ΣΥΡΙΖΑ: Και τώρα;
Τα πολλά ίσως ειπωθούν μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου και ανάλογα με το αποτέλεσμα. Προς το παρόν και υπό την δαμόκλειο σπάθη της ολοσχερούς καταστροφής εάν δεν επέλθει ταχύτατα συσπείρωση και ανάκαμψη, ο Αλέξης Τσίπρας περιορίστηκε (στην συνεδρίαση της Κ.Ε) σε έναν συνοπτικό απολογισμών των αιτιών της μεγάλης συντριβής.
Σημείωσε πως «η πρώτη αιτία, είναι ότι τελικά η ΝΔ κατάφερε να επιβάλει την δική της ατζέντα στην προεκλογική αντιπαράθεση: την ατζέντα του φόβου». Υποστηρίζοντας ότι φάνηκε πως «η μιντιακή υπεροπλία που είχαν οι αντίπαλοί μας μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην επιβολή της προεκλογικής ατζέντας». Επισήμανε ότι προεκλογικά δεν έγινε συζήτηση για τα προβλήματα του σήμερα αλλά «για το ευρώ και για τους δύσκολους καταναγκασμούς των μνημονίων. Καταστάσεις όμως που έχουμε αφήσει πίσω οριστικά χάρη στα επιτεύγματα τα δικά μας και αυτό είναι το οξύμωρο». Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ, υπερασπιζόμενος ένα ουτοπικό μοντέλο συνεργασιών που θα περιελάμβανε και τον Γιάνη Βαρουφάκη, βρέθηκε μετέωρος εξαιτίας των φαεινών εμπνεύσεων του τελευταίου για το σχέδιο “Δήμητρα” που παρέπεμπε ευθέως στο 2015.
Επίσης επανέλαβε την εκτίμηση του Εκτελεστικού Γραφείου του ΣΥΡΙΖΑ για την «στρατηγική ήττα της απλής αναλογικής». Ευτυχώς εξειδίκευσε την πρώτη πρόχειρη προσέγγιση και τόνισε πως ήταν «μια ήττα της στρατηγικής μας για την απλή αναλογική». Επισήμανε ότι «η διαρκής άρνηση των προοδευτικών δυνάμεων έδινε την εικόνα μιας μη ρεαλιστικής και άρα αναξιόπιστης πρότασης διακυβέρνησης. Μιας αμήχανης πρότασης που οδηγεί εν τέλει σε μια ασταθή διακυβέρνηση». Ελλιπές, και θα εξηγήσω γιατί.
Τέλος αναφέρθηκε στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας ότι μία από τις αιτίες ειναι «οι άστοχες δημόσιες τοποθετήσεις ακόμα και τις τελευταίες μέρες πριν τις εκλογές, οι παλινωδίες, το έλλειμμα υπευθυνότητας, ακόμα και αντίληψης του πόσο καχύποπτο ήταν το εκλογικό σώμα απέναντί μας, πόσο ρευστό και ευμετάβλητο».
Η προσπάθεια ειλικρινής, όμως αφάνταστα καθυστερημένη. Κι αυτό διότι όλα όσα εκ των υστέρων επισήμανε ο Αλέξης Τσίπρας φαινόταν δια γυμνού οφθαλμού αποφοίτου ΙΕΚ Πολιτικής Επικοινωνίας εδώ και πολύ καιρό.
Αρχικώς, η Ν.Δ είχε εξ ορισμού κερδίσει την μάχη της ατζέντας σχεδόν από το περασμένο φθινόπωρο, όταν ο ίδιος είχε λανθασμένα εισάγει στην δημόσια αντιπαράθεση τον ατυχή όρο “κυβέρνηση των ηττημένων”. Το να δηλώνεις κατηγορηματικά πως δεν θα επιδιώξεις κάτι τέτοιο όταν έχεις απέναντί σου ένα ηχηρότατο και απολύτως εύληπτο αφήγημα για κυβέρνηση αυτοδυναμίας και “σταθερότητας” σε οδηγεί εκ των πραγμάτων σε θέση άμυνας.
Λίγο καιρό μετά, μάλιστα, είχαν αρχίσει οι κατηγορηματικές αρνήσεις των υποψηφίων για ένα σχήμα συνεργασίας που υποτίθεται θα προέκυπτε από την απλή αναλογική.
Το ΚΚΕ δεν επρόκειτο ποτέ να εξελιχθεί σε κομμουνιστικό κόμμα Πορτογαλίας (είναι γνωστό πως έχει ασκήσει κριτική σε αυτή την επιλογή των Πορτογάλων συντρόφων) και να μετακινηθεί από την ασφάλεια της ιδεολογικής καθαρότητας, ο Βαρουφάκης δήλωνε πως θα συζητούσε μόνο προεκλογικά (από τον Φεβρουάριο, δε, που συνεργάστηκε με τους αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Αύγουστο του 2015, εξανεμίστηκε και αυτή η πιθανότητα), το δε ΠΑΣΟΚ είχε οχυρωθεί πίσω από το “ούτε-ούτε” και άφηνε ανοιχτές όλες τις πόρτες προς τα αριστερά και τα δεξιά του.
