(Πολιτική) πραγματικότητα και εικονική πραγματικότητα

(Πολιτική) πραγματικότητα και εικονική πραγματικότητα

Πριν από αρκετούς μήνες και πριν από το δυστύχημα στα Τέμπη, η κυβερνητική παράταξη, ακόμη κι αν δεν ενθουσίαζε, διατηρούσε ένα καθαρό πλεονέκτημα. Με τη σειρά της η πρωθυπουργική εικόνα, αν και είχε τις ρωγμές της, αποτελούσε το κεντρικό όπλο της κυβέρνησης. Από την άλλη πλευρά, ο Τσίπρας συνέρχονταν από μια περίοδο [αφάνειας]. Όμως, είχε ακόμη αρκετό δρόμο να διανύσει, για να χτίσει μια νέα εικόνα. Όπως ήσαν λοιπόν τότε τα πράγματα, εύκολα ή πιο δύσκολα, η πιθανότητα ο Μητσοτάκης να κερδίσει μια δεύτερη θητεία ήταν προ των πυλών. Ο Μητσοτάκης, αρχικά, ήταν, ως εικόνα, πρωτίστως «πρωθυπουργικός». Ενώ ο Τσίπρας, ψάχνονταν. Έκανε, πάντως, σταδιακά λίγα βήματα προς μια άλλη εικόνα, πιο σύγχρονη. Και μετά ήρθε ο… σεισμός! Είχαμε την τραγωδία στα Τέμπη. Ο πρωθυπουργός της χώρας, ήδη ισορροπώντας σε τεντωμένο σκοινί, έχασε την ισορροπία του. Εμφάνισε τη χειρότερη πρωθυπουργική εικόνα του. Ενώ ο Τσίπρας, έμοιαζε να κατανοεί πως είχε έρθει η ώρα να προσεγγίσει μια νέα ηγετική εικόνα. Όλα μετασχηματίσθηκαν! Κάπως.

του ΓΙΑΝΝΗ ΛΟΥΛΗ*

Από κει και πέρα, τα Τέμπη μεταβλήθηκαν σε σκοτεινή εικόνα της χώρας, και πραγματική εικόνα του Μητσοτάκη. Τούτο συνέβη για δυο λόγους: Η μοιραία αυτή καταστροφή ανέδειξε τεράστιες αδυναμίες στη λειτουργία του πελατειακού κράτους. Σε κάθε γωνιά της διαδρομής της κυβέρνησης στον συγκεκριμένο χώρο, εντοπίστηκαν τραγικές και προκλητικές αδυναμίες. Ο μύθος του «επιτελικού κράτους» που θα έπρεπε να διαχειρισθεί τον συγκεκριμένο τομέα, αποδείχθηκε διάτρητος, σαθρός και προκλητικά αναποτελεσματικός. Άλλωστε, ως κύρια αρχική ενασχόληση του «επιτελικού κράτους» (και του μύθου που το συνόδευε) ξεπήδησαν οι προκλητικές και βαθύτατα αντιδημοκρατικές υποκλοπές. Αυτές παραβίαζαν ανθρώπινα και δημοκρατικά δικαιώματα.

Η κρίση των Τεμπών μετατράπηκε, μέσα σε λίγες ώρες, στον χειρότερο εφιάλτη της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού. Να σημειωθεί επίσης πως ο Μητσοτάκης, είχε αναλάβει την ηγεσία της ΕΥΠ που έκανε τις μαζικές υποκλοπές, με κύριο αυτουργό και συντονιστή τον ανιψιό του, μιαν ευφυή προσωπικότητα που όμως δεν είχε κανένα μέτρο στις δράσεις του. Αλλά και στο πώς οι υποκλοπές εξαχρειώθηκαν, ως σκοτεινή πρακτική. Μέχρι να αποκαλυφθούν. Ενώ, εν τέλει, τα χειρότερα που συνδέθηκαν με τις δράσεις αυτές, κουκουλώθηκαν. Επιστρέφοντας πάντως στην τραγωδία των Τεμπών, που πολιτικά τραυμάτισε σοβαρά την κυβέρνηση Μητσοτάκη (πολύ περισσότερο από τις υποκλοπές) πέραν της ανθρώπινης τραγωδίας, συνέβη και κάτι άλλο: Ο πρωθυπουργός απέδρασε σε όσα συνέβησαν, με φραστικές αστοχίες που ξεπερνούσαν τα όρια. Έμοιαζε να βρίσκεται σε ένα δικό του σύμπαν. Παγερό. Αντί να αναδείξει την ανθρώπινη πλευρά της τραγωδίας, ειδικά τα νέα παιδιά που χάθηκαν, επιχείρησε να αποτινάξει τις όποιες ευθύνες για δυσλειτουργίες και δυσπραγίες του υπάρχοντος «συστήματος», ρίχνοντας (αυτές ήσαν οι πρώτες κουβέντες του) τις ευθύνες στο μηχανοδηγό. Το ατόπημα ήταν μεγάλο. Ασυγχώρητο.

