Τροπολογία για Κασιδιάρη: Βάζει ή όχι φρένο στα αντιδημοκρατικά κόμματα; Τρεις συνταγματολόγοι μιλούν στο libre για τα υπέρ και τα κάτα

 Τροπολογία για Κασιδιάρη: Βάζει ή όχι φρένο στα αντιδημοκρατικά κόμματα; Τρεις συνταγματολόγοι μιλούν στο libre για τα υπέρ και τα κάτα

Έχοντας συγκεντρώσει σφοδρές αντιδράσεις της πλειοψηφίας των κομμάτων της αντιπολίτευσης προκαλώντας παράλληλα δικαστική και πολιτική αναταραχή αλλά και επικρίσεις ότι η όλη υπόθεση αποτελεί την καλύτερη χορηγία για τον νεοναζί Κασιδιάρη, η νέα διορθωτική τροπολογία που επιχειρεί να βάλει φρένο στο κόμμα του καταδικασθέντος εγκληματία της Χρυσής Αυγής, ψηφίστηκε στη Βουλή με τις ψήφους ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.

Την ίδια ώρα η αρχική αλλά και η διορθωτική τροπολογία έχει προκαλέσει διένεξη στο δικαστικό σώμα που κατέληξε στην παραίτηση Τζανερίκου ο οποίος κατήγγειλε παρέμβαση στη Δικαιοσύνη, ενώ οι απόψεις των συνταγματολόγων διίστανται όσον αφορά στο αν όντως συνιστά παρέμβαση και το σπουδαιότερο αν όντως η κυβερνητική ρύθμιση μπορεί να αποτελέσει ανάχωμα στη συμμετοχή εγκληματικών κομμάτων στις εκλογές.

Το libre για ακόμη μια φορά απευθύνθηκε σε τρεις συνταγματολόγους οι οποίοι αναπτύσσουν διαφορετική επιχειρηματολογία ως προς την ουσία της τροπολογίας ενώ παίρνουν θέση και στο μείζον θέμα που ανέκυψε και αφορά το ερώτημα αν τελικά αποτελεί ή όχι παρέμβαση στη Δικαιοσύνη.

  • Σύμφωνα με τον Συνταγματολόγο Κώστα Μποτόπουλο «η τελική ρύθμιση και χρειαζόταν και κινείται, έστω οριακά, εντός συνταγματικού πλαισίου και υπηρετεί, ξεκάθαρα, τη δημοκρατία», ενώ με την άποψη αυτή συμφωνεί και η καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ Λίνα Παπαδοπούλου εξηγώντας ότι «η τροπολογία που διευρύνει τη σύνθεση του Α Τμήματος κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση».

Σε ενταλώς διαφορετική κατεύθυνση ο αναπληρωτής καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου του ΑΠΘ Ακρίτας Καϊδατζής εξηγεί ότι η τροπολογία της κυβέρνησης που προβλέπει ότι η απόφαση δεν θα ληφθεί από το τμήμα υπό τη συνήθη πενταμελή αλλά σε ολομελή σύνθεση, «είναι καταστροφική» καθώς εκτιμά ότι «απομακρύνει το ενδεχόμενο να υπάρξει δικαστική απόφαση αποκλεισμού αντιδημοκρατικών κομμάτων».

Ακολουθούν αναλυτικά οι απόψεις των τριών Συνταγματολόγων:

«Η Πολιτεία δεν έμεινε αμέτοχη»

  • Κύριε Μποτόπουλε αντιμετωπίζουμε ένα κρίσιμο ζήτημα, να δούμε ένα κόμμα αντίγραφο της Χρυσής Αυγής  έτοιμο με συνδυασμούς για την κάθοδό του στη Βουλή. Ποιος θα ευθύνεται αν συμβεί αυτό;
Κώστας Μποτόπουλος
Συνταγματολόγος

Αν τελικά το κόμμα αυτό εισέλθει στη Βουλή, ο μόνος που θα έχει την ευθύνη θα είναι ο λαός, το τμήμα εκείνο του εκλογικού σώματος που θα το ψηφίσει, σε ποσοστό τουλάχιστον 3% -γιατί αυτό είναι το «κατώφλι» εισόδου κομμάτων στη Βουλή και με σύστημα απλής αναλογικής και με πλειοψηφικό σύστημα.

Για το αν θα επιτραπεί στο κόμμα αυτό να συμμετάσχει στις εκλογές, αρμόδιο να αποφανθεί είναι το Α Τμήμα του Αρείου Πάγου.

