη του τουρκικού προξενείου της Κομοτηνής στα εσωτερικά πράγματα της μειονότητας για μια ακόμα φορά αποτελεί πεδίο αντιπαραθέσεων όχι όμως μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ ενόψει των εθνικών εκλογών της 25ης Ιουνίου. Η εκλογική επιρροή, ειδικά των δύο βουλευτών/υποψήφιων του ΣΥΡΙΖΑ σε Ξάνθη και Ροδόπη, αποδίδεται στην υποστήριξη του τουρκικού προξενείου σε όλη τη διπλή προεκλογική περίοδο.
Δεν είναι καινοφανής η συζήτηση αυτή. Η τάση μειονοτικοί να ψηφίζουν αποκλειστικά μειονοτικούς υποψήφιους βουλευτές ή μέλη οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης καθορίζει το εκλογικό αποτέλεσμα στη Θράκη από το 1920.
Ωστόσο, ο ρόλος της Τουρκίας, ως «μητέρα πατρίδα» της μειονότητας, στον βαθμό που αναλαμβάνει να κατευθύνει την ψήφο των μειονοτικών, δεν είναι πάντα επιτυχής. Ούτε οι υποψήφιοι που ενδεχομένως απολαμβάνουν μια προνομιακή μεταχείριση από το προξενείο αυτόματα εξασφαλίζουν την εκλογή τους.
Μια αναλυτική εξέταση της στάσης του προξενείου ανά υποψήφιο και του εκλογικού αποτελέσματος, δείχνει ότι τα πράγματα είναι περίπλοκα, και χωρίς ευθείες αντιστοιχήσεις αιτίας-αποτελέσματος.
Εξάλλου, οι τοπικές ενδοκομματικές ή διακομματικές σχέσεις παίζουν σημαντικό ρόλο, αλλά και άλλα ζητήματα κοινωνικά και οικονομικά. Αλλά και το πολιτικό πρόσημο έχει κάποια σημασία, καθώς οι αριστεροί υποψήφιοι δεν ήταν συνήθως οι ευνοούμενοι του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών. Οι μειονοτικοί υποψήφιοι της Νέας Δημοκρατίας, εκτός από το 2004, δεν εκλέγονται βουλευτές.
Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ εκλέγουν από δύο βουλευτές, τώρα. Πάντως στις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές η πλειοψηφία των μειονοτικών υποψήφιων πολύ πιθανόν (σύμφωνα με τα προηγούμενα αποτελέσματα) θα εκλεγεί με τη Νέα Δημοκρατία, και ίσως και με την επιρροή του τουρκικού προξενείου.
Ασφαλώς, το προξενείο δεν θα σταματήσει να έχει άποψη, αλλά φαίνεται ότι δεν ασκεί τέτοια πολιτική επιρροή με τον τρόπο που παρουσιάζεται στα ελληνικά ΜΜΕ. Οι ψηφοφόροι μπορούν όμως να κινητοποιούνται γύρω από την μειονοτική-τουρκική ψήφο, όπως φάνηκε με τη σαρωτική νίκη (τοπικά) του κόμματος Φιλία-Ισότητα-Ειρήνη (Dostluk-Eşitlik-Bariş) ήδη από τις ευρωεκλογές του 2014.
