Πολιτικό σύστημα του κυρίαρχου κόμματος- Μπορεί να απαντήσει ο Τσίπρας;
Η απάντηση στο ερώτημα του τίτλου είναι πολύ πιθανό να απαντηθεί στις κάλπες της ενισχυμένης αναλογικής της 25ης Ιουνίου. Η συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση δεν βυθίζει σε υπαρξιακή κρίση το κόμμα που έλαμψε στο πολιτικό μας στερέωμα για πάνω από μία δεκαετία αλλά δημιούργησε προϋποθέσει για μία ήττα του ευρύτερου προοδευτικού χώρου.
Εφόσον, η Ν.Δ συγκεντρώσει υψηλό ποσοστό άνετης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας (κοντά ή και μεγαλύτερο από το 40,7% της πρώτης κάλπης) και το δεύτερο και τρίτο κόμμα κινηθούν στην περιοχή των ποσοστών που έλαβαν στις 21 Μαϊου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα αποκτήσει πολιτική ηγεμονία και η Ν.Δ θα γίνει κυρίαρχο κόμμα χωρίς συμπαγή αξιωματική αντιπολίτευση. Η κριτική και ο έλεγχος που θα ασκούνται από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ δεν θα έχουν εκ των πραγμάτων τα χαρακτηριστικά της εναλλακτικής λύσης -σε ορατό χρόνο- και ενίοτε θα υπονομεύονται από τον ανταγωνισμό τους στον χώρο της κεντροαριστεράς.
Ο διπολισμός των τελευταίων δεκαετιών -στις διάφορες εκδοχές του- θα τεθεί σε περίοδο πολιτικής αγρανάπαυσης κατά την οποία τα κέντρα αποφάσεων στο εξωτερικό και τα “συστήματα επιρροής” στο εσωτερικό θα έχουν μόνο έναν συνομιλητή.
Ακόμα κι αν αυτό αποτελεί με όρους λειτουργίας του πολιτεύματος και των θεσμών πολιτική ανισορροπία αυτή θα είναι η ετυμηγορία του λαού και στη βάση αυτή θα πορευτούμε. Οι κλυδωνισμοί θα προέλθουν μόνο από πολύ σημαντικά γεγονότα (οικονομία, εθνικά θέματα, κρίσεις), ή από συμπεριφορές αλλαζονείας που ίσως επικρατήσουν, ωστόσο ακόμα κι έτσι η φθορά του πρώτου-κυρίαρχου κόμματος πολύ δύσκολα θα είναι ραγδαία και ακόμα δυσκολότερα θα αξιοποιηθεί από το δεύτερο και το τρίτο κόμμα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη εισέλθει στην φάση της κρίσης. Εάν θα γίνει βαθύτερη ή επικρατήσει το ένστικτο αυτοσυντήρησης με συσπείρωση του δυνητικού εκλογικού του ακροατηρίου μένει να το διαπιστώσουμε. Η διαφορά έγκειται στο εάν οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν με το μαχαίρι στο λαιμό ή με μία μικρή άνεση χρόνου- το πολύ μερικών μηνών.
Και, βεβαίως, θα προκύψουν και πρέπει να απαντηθούν συγκεκριμένα ζητήματα:
-Ο Αλέξης Τσίπρας κατέστησε σαφές πως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι και θα παραμείνει κόμμα εξουσίας και δεν θα περιπέσει στην κατάσταση του κόμματος διαμαρτυρίας που ήταν πριν περίπου μία δεκαετία. Εδώ πρέπει να σημειώσει κανείς πως ενώ ο αναμφισβήτητα χαρισματικός αυτός ηγέτης μετέτρεψε το κόμμα του από πυρήνα διαμαρτυρίας, πολιτικού ακτιβισμού και άθροισμα τάσεων σε κόμμα εξουσίας και διακυβέρνησης, δεν κατόρθωσε να κάνει το επόμενο βήμα ώστε να το μεταβάλλει σε κόμμα-παράταξη. Δέκα χρόνια μετά την εκρηκτική του άνοδο παραμένει κόμμα χωρίς γείωση με την κοινωνική βάση, χωρίς επιρροή στην τοπική αυτοδιοίκηση και τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς φορείς. Ούτε καν επαρκή κομματικό μηχανισμό και οργάνωση που να μπορούν να υποστηρίξουν μια επαγγελματική προεκλογική καμπάνια αποδείχθηκε ότι είχε. Εάν αυτό δεν κατέστη εφικτό όταν η εκλογική του απήχηση ήταν στο 35% ή και στο 31,5% (2019) δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πώς μπορεί να συμβεί το επόμενο διάστημα.
-Το δεύτερο ζήτημα που θα ανακύψει, είτε το ποσοστό του στις 25 Ιουνίου μειωθεί έστω και λίγο, είτε αυξηθεί κάπως, είναι εάν έχει επέλθει ή όχι το “τέλος εποχής” για τον ηγέτη του. Ο ανθρώπινος συναισθηματικός παράγοντας δεν μπορεί να προβλεφθεί και ούτε υπάρχει κάποιος που να τον πείσει να λάβει αποφάσεις που δεν θέλει. Όμως είναι σαφές πως ακόμα και αυτό το συρρικνωμένο 20% είναι σε πολύ μεγάλο βαθμό ποσοστό που προέρχεται από εκείνους που πίστεψαν τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα. Μία τεκτονική απογοήτευση από πιθανή παραίτησή του είναι σφόδρα πιθανό να προκαλέσει νέα συρρίκνωση και ως εκ τούτου η προσπάθεια της νέας ηγεσίας για ανάταξη να καταστεί πολύ πιο δύσκολη και να πάρει πολύ χρόνο. Την ίδια ώρα, μάλιστα, που το ΠΑΣΟΚ θα αξιοποιεί το momentum και ίσως κατορθώσει -αν όχι τώρα σε κάποιο βάθος χρόνου- να ξεπεράσει τον ΣΥΡΙΖΑ.
Οι αποφάσεις που θα λάβει ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να είναι χειρουργικές. Είναι βέβαιο πως εάν το θελήσει και κυρίως εφόσον αναιρέσει όλα τα δικά του λάθη και όλες τις αντιφάσεις που συγκεντρώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να σηματοδοτήσει μία επανίδρυση και να την εγγυηθεί προσωπικά. Αυτό, φυσικά, απαιτεί την παραμονή του στην ηγεσία (πιθανώς με ένα νέο μοντέλο πολιτικού υποκειμένου) και την πλαισίωσή του με εκείνο το πολιτικό προσωπικό που θα συνιστά έναν τύπο αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Εάν κρίνει κανείς από το μείγμα των προσώπων που -με πολύ μεγάλη καθυστέρηση- επέλεξε στην εκλογική επιτροπή (Χουλιαράκης, Λινού, Φαραντούρης, Βουτυράκου, Ζαχαριάδης, αλλά και Αχτσιόγλου, Χαρίτσης κ.ά) φαίνεται πως αυτή είναι η κατεύθυνση προς την οποία θέλει να κινηθεί. Δεν το έπραξε εγκαίρως, είναι αναγκασμένος να το κάνει σε συνθήκες κρίσης και ήττας.