Αυτό που αλλάζει στις εκλογές της 21ης Μαΐου είναι ότι ο νόμος έχει πλέον θέσει νέες και πιο ειδικές προϋποθέσεις για αυτή τη δικαστική κρίση, εισάγοντας αφενός το τεκμήριο ΜΗ υπηρέτησης του δημοκρατικού πολιτεύματος για κόμμα στο οποίο είναι υποψήφιο πρόσωπο καταδικασμένο για συμμετοχή, μεταξύ άλλων, σε εγκληματική οργάνωση, και αφετέρου την έννοια της «πραγματικής ηγεσίας»: το κόμμα μπορεί επίσης να αποκλειστεί εάν η «πραγματική ηγεσία» του έχει καταδικαστεί για ορισμένα πολύ σοβαρά εγκλήματα.  

Απέναντι στο κρισιμότατο για τη δημοκρατία ζήτημα συμμετοχής στις εκλογές «αντιγράφων της Χρυσής Αυγής», όπως το θέσατε, η Πολιτεία, από την πλευρά της, έκανε μια επιλογή: να μη μείνει αμέτοχη, αφήνοντας πλήρως στο λαό την επιλογή για είσοδο στη Βουλή τέτοιων κομμάτων/μορφωμάτων, αλλά να επιχειρήσει να θέσει όχι «εμπόδια», όπως καμιά φορά λέγεται, αλλά δημοκρατικές προϋποθέσεις.

Αυτή η προσπάθεια υλοποιήθηκε με νομοθέτηση σε δυο στάδια –η αρχική ρύθμιση ψηφίστηκε στις αρχές Φεβρουαρίου και η συμπληρωματική αυτήν την Τρίτη.

Παρά τα προβλήματα, εγγενή –το Σύνταγμα δεν προβλέπει απαγόρευση κομμάτων (άρθρο 29), ενώ απαιτεί αμετάκλητη καταδίκη για μη εκλογιμότητα προσώπου (άρθρα 55 και 51)- και αποφεύξιμα –νομοθέτηση «πυροσβεστική» και μάλλον πρόχειρη, όπως αποδεικνύει το γεγονός ότι χρειάστηκε προσθήκη-, θεωρώ πως η τελική ρύθμιση και χρειαζόταν και κινείται, έστω οριακά, εντός συνταγματικού πλαισίου και υπηρετεί, ξεκάθαρα, τη δημοκρατία.        

  • Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπιστεί από το σύνολο του πολιτικού κόσμου;

Το καλύτερο, κατά τη γνώμη μου, θα ήταν να συνέβαιναν δυο πράγματα που φαίνεται πως δεν θα συμβούν. Την πιθανότητα επανόδου «αντιγράφων της Χρυσής Αυγής» να είχε αποκλείσει, ήδη πριν από τις εκλογές, ο λαός, ενθυμούμενος και αξιολογώντας αυτό που υπήρξε, και που αποδείχθηκε στο δικαστήριο ότι έκανε, η «πραγματική» Χρυσή Αυγή. Και την προσπάθεια φραγμού σε τέτοια μορφώματα να είχε στηρίξει ολόκληρο το λεγόμενο «συνταγματικό τόξο» και όχι μόνο η κυβερνητική παράταξη και –επιτρέψτε μου αυτή την προσωπική κρίση- το πάντα αταλάντευτο στην υπεράσπιση της δημοκρατίας ΠΑΣΟΚ. Ειδικά η αποχή της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι, στα μάτια μου, ακατανόητη, βλαπτική και οδυνηρή.  

  • Πώς θα σχολιάζατε την παραίτηση του Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου μετά το θέμα που δημιούργησαν οι δηλώσεις του;

