Αττικό: “Κάνεις προσπάθεια να μην πατήσεις πάνω στα ράντζα” – Γκάγκα: “Κακή η κατανομή του υγειονομικού προσωπικού”
Στην κακή κατανομή του υγειονομικού προσωπικού στις δομές της χώρας στάθηκε η αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα, μιλώντας στο 8ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών.Όπως δήλωσε, η Ελλάδα έχει αναλογικά περισσότερους γιατρούς από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Συγκεκριμένα, είπε ότι αντιστοιχούν από 1,1 έως 5,4 νοσηλευτές ανά πληρωμένη κλίνη και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι έχουμε φτιάξει έναν κακό χάρτη.
Μίλησε, επίσης για υποστελέχωση του υγειονομικού προσωπικού μετά την κόπωση που επέφερε η πανδημία. “Τα συστήματα υγείας αλλάζουν παντού”, είπε η κα. Γκάγκα, επισημαίνοντας την ανάγκη διασύνδεσης όλων των δομών, δημιουργίας του ψηφιακού φακέλου ασθενούς που τον έχει εξαγγείλει ήδη ο πρωθυπουργός, όπως είπε, και διασύνδεσης της πρωτοβάθμιας με τη δευτεροβάθμια και όπου απαιτείται, με την τριτοβάθμια φροντίδα υγείας.
Σε ερώτηση του συντονιστή και παρουσιαστή του Star Channel, Γιώργου Ευγενίδη, σχετικά με τη χαμηλή συμμετοχή στο πρόγραμμα του προσωπικού γιατρού, είπε ότι έχει να κάνει με την κουλτούρα μας, τονίζοντας πως είναι στο χέρι μας να πείσουμε τους γιατρούς για τη σημασία συμμετοχής τους στο πρόγραμμα, ενώ σχετικά με τα ράντζα στα νοσοκομεία, σημείωσε ότι μόνο το Αττικόν και το Γεννηματάς έχουν πρόβλημα, αναφέροντας το παράδειγμα της Νίκαιας όπου χθες με 1.100 προσελεύσεις δεν υπήρχε κανένα ράντζο.
Πάνω σ’ αυτό το θέμα, η Ρόζα Βρεττού, Επιμελήτρια Καρδιολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Αττικόν, παρουσίασε με μελανά χρώματα την κατάσταση, λέγοντας ότι αυτή την ώρα στο Αττικόν έχει τελειώσει η πρωινή επίσκεψη και οι νέοι γιατροί έχουν ήδη δουλέψει 28 ώρες. “Κάνεις προσπάθεια να μην πατήσεις πάνω στα ράντζα”, είπε χαρακτηριστικά. “Στα νοσοκομεία παράγεται τεράστιο δημιουργικό επιστημονικό και κλινικό έργο, αλλά γίνεται πάνω σε τεράστια σπατάλη ενέργειας του ανθρώπινου δυναμικού και στην εξουθένωσή του”, ανέφερε, επισημαίνοντας ότι το σύστημα ενέχει μαύρες τρύπες όχι μόνο για τους πιο ευάλωτους αλλά και για τους ανθρώπους που έχουν οικονομικά τη δυνατότητα πρόσβασης.PauseUnmute
Ο Κώστας Αθανασάκης, αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, αναφέρθηκε στην ανάγκη να υπάρξει ένα βιώσιμο σύστημα υγείας τα επόμενα χρόνια που δεν θα “σπάει” στα μείζονα γεγονότα, όπως ήταν η πανδημία. “40 χρόνια δεν έχουμε φτιάξει πολιτικές υγείας με βάση τη ζήτηση και τις ανάγκες του πληθυσμού. Οι άνθρωποι θέλουν συγκεκριμένα πράγματα. Όταν δεν τα βρίσκουν, τα πληρώνουν, εξ ου και η ιδιωτική δαπάνη ανέρχεται στο 40%”, σημείωσε.
Παράλληλα, ο Ηλίας Κυριόπουλος, αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών Υγείας στο London School of Economics (LSE), σημείωσε ότι το ελληνικό σύστημα υγείας, εκτός από τις διεθνείς προκλήσεις, είναι αντιμέτωπο και με χρόνιες διαρθρωτικές διαχειριστικές παθογένειες. Γι’ αυτό τον λόγο, όπως είπε, απαιτούνται τέσσερις προϋποθέσεις: να ξεφύγουμε από τις διαπιστώσεις ότι για όλα φταίει η ελληνική κακοδαιμονία, να ανακτήσει το σύστημα την αξιοπιστία του, να ανοίξουμε ένα παράθυρο στον κόσμο για να διδαχθούμε από τη διεθνή εμπειρία και το μέτρο σύγκρισης να μην είναι πού ήμασταν, αλλά πού μπορούμε να είμαστε.
Τέλος, η Έλενα Χουλιάρα, Πρόεδρος & Διευθύνουσα Σύμβουλος της AstraZeneca Ελλάδας και Κύπρου επισήμανε: “Είμαστε πολύ περήφανοι που σε συνεργασία με το London School of Economics και το World Economic Forum, η AstraZeneca ίδρυσε το πρόγραμμα PHSSR, που προσδοκά να απαντήσει στο ερώτημα εάν υπάρχει τρόπος να αναδιαρθρώσουμε τα συστήματα υγείας των χωρών για να αντέχουν καλύτερα σε έντονους κλυδωνισμούς και να ανακάμπτουν γρηγορότερα από κρίσεις. Αυτό που σίγουρα χρειαζόμαστε στην Ελλάδα για να δημιουργήσουμε ένα βιώσιμο και ανθεκτικότερο σύστημα υγείας, είναι μακροχρόνιες και ολοκληρωμένες πολιτικές. Πολιτικές υγείας & φαρμάκου που θα αυξάνουν την προβλεψιμότητα του κλάδου και θα έχουν ως βάση όχι την προσφορά, αλλά τη ζήτηση, τις ανάγκες δηλαδή των ίδιων των συνανθρώπων μας. Αυτές θα πρέπει δε, να προκύπτουν από το διάλογο όλων των εμπλεκόμενων φορέων και να αναφέρονται στο σύνολο του πληθυσμού, και όχι μόνο στους ασθενείς”.