Η συζήτηση που εντείνεται προεκλογικά είναι εν πολλοίς παραπλανητική διότι παρακάμπτει μια σειρά ζητημάτων που παραμένουν ως εκκρεμότητα επί δεκαετίες, έχουν καταστεί ταμπού στην ελληνική κοινή γνώμη και εμπεριέχουν στρεβλές αξιωματικές παραδοχές: Μα καλά, υπάρχουν Τούρκοι στη Θράκη; Τι δουλειά έχει το τουρκικό προξενείο; Η Θράκη απειλείται. Η Ελλάδα τηρεί το διεθνές δίκαιο. Η εθνική ασφάλεια επιβάλει ειδικές πολιτικές και μέτρα που θα διασφαλίσουν την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας και θα αποκρούσουν την τουρκική επιρροή. κ.λπ
Τα ερωτήματα και οι σχετικές προκαθορισμένες απαντήσεις οικοδομήθηκαν στη βάση μιας αυτοαναφορικής εθνικής ορθότητας, έθρεψαν πλήθος ΜΜΕ, πολιτικούς και «ειδικούς» αναλυτές. Ας μη ξεχνάμε ότι η κρίση στη Θράκη γύρω από το παραπλανητικό ζήτημα της ταυτότητας της μειονότητας (είναι τουρκική ή μουσουλμανική;) κορυφώθηκε με τη βίαιη επίθεση Ελλήνων εθνικιστών κατά μειονοτικών στα τέλη του Ιανουαρίου 1990 στην Κομοτηνή. Την άρση των διακρίσεων που ασκούνταν σε βάρος των μειονοτικών και την εγκαθίδρυση της αρχής της ισονομίας και ισοπολιτείας ανακήρυξε ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, το 1991.
2) Μειονοτική ψήφος: Αντανάκλαση της πραγματικότητας;
Φαίνεται ότι η μειονοτική ψήφος αποτελεί θεμιτό εκλογικό στόχο αλλά με ειδικές ανομολόγητες απαιτήσεις: O μειονοτικός της Θράκης είναι στιγματισμένος, είναι δακτυλοδεικτούμενος, είναι μουσουλμάνος απ’ έξω αλλά Τούρκος από μέσα, ενίοτε είναι Πομάκος ή Ρομά, άσχετα αν το επιθυμεί ή όχι.
Έτσι, διατηρείται γόνιμο έδαφος για κάθε είδους προσεταιρισμούς: εθνικού χαρακτήρα (βλ. τουρκική εξωτερική πολιτική και εθνικιστές), κομματικού (βλ. πολιτικές μαστίγιου και καρότου), θρησκευτικού (βλ. επιρροή των κορανικών σχολείων) ή απλώς πελατειακού χαρακτήρα (βλ. προνόμια, αποκλεισμοί και «φακελάκια» που μοιράζει το τουρκικό προξενείο, αλλά και το Γραφείο Πολιτικών Υποθέσεων της Ξάνθης, το οποίο παλαιότερα η Ντόρα Μπακογιάννη ορθώς είχε ζητήσει να κλείσει).
Η χωρίς προηγούμενο μη συμμόρφωση των ελληνικών δικαστηρίων με τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναφορικά με τους μειονοτικούς συλλόγους, όχι μόνο διασύρει την Ελλάδα ως αναξιόπιστο κράτος για την τήρηση του διεθνούς δικαίου, αλλά καθιστά το τουρκικό προξενείο θεμιτό προστάτη της μειονότητας.
Η ποινική δίωξη των εκλεγμένων μουφτήδων (εν πολλοίς εκλεκτών του τουρκικού προξενείου) κατά τη δεκαετία του 1990, η μη εκλογή διαχειριστικών συμβουλίων των κοινοτικών περιουσιών (βακούφια) από το 1964 μέχρι σήμερα (!), μεταξύ άλλων, αποτελούν μαύρες τρύπες των μειονοτικών πολιτικών των ελληνικών κυβερνήσεων, που τροφοδοτούν τις εκλογικές τάσεις και στάσεις των μειονοτικών ψηφοφόρων.
Αλλά και η υποχρηματοδότηση αναπτυξιακών προγραμμάτων στη Θράκη, με έμφαση στις μειονοτικές περιοχές, η μη ανανέωση του προγράμματος αναβάθμισης των μειονοτικών σχολείων (βλ. «πρόγραμμα για την εκπαίδευση των παιδιών της μειονότητας») αποτελούν θέματα που συνεχώς υπενθυμίζουν στους μειονοτικούς ότι η αρχή της ισότητας για αυτούς έχει διαφορετικό περιεχόμενο.