Θα ήθελα να πιστεύω ότι η παραίτηση ήρθε ως συνέπεια αφενός της συνειδητοποίησης του αδιεξόδου, για τον ίδιο αλλά και για τον Άρειο Πάγο, στο οποίο οδηγούσαν οι αρχικές δηλώσεις του και αφετέρου της βούλησης του, την οποία υποβοήθησε και το γεγονός ότι σύντομα θα έφτανε στο όριο της συνταξιοδότησης, για εκτόνωση της κατάστασης. Η εκτόνωση σε κάποιο βαθμό επιτεύχθηκε, αλλά τα θεσμικά ατοπήματα δεν διαγράφονται πλήρως. Ως τέτοια εντοπίζω τη δημοσιοποίηση της διαφωνίας, τον οξύ της τόνο, την θέση του προσωπικού (ο Αντιπρόεδρος διέγνωσε μη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του εκ της εισαγόμενης ρύθμισης) πάνω από το συλλογικό συμφέρον (ενισχύονται τα εχέγγυα «δίκαιης κρίσης» με την αύξηση των δικαστών που θα κρίνουν από 5 σε 10), το εκ των έσω πλήγμα στην αξιοπιστία της όποιας μελλοντικής απόφασης για το «αντίγραφο της Χρυσής Αυγής». Το κρίσιμο πάντως τώρα είναι να δούμε μπροστά: ο πραγματικός αγώνας δεν έχει να κάνει με πρόσωπα, αλλά με την υπεράσπιση της δημοκρατίας.

«Η ρύθμιση ενισχύει και δεν υποσκάπτει το φαίνεσθαι –αν όχι και το γίγνεσθαι- της δικαστικής ανεξαρτησίας»

Η τροπολογία που διευρύνει τη σύνθεση του Α΄ Τμήματος κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Και αυτό επειδή, για ένα τόσο μείζον ζήτημα, όπως η συμμετοχή ή μη ενός κόμματος στις εκλογές, που άπτεται της έκφρασης της λαϊκής βούλησης και της ανάδειξης Βουλής και Κυβέρνησης, η ολομελής σύνθεση αφενός διασφαλίζει πιο αξιόπιστη κρίση αφετέρου εξαλείφει κάθε υπόνοια ή δυνατότητα για επηρεασμό της κρίσης μέσω της επιλογής των μελών της σύνθεσης.

Λίνα Παπαδοπούλου Καθηγήτρια
Συνταγματικού Δικαίου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Την επιλογή αυτή θα έκανε ο Πρόεδρος του Τμήματος, ο οποίος με τη σειρά του έχει επιλεγεί από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Η νέα ρύθμιση είναι, συνεπώς, θετική, επειδή εξουδετερώνει όχι μόνον τη δυνατότητα επιλογής αλλά και την υπόνοια ότι αυτή θα γινόταν με κριτήριο και σκοπό τη μία ή την άλλη κατάληξη της διαδικασίας. Η δικαστική εξουσία δεν αρκεί να είναι ανεξάρτητη, πρέπει και να φαίνεται ότι είναι ανεξάρτητη.

Η αιτίαση του παραιτηθέντος Προέδρου του Α1΄ Τμήματος κ Τζανερίκου ότι αυτό δεν έχει ξανασυμβεί, να αποφασίζει δηλαδή η Ολομέλεια του Τμήματος, αντί μιας 5μελούς σύνθεσης, δεν είναι βάσιμη, εφόσον ο νόμιμος δικαστής ορίζεται από τον νόμο, η υπόθεση δεν εκκρεμεί ήδη (παρότι πρόκειται για μία καταρχήν διοικητική αρμοδιότητα η παρέμβαση εν μέσω αυτής δεν θα ήταν σύμφωνη με το κράτος δικαίου) και πάντως και η ίδια η διαδικασία αποκλεισμού συνδυασμού είναι πρωτόγνωρη, οπότε γιατί όχι και η σύνθεση που θα τη φέρει σε πέρας. Ιδίως μάλιστα που, όπως σημειώσαμε παραπάνω, η ρύθμιση επί της ουσίας ενισχύει και δεν υποσκάπτει το φαίνεσθαι –αν όχι και το γίγνεσθαι- της δικαστικής ανεξαρτησίας.

  • Βεβαίως, το θέμα της επιλογής Προέδρων και Αντιπροέδρων από την Κυβέρνηση –και δη πλήθος Αντιπροέδρων και όχι μόνον ενός- αφενός και της μεγάλης επιρροής που αυτοί ασκούν στις συνθέσεις των δικαστηρίων είναι ένα ευρύτερο θέμα και διαχρονικό αγκάθι στο κράτος δικαίου στην Ελλάδα, που θα ήταν καλύτερο να συζητηθεί με ψυχραιμία εκτός τεταμένου προεκλογικού κλίματος.

Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, πάντως, το ελάχιστο που θα έπρεπε να διασφαλιστεί, και ορθώς διασφαλίζεται, είναι το διευρυμένο και αντικειμενικά προσδιορισμένο όργανο αντί μιας ολιγομελούς επιλεγμένης σύνθεσης. Και αυτό παρότι αναντίλεκτα θα έπρεπε και η απόφαση για την Χρυσή Αυγή να έχει, από καιρό, καταστεί τελεσίδικη, ακόμη καλύτερα αμετάκλητη, και οι σχετικές ρυθμίσεις του εκλογικού νόμου να έχουν ψηφισθεί σε προγενέστερο χρονικό σημείο.

