Προεκλογική αυλαία με “δώρα”, λάθη, φθορά και βεντέτες- Τα αφηγήματα Μητσοτάκη-Τσίπρα και η κρίση της κάλπης
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φθάνει στις κάλπες της Κυριακής με ένα ανέλπιστο δώρο. Η δήλωση του Γιώργου Κατρούγκαλου για την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών προκάλεσε τσουνάμι αντιδράσεων των επαγγελματικών οργανώσεων και κοινωνικών φορέων και έδωσε την δυνατότητα στη Ν.Δ να κάνει λόγο για “κρυφή ατζέντα” του ΣΥΡΙΖΑ για την χρηματοδότηση του προγράμματός του με υπερφορολόγηση.
Το τελευταίο στερείται προφανώς λογικής, καθώς κανένα κόμμα που επιδιώκει τη νίκη δεν αυτοκτονεί λίγο πριν ανοίξουν οι κάλπες, το πλήγμα, όμως, για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι διπλό: αφενός δημιουργήθηκαν αμφιβολίες σε ένα αμφιταλαντευόμενο εκλογικό κοινό που είναι κρίσιμο για την ενίσχυση των ποσοστών του και για την μείωση της δημοσκοπικής “ψαλίδας” με τη Ν.Δ, αφετέρου αποδυνάμωσε την προσπάθεια που προσωπικά έχει αναλάβει εδώ και καιρό ο Αλέξης Τσίπρας να αποκαταστήσει -μέσω αυτοκριτικής και δεσμεύσεων- επικοινωνία και σχέση εμπιστοσύνης με την μεσαία τάξη.
Στην Ελλάδα οι ψηφοφόροι προσέρχονται στις κάλπες λιγότερο με συναισθηματισμό (αναμφίβολα υπάρχουν και τα “σκληρά” αδιαπέραστα κοινά εκείνων που επιλέγουν πάντοτε το ίδιο κόμμα με το οποίο ταυτίζονται) και περισσότερο με γνώμονα το συμφέρον. Το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ προσέλκυσε εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους αγανακτισμένους με το χαράτσι στα ακίνητα και υπέστη βαριά ήττα το 2019 σε αρκετά μεγάλο βαθμό εξαιτίας της υπερφορολόγησης. Σε αυτές τις εκλογές ήλπιζε βάσιμα πως η λαίλαπα της ακρίβειας θα προκαλούσε μετακίνηση εκλογέων από τη Ν.Δ, είτε προς την αδιευκρίνιστη ζώνη, είτε προς άλλα κόμματα.
Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι αρνητικά συνδεδεμένος με έναν μνημονιακό νόμο που εξουθένωσε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού (ασφαλιστικό, συντάξεις κ.ά) και υπήρξε εμβληματικό αρνητικό επιχείρημα της Ν.Δ στις εκλογές του 2019, παρότι ως κυβέρνηση δεν τήρησε πολλές από τις δεσμεύσεις της για την αλλαγή βασικών παραμέτρων της σχετικής νομοθεσίας. Με τις εμμονικές δηλώσεις του και καταστρατηγώντας το επίσημο κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ξύπνησε το φάντασμα, κατ΄ ανάλογο τρόπο με το φάντασμα του 2015 που ξύπνησε ο Γιάνης Βαρουφάκης με το σχέδιο “Δήμητρα”.
Ο Αλέξης Τσίπρας ορθώς τον απέπεμψε από την εκλογική μάχη, οι συνέπειες όμως είναι σοβαρές και γίνονται ακόμα σοβαρότερες διότι η σπορά της αμφιβολίας έγινε σε χρόνο -τρεις ημέρες πριν τις εκλογές- που δεν μπορεί να αναταχθεί. Κάποιοι δημοσκόποι θεωρούν πως το λάθος Κατρούγκαλου αποτελεί “game changer”, μπορεί δηλαδή να επηρεάσει σημαντικά το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ και να ενισχύσει, κυριολεκτικά πάνω από την κάλπη, το αφήγημα του Κυριάκου Μητσοτάκη για “συνέχεια” και, τελικά, αυτοδυναμία.
Όμως, από την άλλη, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ χρεώνεται και την αδυναμία και έλλειψη συνοχής του κόμματος του, τα στελέχη του οποίου αλλά και η ίδια η ηγετική ομάδα δεν κατόρθωσαν να φτάσουν στις κάλπες χωρίς παραφωνίες και λάθη. Η θολή αναφορά σε “κυβέρνηση ειδικού σκοπού”, για παράδειγμα, ήταν αχρείαστη και ενέτεινε την σύγχυση.
