Σκέψεις πριν την κάλπη: Μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα εάν δεν αλλάξουμε εμείς;
Το ερώτημα δεν είναι καθόλου ρητορικό: Μπορεί να αλλάξουν τα πράγματα εάν δεν αλλάξουμε εμείς- καθένας από εμάς; Σε όλες τις ποιοτικές μετρήσεις της κοινής γνώμης ένα μεγάλο τμήμα των πολιτών (που δεν είναι μόνο ψηφοφόροι) εμφανίζονται να ζητούν την αλλαγή. Δεν δίνουν ακριβώς την ίδια ερμηνεία στον όρο, ούτε επιδιώκουν απαραιτήτως την (εν)αλλαγή κυβέρνησης. Επιθυμούν μικρές ή μεγαλύτερες ανατροπές σε όλο το φάσμα της καθημερινότητας τους, της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος και των θεσμών, την οικονομία και άλλα.
Το αίτημα είναι σωστό και αντανακλά την στασιμότητα στην οποία έχουν περιέλθει πολλές χώρες, στην Ελλάδα, όμως, γίνεται ακόμα πιο έντονο και αναγκαίο.
Η χώρα είναι βυθισμένη σε αντιφάσεις που την κρατούν σε ένα ενδιάμεσο σύμπαν, μεταξύ της (δήθεν) “ιδιαιτερότητάς” της και του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Εκλογικά, οι ψηφοφόροι απαντούν συχνά με ετεροπροσδιορισμό και στην βάση έμφυτων αντιλήψεων και εμμονών.
Θέλω, π.χ, να επανεκλεγεί ο Μητσοτάκης γιατί ο Τσίπρας είναι επικίνδυνος και αντιστρόφως σε διάφορες εκδοχές. Τι ψηφίζει ο πατέρας, τι ψήφιζε ο παππούς, η “παράδοση” της οικογένειας, η επίδραση της καταγωγής και πολλά άλλα παίζουν σημαντικό ρόλο. Ο φόβος της σύγκρουσης με το στερεότυπο προκαλεί παραλυσία, οδηγεί πολλούς να κρυφτούν στο καταφύγιο της επανάληψης. Μαζί κι ο φόβος του να δρας διαφορετικά από τον στενό κοινωνικό περίγυρο, μην και επικριθείς, μην αισθανθείς μόνος ή επήλυδας.
Η αλλαγή είναι ένα διαχρονικό σύνθημα, μπήκε στην μετώπη αρκετών κομμάτων εδώ και δεκαετίες, διαπέρασε τον κοινωνικό μυελό των οστών με τον Ανδρέα Παπανδρέου και έκτοτε ενυπάρχει στο κομματικό οπλοστάσιο επειδή συνεχίζει να υφίσταται ως αίτημα μεγάλης μερίδας της κοινωνίας. Ακόμα και οι ψηφοφόροι της Ν.Δ ενδόμυχα ζητούν αλλαγή: να μην συμβούν τα ίδια λάθη, να βελτιωθεί η κυβέρνηση που θέλουν να συνεχίσει να είναι στην εξουσία, να αλλάξουν κάποια πρόσωπα, να γίνουν καλύτερες οι συνθήκες της καθημερινότητας. Το ίδιο κι από την άλλη πλευρά. Δυσκολεύεται να χωρέσει στον συλλογισμό το ερώτημα εάν μπορούν να αλλάξουν, πράγματι, τα κόμματα, εάν μπορεί να κοπεί ο ομφάλιος λώρος του συστήματος εξουσίας με τις παθογένειες που ζητάμε να αλλάξουν.
Προκύπτει, τελικά, η αντίφαση: θέλω αλλαγή (από τις παθογένειες) αλλά επιλέγω, τελικά, εκείνον/ους που τις παρήγαγαν ή τις συντήρησαν. Ίσως επειδή, στο βάθος-βάθος, αρνούμαι να αλλάξω ο ίδιος/η ίδια, γιατί κρύβομαι από την δική μου πραγματικότητα είτε ως αποφασισμένος αποφασισμένος (για το τι θα ψηφίσω), είτε ως αποφασισμένος αναποφάσιστος. Για να ζητώ την αλλαγή πρέπει πρώτα να έχω κατασταλλάξει τι πραγματικά θέλω να αλλάξει, όχι επειδή με γοητεύει η έννοια μιας κάποιας αλλαγής. Στις εκλογές επιδιώκουμε -όσοι και όσες το κάνουν- την αλλαγή, όχι σαν να αλλάζουμε αυτοκίνητο, αλλά επειδή θέλουμε να αλλάξουμε ζωή σε αυτή τη χώρα.
Τα Τέμπη, για παράδειγμα, ήταν μία τομή στον συλλογικό χρόνο. Ξέρουμε (;) τι θέλουμε να αλλάξει σχετικά με αυτό που τα προκάλεσε, ή εκτονώσαμε το συγκινησιακό μας φορτίο και κόβουμε εισιτήριο για το επόμενο τρένο;