Το ΠΑΣΟΚ ως “αδύναμος κρίκος”- Οι τακτικές Μητσοτάκη και Τσίπρα που περιγράφουν το μετεκλογικό τοπίο- Η πίεση στον Ανδρουλάκη
Τα εδάφη του ΠΑΣΟΚ έχουν μετατραπεί -εντονότερα τις τελευταίες ημέρες- στον κοινό στόχο εκλογικής εισβολής και για τη Ν.Δ και για τον ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, αν και για διαφορετικούς λόγους.
Στο Μέγαρο Μαξίμου, η ομάδα του εκλογολόγου Θοδωρή Λιβάνιου με την συνδρομή του αμερικανού ειδικού στις εκλογικές συμπεριφορές και καμπάνιες Σταν Γκρίνμπεργκ εκφράζουν βεβαιότητα πως από την κάλπη της απλής αναλογικής η Ν.Δ μπορεί να εξέλθει με ένα ποσοστό 34-36% και εκτιμά ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα φτάσει τελικά στο 30%- ίσως και κάτι περισσότερο.
Η τακτική των τελευταίων ημερών είναι διττή: πρώτον, να αυξήσουν την συσπείρωση της εκλογικής βάσης του κυβερνώντος κόμματος από το περίπου 72-73% που είναι σήμερα στο 78-80%, και δεύτερον, να προκαλέσουν μετακινήσεις “δεξιόστροφων” ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ προς τη Ν.Δ, στην βάση της εκτίμησης (σχετικές καταγραφές υπάρχουν και σε δημοσκοπήσεις) πως περίπου το 60% εκείνων που ψήφισαν ή σκέπτονται να ψηφίσουν το ΠΑΣΟΚ προτιμούν τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με το κυβερνών κόμμα.
Η τακτική της Ν.Δ
Έτσι θεωρούν πως θα συγκεντρώσουν το υψηλότερο δυνατό ποσοστό την 21η Μαϊου ώστε να διεκδικήσουν ευκολότερα την αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές. Ως προς τον στόχο αυτό εκτιμούν πως θα διευκολύνει το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις προβλέψεις της ομάδας του Μαξίμου (και αυτές δύο δημοσκόπων που συνεργάζονται μαζί της), τα κόμματα των Γιάνη Βαρουφάκη και Κυριάκου Βελόπουλου θα περάσουν το 3% στην πρώτη κάλπη, όμως, θα μείνουν κάτω από το όριο αυτό στην δεύτερη αναμέτρηση, κι έτσι θα μειωθεί το ποσοστό που απαιτείται για αυτοδυναμία. Παράλληλα, έχουν ενισχύσει επικοινωνιακά το προηγούμενο διάστημα κόμματα στα δεξιά της Ν.Δ (π.χ “Νίκη”) και στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ (“Πλεύση Ελευθερίας”), ώστε το άθροισμα των εκτός Βουλής κομμάτων στις δεύτερες εκλογές να είναι αρκετά πάνω από το 8%. Με Βουλή που θα έχει λιγότερα από 6 κόμματα και με μεγάλο άθροισμα των κομμάτων που θα μείνουν, έστω και οριακά, κάτω από το 3% η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος είναι πολύ περισσότερο εφικτή.
Η τακτική του ΣΥΡΙΖΑ
Ο Αλέξης Τσίπρας φτάνει στην κρίσιμη εκλογική Κυριακή με έναν στόχο-“σημαία”, αυτόν της προοδευτικής διακυβέρνησης. Σε πρώτη ανάγνωση το σύνθημα αυτό είναι λιγότερο ισχυρό από το ηχηρό αίτημα περί αυτοδυναμίας, όχι γιατί το δεύτερο είναι χρησιμότερο, όπως διατείνεται η Ν.Δ κραδαίνοντας τους κινδύνους της …καταστροφής, αλλά επειδή γίνεται περισσότερο εύληπτο από τους ψηφοφόρους του ευρύτερου κέντρου. Είναι αλήθεια πως η εκλογική καμπάνια της Ν.Δ κατόρθωσε να βάλει στην ατζέντα την κινδυνολογία με τη “Δήμητρα” και το φάντασμα του 2015 (με την …ευγενική συνδρομή του Γιάνη Βαρουφάκη), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ παλινδρόμησε μεταξύ διαφόρων εκδοχών κυβέρνησης συνεργασίας και δεν ανέπτυξε επαρκώς και έγκαιρα άμυνες απέναντι στην κυβερνητική προπαγάνδα.