Σε ένα λοιπόν κρισιμότατο σταυροδρόμι μιας κυβέρνησης, η οποία είχε ήδη αρχίσει να φθείρεται, να κατηγορείται διότι δεν προστάτευε σε εποχές κρίσης, τις κοινωνικά ευαίσθητες ομάδες, ο πρωθυπουργός εξέπεμψε κυνισμό και παγερότητα. Άργησε επίσης να υποχρεώσει σε παραίτηση τον αρμόδιο υπουργό, ο οποίος έδινε την εντύπωση, πως πέραν του ονόματός του, ήταν παντελώς ακατάλληλος για να διαχειρισθεί το αντικείμενό του. Ενώ βασική μέριμνά του ήταν να δηλώσει ότι θα είναι υποψήφιος στις Σέρρες! Με όλα αυτά να συμβαίνουν, ήταν φανερό πλέον πως τα γεγονότα ξεπερνούσαν και απομυθοποιούσαν τον πρωθυπουργό, ο οποίος υποστηρίζονταν από τη συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ.

Από εκεί και πέρα, άρχισαν να ξετυλίγονται δύο πραγματικότητες: Οι μύθοι ενός πρωθυπουργού που ήταν πρότυπο αποτελεσματικού ηγέτη, και μιας κυβέρνησης , επίσης αποτελεσματικής και οργανωμένης, που άρχισαν να αποσυντίθενται. Φυσικά, οι δημοσκοπήσεις που βρίσκονταν σε «αποστολή» στήριξης της κυβέρνησης, αλλά και τα ΜΜΕ που είχαν την ίδια στόχευση, βομβάρδιζαν με προπαγάνδα την κοινωνία. Ως ένα σημείο άλλωστε, πετύχαιναν τους στόχους τους. Όμως με την πάροδο του χρόνου, οι αντιστάσεις στην κοινωνία, που αντιμετώπιζε πιέσεις στο οικονομικό πεδίο, δυνάμωναν. Μαζί και η κυβερνητική φθορά. Αυτό αποκάλυπτε η μόνη όντως ανεξάρτητη δημοσκόπηση της MRB. Τούτη έδειχνε, αρχικά, τη διαφορά ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ να μειώνεται στο 6%. Όμως μετά τα Τέμπη, η διαφορά έπεσε περίπου στο 3%. Συνολικά πλέον το κυβερνών κόμμα, έχανε έδαφος. Κομβικός ήταν, επίσης, ένας κρισιμότατος δείκτης με βάση την MRB: Προ των Τεμπών, ο Μητσοτάκης, θεωρείτο «καταλληλότερος πρωθυπουργός» από το 38,8%. Τι συνέβη όμως μετά τα Τέμπη; Ο πρωθυπουργός έπεσε στο 33,8%! Η διαφορά στο πεδίο αυτό από τον Τσίπρα συρρικνώθηκε στο 4,5%. Συμπέρασμα: Η μεγάλη δύναμη της «πρωθυπουργικότητας» Μητσοτάκη είχε πληγεί. Το πολιτικό κλίμα για την κυβέρνηση, συνολικά, είχε σκοτεινιάσει.

Ο εικαζόμενος εύκολος «περίπατος» της κυβέρνησης, έγινε τρέκλισμα Ο Τσίπρας μπορεί να μην έχει άμεση ισχυρή δυναμική, αλλά ανασυντάσσεται με θετικά στοιχεία των καλών στιγμών του. Την ώρα μάλιστα που οι κακές στιγμές έχουν αρχίσει να βυθίζουν τον Μητσοτάκη. Μια αντίδραση των ψηφοφόρων, που κατέγραψε η MRB, είναι πολύ σημαντική, ως βουβή δυναμική: Έτσι, σε σχετική ερώτηση το 39% θα ενοχλείτο εάν η ΝΔ κέρδιζε τις εκλογές, με την αντίστοιχη ενόχληση από νίκη του ΣΥΡΙΖΑ να είναι χαμηλότερη , με 31,7%. Ποιο είναι το νόημα αυτών των στοιχείων όμως; Πρώτον, η κόπωση από τη διακυβέρνηση της ΝΔ έχει ξαφνικά ενταθεί αισθητά! Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ γίνεται απειλητικός, καθώς κάποιοι ψηφοφόροι του, που τον εγκατέλειψαν το 2019, τώρα ίσως να επιστρέψουν σε αυτόν. Πάντως, από την άλλη πλευρά, ψηφοφόροι του τον ψήφισαν το 2019, τώρα, για διάφορους λόγους ταλαντεύονται χωρίς να είναι σαφές τι θα πράξουν.