Η στρατηγική της απλής αναλογικής είχε ηττηθεί εδώ και πάρα πολύ καιρό και στην Κουμουνδούρου δεν αναζητήθηκε εναλλακτικό σχέδιο παρότι οι δημοσκοπήσεις εμφάνιζαν ένα συμπαγές 50% υπέρ της αυτοδυναμίας Μητσοτάκη και ένα άλλο 50% υπέρ των συνεργασιών που όμως ήταν πολυδιασπασμένο μεταξύ κυβέρνησης με κορμό τη Ν.Δ και κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, ή και οικουμενικής. Αυτή την μειοψηφική αποδοχή του αδύναμου αφηγήματος του ΣΥΡΙΖΑ δεν την αξιολόγησαν σωστά και επαναπαύτηκαν πίσω από την εμμονή πως το εκλογικό αποτέλεσμα θα πείσει όσους δεν ήθελαν να πεισθούν.
Όσο για την –κατά Γιώργο Τσίπρα– “παιδική χαρά” των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που αμήχανοι και ανενημέρωτοι αδυνατούσαν να υπερασπιστούν μια στρατηγική που έμπαζε νερά, κι αυτά γνωστά ήταν. Ο Αλέξης Τσίπρας καθυστέρησε να ρίξει στην μάχη τα νέα πρόσωπα του think tank και στα κανάλια και τα ραδιόφωνα βρέθηκαν τα στελέχη που παρέπεμπαν στην διακυβέρνηση ’15-’19, ή, ακόμα χειρότερα, στον “άτακτο” ΣΥΡΙΖΑ του 2012. Ελάχιστοι μπορούσαν να σηκώσουν το βάρος (Αχτσιόγλου, Ζαχαριάδης, Χαρίτσης και μερικοί ακόμα), αλλά το momentum διαμόρφωναν συχνά η Φωτίου, ο Πολάκης, ο Δρίτσας και κάποιοι ξεχασμένοι που ανασύρθηκαν από μίντια που έκαναν ότι μπορούσαν να αποδομήσουν την εικόνα διεύρυνσης και ανανέωσης που ήθελε να παρουσιάσει ο Τσίπρας.
Ορθώς εντοπισμένες, λοιπόν, οι αιτίες της συντριβής, ήταν όμως γνωστές πολύ πριν ανοίξουν οι κάλπες. Μπορούν να αλλάξουν όλα αυτά, τώρα; Στις επόμενες τέσσερις εβδομάδες θα επιχειρηθεί η μέγιστη συσπείρωση και ίσως κάπως αναταχθεί η κατάσταση.
Υπάρχει, όμως, πιθανώς και ένα δομικό σφάλμα στην ανάγνωση των πολιτικών συσχετισμών.
Μήπως, φερ’ ειπείν, η πραγματική βάση εκκίνησης του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν το ποσοστό του Ιουλίου του 2019 αλλά του Μαϊου (ευρωεκλογές); Μήπως, δηλαδή, το περίπου 23,5% ήταν το “κρατούμενο” και το 31,5% ήταν το αποτέλεσμα ενός συναγερμού της τελευταίας στιγμής και η προσωπική υπεραξία του Τσίπρα; Ένα ποσοστό-μπόνους που του δανείστηκε για να μην είναι ολοκληρωτική η επέλαση του Κυριάκου Μητσοτάκη και ένα κεφάλαιο επανεκκίνησης. Μία αφετηρία για αλλαγή, επανίδρυση, ισχυρή αντιπολίτευση και σταδιακή επιστροφή στην εξουσία με νέο πρόσωπο.
Εάν η προσέγγιση είναι σχετικά ακριβής, τότε πολλά είχαν κριθεί ήδη από το 2019 και την χειμερία νάρκη που ακολούθησε. Τότε, δηλαδή, που ο Τσίπρας δεν έκανε την επανίδρυση και βυθίστηκε στις ισορροπίες εντός κόμματος. Ίσως, δε, κρύβει ένα ακόμα σοβαρό σφάλμα της ανάγνωσης ΣΥΡΙΖΑ. Διότι όλα τα κορυφαία στελέχη του και ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας υποστήριζαν μέχρι πρόσφατα πως “με αυτή την καταστροφική θητεία Μητσοτάκη δεν υπάρχει λόγος να χαθεί ακόμα και μία ψήφος από το 31,5% του ’19“. Η διάψευση επιβάλλει, έστω και τώρα, μία ριζική αναθεώρηση. Υπαρξιακή.