«Απονενοημένη κίνηση με καταστροφικά αποτελέσματα»

Η κακότεχνη νομοθετική ρύθμιση που ψηφίστηκε τον περασμένο Φεβρουάριο (άρθρο 102 του ν. 5019/2023) υπήρξε, όπως αρκετοί είχαμε επισημάνει, νομοτεχνικά ατελής και απρόσφορη για το σκοπό που υποτίθεται ότι επιδιώκει: τον αποκλεισμό αντιδημοκρατικών κομμάτων από τις εκλογές. Για να κλονιστεί το, έτσι κι αλλιώς ασταθές, νομοθετικό οικοδόμημα άρκεσε η δήλωση επίτιμου αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ότι προτίθεται να αναλάβει την ηγεσία πολιτικού κόμματος που ιδρύθηκε από καταδικασμένο νεοναζί.

Ακρίτας Καϊδατζής
Αναπλ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου Α.Π.Θ.

Από τυπική-νομική άποψη, αυτή η σοκαριστική για επίτιμο λειτουργό της δικαιοσύνης ενέργεια δεν αλλάζει πολύ τα πράγματα. Η διάταξη εξακολουθεί να προβλέπει τον αποκλεισμό από τις εκλογές κομμάτων που ιδρυτικά μέλη ή διατελέσαντες πρόεδροί τους έχουν καταδικαστεί, ακόμα και πρωτοδίκως, για εγκληματική οργάνωση. Επομένως, ακόμα και μετά την αλλαγή ηγεσίας, η διάταξη, θεωρητικά, μπορεί να εφαρμοστεί.

Είναι όμως προφανές ότι η εξέλιξη αυτή προκαλεί τεράστια ηθική και ψυχολογική πίεση στους δικαστές του Α1 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου που θα κληθούν να την εφαρμόσουν.

Θα βρεθούν στην εξαιρετικά δυσχερή θέση να πρέπει να αποφασίσουν αν θα αποκλείσουν κόμμα στην ηγεσία του οποίου βρίσκεται ένα πρόσωπο υψηλού κύρους, ανώτατος δικαστικός λειτουργός επί τιμή, μέχρι πρότινος συνάδελφός τους, με μακρά και ανεπίληπτη διαδρομή στο δικαστικό σώμα.

Σε μια απονενοημένη κίνηση, η κυβέρνηση έφερε εσπευσμένα νέα τροπολογία που, χωρίς να αλλάζει κάτι επί της ουσίας, έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα, όπως έδειξε η, τουλάχιστον άκομψη, δημόσια αντίδραση και τελικά παραίτηση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου που προεδρεύει στο Α1 τμήμα. Η τροπολογία προβλέπει ότι η απόφαση δεν θα ληφθεί από το τμήμα υπό τη συνήθη πενταμελή αλλά σε ολομελή σύνθεση, εκφράζοντας έτσι εμμέσως, κατά τρόπο εξίσου ή και περισσότερο άκομψο, δυσπιστία στην τακτική σύνθεση και τον πρόεδρό του.

  • Η εξέλιξη αυτή είναι καταστροφική. Δεν επιβεβαιώνει απλώς την απρονοησία της κυβερνητικής πλειοψηφίας να δεχθεί τη σαφή και καθαρή ρύθμιση που είχαν προτείνει αρκετοί και είχε υιοθετήσει η αξιωματική αντιπολίτευση, δηλαδή τον αποκλεισμό συνδυασμών που περιλαμβάνουν υποψήφιους καταδικασμένους για εγκληματική ή τρομοκρατική οργάνωση.

Κυρίως, απομακρύνει το ενδεχόμενο να υπάρξει δικαστική απόφαση αποκλεισμού αντιδημοκρατικών κομμάτων, αφού στη σχετική κρίση του Α1 τμήματος του Αρείου Πάγου, μοιραία, θα υπεισέλθουν πλέον –παρότι κανένας απολύτως λόγος δεν υπήρχε να συμβεί αυτό– και αξιολογήσεις σχετικά με την τήρηση των συνταγματικών αρχών του νόμιμου δικαστή και της δικαστικής ανεξαρτησίας.    

Σχετικά Άρθρα