Μένει, βεβαίως, να κριθεί εάν η τάση αλλαγής που επίσης καταγράφεται στις μετρήσεις και το “αντιμητσοτακικό μέτωπο” που προσπάθησε να οικοδομήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, μπορούν να εξισορροπήσουν ή και να υπερκεράσουν τις απώλειες.
Καθώς φτάνουμε, όμως, στις κάλπες προκύπτει και μία γενικότερη εικόνα. Στο μεγαλύτερο μέρος της προεκλογικής περιόδου το Μέγαρο Μαξίμου (με την μεγάλη μιντιακή υπεροπλία του) κατόρθωσε να επιβάλλει την δική του (αρνητική) ατζέντα. Εάν συνυπολογίσει κανείς πως αυτή η υπεροπλία διευκόλυνε τη Ν.Δ να κρατήσει όσο το δυνατόν χαμηλότερα το σκάνδαλο των υποκλοπών και την τραγωδία των Τεμπών έχει μπροστά του ολόκληρο το κάδρο της επικοινωνιακής επικράτησης.
Το αφήγημα της προοδευτικής διακυβέρνησης και οι εταίροι που έγιναν αντίπαλοι
Ο Αλέξης Τσίπρας είχε στηρίξει την δική του καμπάνια εδώ και αρκετούς μήνες –από την συνέντευξη Τύπου στην ΔΕΘ πέρυσι τον Σεπτέμβριο– στην εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ώστε να συγκροτηθεί προοδευτική κυβέρνηση συνεργασίας. Είχε απέναντί του το αλλαζονικό μεν αλλά εύκολα αντιληπτό αφήγημα του Κυριάκου Μητσοτάκη για αυτοδυναμία. Στην πορεία του χρόνου και κυρίως τις τελευταίες εβδομάδες, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ είδε τον στόχο του να αποδομείται, όχι τόσο από τον πολιτικό του αντίπαλο όσο από εκείνους που υποτίθεται πως θα μπορούσαν να είναι οι κυβερνητικοί του εταίροι.
Ο Αλέξης Τσίπρας δέχθηκε, σε αυτή την προεκλογική περίοδο, εντονότερο “πόλεμο” από το κέντρο (Νίκος Ανδρουλάκης) και τα αριστερά του (Δημήτρης Κατσούμπας και Γιάνης Βαρουφάκης), παρά από την Ν.Δ. Η τελευταία είχε το εύκολο έργο να αναδεικνύει το ατελέσφορο του εγχειρήματος μιας προοδευτικής διακυβέρνησης και την “βαβέλ” του προεκλογικού λόγου της άλλης πλευράς: από την “μούφα” και την “χειρότερη κυβέρνηση”(για εκείνη του ΣΥΡΙΖΑ) του γενικού γραμματέα του ΚΚΕ, στο “να μου κοπεί το χέρι” με μπόλικη δόση δραχμισμού του επικεφαλής του Μερα25, μέχρι τον ανελέητο διμέτωπο του προέδρου του ΠΑΣΟΚ που μέσα σε έναν ωκεανό αμφισημίας και αμηχανίας εξίσωσε αβασάνιστα εκείνους που υποτίθεται θέλει να βάλει στην φυλακή για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων (με κεντρικό θύμα τον ίδιο) με τον προγραμματικά όμορο ΣΥΡΙΖΑ.
Εκ του αποτελέσματος -και χωρίς να μπορεί να προβλέψει κανείς την έκβαση των διερευνητικών επαφών την προσεχή εβδομάδα- είναι μάλλον αυτονόητο πως το επιχείρημα της κυβέρνησης συνεργασίας δεν “περπάτησε” και ότι η προσπάθεια πολιτικού μετεκλογικού αρραβώνα κατέληξε σε μία σκληρή βεντέτα. Φταίει ο αναγκαστικός (λόγω απλής αναλογικής) “ρομαντισμός” του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ή ο κυνισμός -για λόγους εκλογικής επιβίωσης- των δυνητικών εταίρων του; Πιθανότατα και τα δύο.
Η απλή αναλογική ίσως αποδειχθεί μία χαμένη ευκαιρία. Και αυτό, εάν επιβεβαιωθεί, θα είναι ένα πλήγμα στην λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Ένα τμήμα του εκλογικού σώματος θα απαξιώσει τις συνεργασίες επειδή εκείνοι που θεωρητικά τις υποστηρίζουν κρίνονται αφερέγγυοι να τις στηρίξουν.
Όλα τα άλλα από Δευτέρα. Μέχρι τότε υπάρχει η ετυμηγορία της κάλπης που μπορεί να ανατρέψει τα πάντα…