Εκλογές 2023: Ο Κ. Παναγόπουλος (ALCO) αναλύει στο libre τις τελευταίες μετρήσεις – Το δίλημμα που βγάζει νικητή
«Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν πολύ σημαντική μείωση της οργής στην κοινωνία, μείωση της διάθεσης για ψήφο διαμαρτυρίας, επανασυσπείρωση των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας και επαναφορά της εκλογικής της επιρροής στα προηγούμενα επίπεδα», δηλώνει ο Διευθύνων Σύμβουλος της ALCO Κώστας Παναγόπουλος.
Όπως εξηγεί ο ίδιος μιλώντας στο libre «δεν ξεχάσαμε τι έγινε στα Τέμπη, δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ. Η προσέγγιση, όμως, των εκλογών, από την πλειονότητα, γίνεται με κλασσικούς πολιτικούς όρους. Αυτοί φαίνεται να ορίζουν το περιβάλλον και τα κριτήρια των επιλογών μας».
Συνέντευξη Χρόνης Διαμαντόπουλος
–Κύριε Παναγόπουλε έχουν περάσει περισσότεροι από δύο μήνες από το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Αμέσως μετά το ατύχημα υπήρχε η αίσθηση ότι οι πολίτες αντιμετώπιζαν τα πολιτικά κόμματα καχυποψία. Κυρίως την ΝΔ. Αυτό που είχε καταγραφεί ως «θυμός» εκτονώθηκε πιστεύετε; Και αν όχι πως θα καταγραφεί στις εκλογές; Με αποχή, με ενίσχυση μικρότερων κομμάτων, ή ο χρόνος λειτουργεί ως γιατρικό;
Το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, άλλαξε πολλά σε επίπεδο συναισθημάτων, αντιλήψεων, πρόθεσης εκλογικής συμπεριφοράς. Το σοκ που προκάλεσε η βίαιη και άδικη απώλεια δεκάδων συνανθρώπων μας, οδήγησε σε μία έκρηξη οργής, που, πράγματι, «χτύπησε» ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και περισσότερο το κυβερνών κόμμα, το οποίο, άλλωστε είχε επενδύσει σημαντικά στο αφήγημα του «επιτελικό κράτος».
Ως συνέπεια, οι δημοσκοπήσεις, τότε, αποτύπωσαν σημαντική μείωση της εκλογικής επιρροής της Νέας Δημοκρατίας, με αντίστοιχη άνοδο των αναποφάσιστων και άνοδο για τα λεγόμενα αντισυστημικά κόμματα.
Η εικόνα αυτή, δεν ισχύει σήμερα. Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν πολύ σημαντική μείωση της οργής στην κοινωνία, μείωση της διάθεσης για ψήφο διαμαρτυρίας, επανασυσπείρωση των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας και επαναφορά της εκλογικής της επιρροής στα προηγούμενα επίπεδα. Δεν ξεχάσαμε τι έγινε στα Τέμπη, δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ. Η προσέγγιση, όμως, των εκλογών, από την πλειονότητα, γίνεται με κλασσικούς πολιτικούς όρους. Αυτοί φαίνεται να ορίζουν το περιβάλλον και τα κριτήρια των επιλογών μας.
–Μέχρι τώρα κανένα κόμμα δεν έχει δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις στο θέμα της διακυβέρνησης της χώρας. Η ΝΔ, μέσω του πρωθυπουργού και των εκπροσώπων τονίζει ότι έχει ως στόχο την αυτοδυναμία στις εκλογές του Ιουλίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικεί την πρωτιά και την «προοδευτική» διακυβέρνηση. Δεν είναι χιλιοειπωμένα όλα αυτά;
Στην πολιτική επικοινωνία η επανάληψη συνιστά αναγκαιότητα, ιδίως όταν ένα κόμμα θεωρεί ότι αυτό που έχει να πει, έχει απήχηση στην κοινωνία.
Η ΝΔ, ορθώς, επιμένει στην αυτοδυναμία, παρουσιάζοντας την ως τη μόνη ρεαλιστική προοπτική διακυβέρνησης.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, επίσης ορθώς, επιμένει στην πρωτιά για «προοδευτική διακυβέρνηση», αν και το δικό του αφήγημα «θολώνουν» οι πολιτικές τοποθετήσεις των κομμάτων που αποτελούν τους αποδέκτες της πρότασης του. Εκτιμώ ότι με αυτή την στρατηγική πρόταξη υα συνεχίσουν τα δύο κόμματα, έως την 21η Μαίου.
