Τίποτε δεν τελειώνει στις εκλογές, εκεί αρχίζουν όλα με δυσμενείς όρους…
Με μία πιθανότατα διπλή και τοξική εκλογική αναμέτρηση μπροστά είναι δύσκολο να μείνει χώρος για να συζητηθεί ουσιωδώς το “μετά”. Οι κομματικοί στρατοί έχουν πάρει θέση στο εκλογικό πεδίο μάχης και δεν μπορούν να δουν πέρα από τις πρώτες γραμμές των αντιπάλων ή τα τρόπαια (εξουσία) που θα αποκομίσουν εάν νικήσουν. Υπάρχει, όμως, και μία χώρα, υπάρχει η ίδια η κοινωνία, που θα πρέπει να ζουν και μετά την εκλογική μάχη.
Υπάρχουν τρεις βασικές παράμετροι που προσδιορίζουν το πριν και το μετά των εκλογών.
Πρώτον, η Ν.Δ, εκτός από το προβάδισμα (από 2 έως 4 μονάδες) που καταγράφει στις δημοσκοπήσεις προσέρχεται στις εκλογές με το σαφές δίλημμα περί αυτοδυναμίας. Επί της ουσίας, αυτό είναι το μοναδικό που μπορεί να διεκδικήσει, σε πρώτη ανάγνωση, ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο,τιδήποτε άλλο είναι πιθανό να πυροδοτήσει εσωτερική κρίση και αποσυσπείρωση, η οποία, ούτως ή άλλως, υφίσταται, καθώς εκατοντάδες ψηφοφόροι του 2019 έχουν μετακινηθεί στη ζώνη της αδιευκρίνιστης ψήφου και δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι θα επιστρέψουν (όπως μάλλον πρόχειρα και σχεδόν αντιεπιστημονικά υπολογίζουν κάποιοι δημοσκόποι). Για τον πρωθυπουργό, η ήττα, ή ακόμα και η απώλεια της αυτοδυναμίας δεν μπορεί να υπάρχει στον πολιτικό του ορίζοντα: θα σημάνει μία επώδυνη πολιτική περιπέτεια με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν έχει κατορθώσει να πείσει πως το ζητούμενο της προοδευτικής διακυβέρνησης (κυβέρνηση συνεργασίας) είναι κάτι εφικτό. Επειδή είναι πιστός στην απλή αναλογική οφείλει να το υπερασπιστεί μέχρι τέλους και θα το πράξει εξαντλώντας κάθε περιθώριο, εφόσον, όμως, στην πρώτη κάλπη διαθέτει προβάδισμα έστω και μιας ψήφου. Ορισμένοι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης διαφωνούν με τα περι “κυβέρνησης ηττημένων” και θεωρούν πως ακόμα κι αν ο ΣΥΡΙΖΑ υπολλείπεται με μικρή διαφορά από τη Ν.Δ θα έπρεπε να διερευνηθεί η πιθανότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας από την πρώτη κάλπη. Ο Αλέξης Τσίπρας επιμένει πως μεταξύ όσων λέγονται προεκλογικά και των μετεκλογικών σεναρίων συνεργασίας μεσολαβούν οι εκλογές, ήτοι η αμείλικτη αριθμητική των ποσοστών και των εδρών και, κυρίως, το φάσμα της συρρίκνωσης των μικρότερων κομμάτων στις μυλόπετρες της πόλωσης της δεύτερης κάλπης. Όμως, το κλίμα που έχει καλλιεργηθεί από τα “όχι” του Νίκου Ανδρουλάκη και τους όρους του Γιάνη Βαρουφάκη είναι βέβαιο πως θα δυσκολέψει πολύ την συνεννόηση τα εικοσιτετράωρα μετά την 21η Μαϊου.
Τρίτον, το ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται εκ των πραγμάτων ως ρυθμιστικός παράγοντας. Εάν ο Νίκος Ανδρουλάκης επιτύχει ποσοστό κοντά στο 12%, όπως ο ίδιος έχει πει, τότε θα ενεργοποιηθεί η πρότασή του για συνεργασίες, ίσως ακόμα και για κυβέρνηση ειδικού σκοπού. Ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ζει μια οριακή εκλογική αντίφαση: κατέρχεται στις κάλπες με σύνθημα να διώξει την κυβέρνηση Μητσοτάκη, επί της ουσίας, όμως, “προσεύχεται” να συγκεντρώσει αυτοδύναμη πλειοψηφία στην δεύτερη κάλπη η Ν.Δ, ώστε να μην αναγκαστεί να συνεργαστεί μαζί της. Γνωρίζει πως εάν μία συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ του στοιχίσει την αποχώρηση μιας μερίδας βουλευτών και στελεχών του, η κυβερνητική σύμπραξη με τη Ν.Δ θα σημάνει ένα κύμα φυγής κορυφαίων στελεχών, κυρίως, όμως, την συρρίκνωση της απήχησης του κόμματος σε βαθμό πολιτικής εξαφάνισης, πολύ χειρότερης, ίσως, από ότι υπέστη κατά την συνεργασία Σαμαρά- Βενιζέλου.
Εν κατακλείδι, όλα τα σενάρια είναι εύθραυστα. Ο,τιδήποτε προκύψει από τις εκλογές θα είναι μετάβαση σε ένα σκηνικό μεγάλης αβεβαιότητας και πολλαπλών πολιτικών και οικονομικών κινδύνων, πιθανότατα, δε, θα είναι μία κυβέρνηση -είτε ριακής αυτοδυναμίας, είτε συνεργασίας- με σχετικά μικρό χρονικό ορίζοντα και υπονομευμένη αξιοπιστία.
Η χώρα και το πολιτικό σύστημα εισέρχονται σε διακεκαυμένη ζώνη, εν μέσω τοξικότητας και διχαστικού κλίματος που θα αναστέλλουν τις κρίσιμες αποφάσεις που θα κληθεί να λάβει η νέα κυβέρνηση στην οικονομία, τα εθνικά θέματα, την εκ βάθρων αλλαγή του κράτους, τις μεταρρυθμίσεις που είναι απαραίτητες.
Τίποτε δεν τελειώνει στις εκλογές. Εκεί αρχίζουν όλα, με δυσμενείς όρους.