Η συνέπεια της Ελλάδας
Το άλλο μεγάλο ζήτημα αφορά τη συνέπεια της ελληνικής πολιτικής. Όταν η Ελλάδα αναλαμβάνει τον ρόλο της μητέρας-πατρίδας στο εξωτερικό, τότε μεταμορφώνεται: Ο λόγος και οι πρακτικές ορισμένων ελληνικών κυβερνήσεων ως προς την ελληνική μειονότητα στην Αλβανία, μάλλον ξεπερνούν τα όρια του θεμιτού ενδιαφέροντος.
Ένας εξωτερικός παρατηρητής θα έβλεπε συχνά αθέμιτη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Αλβανίας. Αν συγκρίνει κανείς τα όσα, δίκαια ή άδικα καταμαρτυρεί η ελληνική πλευρά στην Τουρκία σχετικά με τη στήριξη μειονοτικών υποψηφίων στις εθνικές εκλογές, από τη μια πλευρά, και την ελληνική παρέμβαση σχετικά με την ποινική διαδικασία που ασκήθηκε, πιθανόν καταχρηστικά, κατά ενός από τους δύο μειονοτικούς υποψήφιους στις πρόσφατες τοπικές εκλογές στη Χιμάρα (Μάιος 2023), από την άλλη, ασφαλώς θα διαπιστώσει ακραία αναντιστοιχία.
Η απροβλημάτιστη στήριξη ενός από τους δύο υποψήφιους (και μάλιστα με σκοτεινό πολιτικό και ποινικό παρελθόν) από τον ίδιο τον Έλληνα πρωθυπουργό, φαντάζει τουλάχιστον ανακόλουθη σχετικά με την ρητορική που ασκείται στη Θράκη για παρεμβατικότητα από το τουρκικό προξενείο. Εξάλλου, δεν είναι λίγα τα παράδειγμα ανάμειξης στα εσωτερικά πράγματα της Αλβανίας από την Ελλάδα και της Τουρκίας στην Ελλάδα, ειδικά σε προεκλογικές περιόδους. Ασφαλώς, θα είχε ενδιαφέρον μια συγκριτική αποτίμηση τέτοιων πρακτικών στα Βαλκάνια!
Δύο αδυναμίες
Καταλήγοντας: Η στρεβλή συζήτηση στην όποια ανάμειξη του τουρκικού προξενείου στα εκλογικά πράγματα της Θράκης αποτελεί ένδειξη μιας διπλής αδυναμίας.
Πρώτη, η αδυναμία της μειονότητας να αποτελέσει ένα «φυσιολογικό» κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, με τα επί μέρους και επάλληλα χαρακτηριστικά της, εθνικά, γλωσσικά, θρησκευτικά. Με διεκδικήσεις για τα δικαιώματα των μελών της, μειονοτικά και γενικά, για την κοινωνική πρόοδο, χωρίς ηγεμονικές εξαρτήσεις από τη μητέρα-πατρίδα. Με πολυφωνική πολιτική έκφραση μέσα στον πολιτικό στίβο των κομμάτων που εκπροσωπούν ιδεολογικές τάσεις στον πολιτικό άξονα «Δεξιά-Αριστερά», και όχι στη βάση της εθνικής ταυτότητας.
Δεύτερη αδυναμία είναι αυτή της ελληνικής πλειονότητας και κυρίως του ελληνικού κράτους που αρνείται να αποδεχτεί ότι η ιδιότητα του Έλληνα πολίτη μπορεί να συμπεριλάβει και άλλες εθνικές ή εθνοτικές ταυτότητες. Που αρνείται το καταστατικό πρόταγμα ότι η ουσιαστική ισότητα δεν συγχωρεί «εξαιρετικά μέτρα» και ότι το εθνικό συμφέρον δεν σημαίνει άσκηση πίεσης στη μειονότητα αλλά αντίθετα τη διασφάλιση της ισονομίας και τον ενεργητικό σεβασμό της διαφορετικότητας, αφού έτσι θα υπηρετεί το συμφέρον του ελληνικού λαού στο απόλυτο σύνολό του.