–Τελικά βάσει τη σημερινής εικόνας των δημοσκοπήσεων, υπάρχει πιθανότητα αυτοδύναμης κυβέρνησης στις εκλογές του Ιουλίου εφόσον δεν προκύψει κυβέρνηση στις εκλογές του Μαΐου;
Οι δημοσκοπήσεις δεν είναι κάποιου είδους μαγικός καθρέφτης που δείχνει το μέλλον. Είναι εργαλεία αποτύπωσης της πραγματικότητας, τη χρονική στιγμή που πραγματοποιούνται. Το τι θα συμβεί σε μία δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, θα εξαρτηθεί, σε πολύ μεγάλο βαθμό, από το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαίου και το βαθμό που αυτό θα ενισχύσει ή θα αποδυναμώσει το δίλλημα περί αυτοδυναμίας.
Με την ευκαιρία, επιτρέψτε μου να προσθέσω, ότι το εργαλείο των δημοσκοπήσεων έχει μαθηματικά όρια, που συχνά δεν επιτρέπουν σαφείς απαντήσεις.
Εάν για παράδειγμα η εκλογική επιρροή ενός κόμματος αποτυπώνεται στο 32%, ενώ υπάρχει και ένα σημαντικό ποσοστό αναποφάσιστων, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι το ποσοστό του θα είναι υψηλότερο στην κάλπη (αφού θα προσελκύσει ένα μέρος των αναποφάσιστων). Ακόμα και αν προβλέψουμε πόσοι αναποφάσιστοι θα το επιλέξουν, και η εκτίμηση αυτή του δίνει 33,5%, με βάση το στατιστικό περιθώριο σφάλματος, το κόμμα αυτό θα κινηθεί μεταξύ 32% και 35%. Το κάτω όριο είναι μακριά από το ποσοστό που απαιτείται για αυτοδυναμία σε μία δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, ενώ το άνω όριο πολύ πιο κοντά.
–Πώς θα επιλέξουν οι πολίτες το κόμμα που θα ψηφίσουν; Με κριτήριο εκείνο που θα προκαλέσει το «λιγότερο κακό» ή θα είναι μια συνειδητή και ευθεία επιλογή;
Θα ξεχώριζα δύο παραμέτρους, που θεωρώ ως τις πιο σημαντικές που ορίζουν τις επιλογές μας.
- Πρώτη, η αντίληψη για το κόμμα που μπορεί να κυβερνήσει καλύτερα, για όσους προσεγγίζουν θετικά τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα, ή για το κόμμα που μπορεί να κυβερνήσει λιγότερο άσχημα, για όσους προσεγγίζουν την πολιτική πραγματικότητα αρνητικά.
Η παράμετρος αυτή, ενσωματώνει όλες τις διαστάσεις της διακυβέρνησης, με πιο σημαντική τη διάσταση της πραγματικής οικονομίας. Του πώς και πόσο, δηλαδή, οι πολίτες εκτιμούν ότι ένα κόμμα, ως κυβέρνηση, θα στηρίξει τους ίδιους, την οικογένεια τους, την επιχείρηση, τη δουλειά τους.
- Δεύτερη, η ισχύς και η πειστικότητα των διλλημάτων που, πολύ νωρίς έχουν θέσει τα κόμματα. Με δεδομένο το σύστημα της απλής αναλογικής στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση και σχεδόν βέβαιη την εκ νέου διεξαγωγή εκλογών, έχει ιδιαίτερη σημασία το πιο θα είναι το «ερώτημα» των εκλογών. Θα είναι η αυτοδυναμία ως προϋπόθεση της σταθερότητας, πως επιδιώκει η Νέα Δημοκρατία, ή θα είναι η αλλαγή για δικαιοσύνη παντού, όπως επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Η επικράτηση του ενός ή του άλλου διλήμματος, θα διαμορφώσει το πολιτικό περιβάλλον της πρώτης εκλογικής αναμέτρησης και θα προσδιορίσει το χαρακτήρα της ψήφου. Το αν και πόσο θα είναι «χαλαρή» ή όχι, «ψήφος διαμαρτυρίας» ή «ψήφος διακυβέρνησης».