Το (εκλογικό) γήπεδο του Μητσοτάκη και η σκληρή πραγματικότητα
Με την τηλεοπτική του ανακοίνωση που σήμανε την επίσημη έναρξη της προεκλογικής περιόδου (μετά την τυπική συνάντηση με την πρόεδρο της Δημοκρατίας) ο Κυριάκος Μητσοτάκης οριοθετεί το γήπεδο των διλημμάτων στα οποία βασίζει την τακτική του στην πορεία προς την 21η Μαϊου και, πιθανότατα, την δεύτερη αναμέτρηση στις 2 Ιουλίου.
Πρώτον, αξιοποιεί την αναβάθμιση της θέσης -από σταθερή σε θετική- της ελληνικής οικονομίας από την Standard&Poors για να ταυτίσει την κατάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας σε μετεκλογικό χρόνο με την πολιτική σταθερότητα. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει σχεδόν προεξοφλήσει τον στόχο αυτό αρκετές φορές, σχεδόν από την αρχή της τετραετίας, χωρίς, όμως, επιτυχία, δεν έχει σημασία. Πόσοι το θυμούνται άλλωστε;
Η σκέψη που προσπαθεί να μεταδώσει τηλεπαθητικά στους ψηφοφόρους είναι απλή: αφού η επενδυτική βαθμίδα είναι το “άπαν”, κι αφού η κατάκτησή της προϋποθέτει (από τους οίκους αξιολόγησης) την απουσία “πολιτικού κινδύνου”, το δίλημμα της αυτοδυναμίας ταυτίζεται με την σταθερότητα.
Δεύτερον, πάνω στον στόχο της κατάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας οικοδομείται και η κινδυνολογία περί “κυβέρνησης των ηττημένων”. Αφενός γιατί, κατά τον πρωθυπουργό, συνιστά “πολιτική τερατογέννεση”, οπότε θα είναι ασταθής, αφετέρου επειδή, σύμφωνα με το καλά δουλεμένο επικοινωνιακό αφήγημα, θα έχει ως υπουργό Οικονομικών τον…Γιάνη Βαρουφάκη του “επάρατου” 2015.
Το γεγονός ότι ο τελευταίος έχει καταστήσει σαφές σε όλους τους τόνους πως δεν πρόκειται να μπει σε καμία κυβέρνηση μετεκλογικών συνεννοήσεων είναι μόνο η αλήθεια που δεν μπορεί να χαλάσει μια… ωραία ιστορία. Ούτε, φυσικά, το γεγονός πως ο Αλέξης Τσίπρας διαψεύδει σε όλους τους τόνους ένα τέτοιο σενάριο.
Είναι, ωστόσο, αλήθεια πως οι πολιτικοί αντίπαλοι του Κυριάκου Μητσοτάκη κάνουν ότι μπορούν να ενισχύσουν την άποψη περί αυτοδυναμίας. Οι Γιάννης Δραγασάκης και Ευκλείδης Τσακαλώτος προκάλεσαν σύγχυση παρά τις διορθωτικές δηλώσεις τους, ο δε εκπρόσωπος του Μερα25 εμφανίστηκε από το πουθενά για να πει ότι θα μπορούσαν να κλείσουν οι τράπεζες. Επιπλέον, ο βασικός εταίρος μιας τέτοιας κυβέρνησης Νίκος Ανδρουλάκης συνεχίζει τον διμέτωπο λεπτών ισορροπιών, καίγοντας εσχάτως γέφυρες με τον ΣΥΡΙΖΑ εξαιτίας της υπόθεσης Γεωργούλη. Αναμφίβολα, η εικόνα δεν είναι ελκυστική για τους συντηρητικούς κεντρώους…
Η (μακρο)οικονομία των επενδύσεων -αυτές που ο Κώστας Σημίτης αποκάλεσε κερδοσκοπικού τύπου και αφελληνισμού επιχειρήσεων-, η διεθνής εικόνα του Κογκρέσου και των αμυντικών συνεργασιών, αλλά όχι της κατάρρευσης του κράτους δικαίου και των υποκλοπών, και ο κίνδυνος για μια κυβερνητική βαβέλ των αντιπάλων του, είναι το προνομιακό γήπεδο για τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Απευθυνόμενος σε συγκεκριμένα εκλογικά ακροατήρια προς το κέντρο και τα δεξιά του, είναι πιθανό τα παραπάνω επιχειρήματα να αποδειχθούν επαρκή για να μειώσουν την πτώση των ποσοστών της Ν.Δ, ιδιαίτερα μετά την τραγωδία των Τεμπών, κυρίως, όμως, για την ακρίβεια και την αισχροκέρδεια που αποτελούν τα μείζονα για τους πολίτες.
Είναι, από την άλλη, ένα φαινομενικά συγκροτημένο αφήγημα που μένει να διαπιστώσουμε εάν μπορεί, και σε ποιό βαθμό, την βαθιά δυσαρέσκεια της μεγάλης μερίδας των πολιτών. Το επόμενο κύμα των δημοσκοπήσεων ίσως τον επιβεβαιώσει. Συνηθίζεται άλλωστε. Η εκλογική αριθμητική της πρώτης κάλπης θα κρίνει πολλά. Διότι εάν ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατορθώσει να πλησιάσει το ποσοστό του 2019 και η Ν.Δ κινηθεί σε σημαντική απόσταση από την προβολή ποσοστού αυτοδυναμίας τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν. Εάν χάσει την πρωτιά, ανατρέπονται. Και ας κρατήσουμε μικρό καλάθι και για το νεοφυές ακροδεξιό μόρφωμα “ΕΑΝ” που ως φαίνεται θα αντικαταστήσει το προς αποκλεισμό κόμμα Κασιδιάρη. Εάν, η Βουλή που θα προκύψει από τις κάλπες είναι επτακομματική, τότε η αυτοδυναμία θα κάνει φτερά. Και τα σενάρια μετακινήσεων βουλευτών μάλλον καίγονται μετά την κίνηση του Κυριάκου Βελόπουλου να αποπέμψει έμμεσα τους “ύποπτους” βουλευτές του.
Όσο για το ΠΑΣΟΚ, οι μυλόπετρες μεταξύ πρώτης και δεύτερης κάλπης θα αποδειχθούν εξοντωτικές. Γενικώς, όμως, όποια κι αν είναι η κυβέρνηση που θα προκύψει τελικά -ας ελπίσουμε να μην χρειαστεί και τρίτη εκλογική αναμέτρηση Αυγουστιάτικα-, η σταθερότητα δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, τα δε μεγάλα οικονομικά, κοινωνικά, και εθνικά ζητούμενα της επόμενης διετίας θα είναι τόσο σοβαρά που κανείς δεν μπορεί να οραματίζεται “τετραετίες”…