Αν ο Τσίπρας ‒όπως από καιρό επαναλαμβάνουμε κουραστικά‒ είχε αμέσως μετά τις εκλογές του 2019, αλλάξει συθέμελα το κόμμα του, προσελκύοντας νέα, φρέσκα, και ανοιχτόμυαλα στελέχη, θα ήταν σε θέση τώρα, όχι απλώς να ανταγωνισθεί με ίσους όρους τη ΝΔ του Μητσοτάκη, αλλά να αποκτήσει προβάδισμα τώρα. Άλλωστε, όπως έχει γίνει πλέον αντιληπτό στη φάση αυτή, η ΝΔ του Μητσοτάκη, που φάνταζε ισχυρή και κυρίαρχη, είχε σαθρές βάσεις. Πόσο σαθρές θα ήσαν οι βάσεις αυτές, θα γινόταν αντιληπτό σε μια διαδρομή αυτοτραυματική, από το μετριότατο ανθρώπινο δυναμικό της, μέχρι την ηγετική της ομάδα και κυρίως τις πρακτικές της, που εξανέμισαν ένα μεγάλο εκλογικό πλεονέκτημα. Αυτή η ΝΔ, προφανώς μικρή σχέση έχει με τη ΝΔ του Κώστα Καραμανλή του «μεσαίου χώρου», ο οποίος θαρραλέα κατακεραύνωσε τις άνομες πρακτικές των υποκλοπών. Άλλωστε η δεξιά στροφή της ΝΔ είχε ξεκινήσει υπό την ηγεσία του Αντώνη Σαμαρά.

Στην πραγματικότητα η χώρα μας καλείτο στις δύσκολες αυτές εποχές, με την παγκόσμια τοξικότητά της να διαπερνά το πολιτικό σκηνικό διεθνώς, να αποκτήσει δύο σύγχρονα κόμματα, όχι πελατειακά, που να προσελκύσουν ποιοτικό ανθρώπινο υλικό. Επίσης τα κόμματα αυτά θα έπρεπε, επιτέλους, να διαμορφώσουν ένα μη πελατειακό κράτος, που να προδίδει τον βαθύτατο πολιτικό αναχρονισμό της χώρας μας. Σήμερα οι μετακλητοί (δηλαδή αμιγώς κομματικά στελέχη στην κορυφή της κρατικής πυραμίδας) είναι τριπλάσιοι από την εποχή του ΣΥΡΙΖΑ! Καθρεπτίζουν λοιπόν ένα άρρωστο κράτος. Το οποίος είναι ‒και παραμένει‒ ως: Ο μεγάλος ασθενής της χώρας.

Δεν χρειάζεται παρά ένα βλέμμα στην Κύπρο (όπου εργάσθηκα χρόνια) για να διαπιστώσουμε ότι το υπουργείο εκεί, διαθέτει διευθυντή από τα σπλάχνα του και ιεραρχία από τα στελέχη του. Μετακλητοί δεν υπάρχουν. Και ο υπουργός έχει ένα σύμβουλο. Το τι γίνεται στη χώρα μας, με τον χαμηλότατου επιπέδου κομματισμό του κράτους το βιώνουμε όλοι. Η ΝΔ του Μητσοτάκη είναι συνέχεια του συστήματος αυτού. Από εκεί και πέρα, η προοπτική μιας πραγματικά «προοδευτικής» κυβέρνησης, και κατά προτίμηση μη μονοκομματικής, φαντάζει κάτι μεταξύ πραγματικής πρόκλησης και ονείρου θερινής νυχτός! Άλλωστε, μέχρι τώρα κυριαρχούν εικονικές πραγματικότητες.

Και ας μην αυταπατώμεθα: Οι ψηφοφόροι, κυρίως, θα επιλέξουν το μη χείρον! 

To άρθρο του Γιάννη Λούλη δημοσιεύτηκε στην “Εφημερίδα των Συντακτών”

 *Ο Γιάννης Λούλης, διδάκτωρ του Καίμπριτζ, είναι επικοινωνιολόγος και συγγραφέας πολλών βιβλίων. Με πιο πρόσφατο το «Η τοξική εποχή μας» (Καστανιώτης, 2022).

Σχετικά Άρθρα