Η τελευταία αναφορά του κ. Τσίπρα σε “κυβέρνηση ειδικού σκοπού” ενέτεινε αυτό το κλίμα και αξιοποιείται από τη Ν.Δ και προσωπικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ εξήγησε πως ο ίδιος προτιμά και επιδιώκει μία κυβέρνηση συνεργασίας μακράς πνοής με το ΠΑΣΟΚ (πρώτο με τρίτο κόμμα), ωστόσο η συγκεκριμένη αναφορά ήταν περισσότερο μία πρόκληση προς τον Νίκο Ανδρουλάκη. Εάν, δηλαδή, βάλει εκείνος στην μετεκλογική συζήτηση ένα τέτοιο σενάριο -και εφόσον προκύπτει από τους συσχετισμούς- θα μπορούσε να το συζητήσει.
Επί της ουσίας, στόχος είναι να αποδυναμωθούν όλα τα επιχειρήματα και οι αμφισημίες του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, κάτι το οποίο εδράζεται τις τελευταίες ημέρες σε δύο κεντρικά θέματα:
Πρώτο, την κάθαρση σχετικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών. Είναι άγνωστο εάν ο κ. Ανδρουλάκης εννοούσε –ή του ξέφυγε…– την απειλή περί “φυλακής” που διατύπωσε στο ντιμπέϊτ, ο κ. Τσίπρας, όμως, ως δεινός τακτικιστής, δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη. Το επιχείρημα είναι απλό: εφόσον πράγματι το κεντρικό θύμα του σκανδάλου επιθυμεί την διαλεύκανσή του είναι αυτονόητο πως δεν μπορεί να το υλοποιήσει με το κόμμα του σε μία συγκυβέρνηση με τη Ν.Δ, ή με αυτοδύναμη κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Γι’ αυτό και έκανε λόγο για την συγκρότηση προανακριτικής επιτροπής (που διερευνά και ποινικές ευθύνες, όπως σαφώς είπε και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ), για να εισπράξει από τον Νίκο Ανδρουλάκη την απάντηση ότι ο ίδιος προτείνει εξεταστική επιτροπή που, όμως, μπορεί να εξελιχθεί σε προνακριτική ανάλογα με τα στοιχεία που θα προκύψουν από την ελεύθερη κλήση μαρτύρων που αποκλείστηκαν από την κυβερνητική πλειοψηφία στην προηγούμενη προσπάθεια.
Δεύτερο, σε ανάλογη κατεύθυνση, κατά την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, θα κινηθεί μία κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και στην υπόθεση της τραγωδίας των Τεμπών.
Με τα παραπάνω ο Αλέξης Τσίπρας δοκιμάζει τον Νίκο Ανδρουλάκη σχετικά με τις προθέσεις του για κάθαρση και αποκατάσταση του κράτους δικαίου και του χρεώνει έμμεσα την επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, εφόσον συμβεί κάτι τέτοιο. Στέλνει, επίσης, σήμα στους ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ που διέπονται από αντιδεξιά αντανακλαστικά αλλά και σε ένα σημαντικό τμήμα των στελεχών του κόμματος.
Όλα αυτά, φυσικά, θα κριθούν το βράδυ της Κυριακής. Η επαλήθευση του σεναρίου του Μεγάρου Μαξίμου θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων σε δεύτερες κάλπες και θα φέρει τη Ν.Δ κοντά στην αυτοδυναμία.
Εάν ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώσει -το δημοσκοπικά …ακατόρθωτο- και κερδίσει την μάχη της Κυριακής θα δρομολογηθούν εξελίξεις και ο Νίκος Ανδρουλάκης δύσκολα θα μπορέσει να εξηγήσει τυχόν μη συμμετοχή του σε κυβέρνηση συνεργασίας. Εάν δεν το πράξει γνωρίζει πως το κόμμα του θα εξανεμιστεί σε μία δεύτερη αναμέτρηση. Η “κυβέρνηση ειδικού σκοπού” ίσως προκύψει, τότε, ως σενάριο ελάχιστου κινδύνου για το ΠΑΣΟΚ…