Όξυνση σε δικαστικό και πολιτικό επίπεδο από τις παλινωδίες για την τροπολογία – μπλόκο στον Κασιδιάρη – “Βόμβα” Τζενερίκου, σφοδρές αντιδράσεις της αντιπολίτευσης
Μείζον θέμα σε δικαστικό και πολιτικό επίπεδο έχει προκαλέσει η κυβερνητική τροπολογία μπλόκο στο κόμμα Κασιδιάρη, και ειδικότερα η αλλαγή βάσει της οποίας θα αποφασίζει πλέον η Ολομέλεια του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου και όχι ένα μέρος του. Η αντίδραση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου Χρήστου Τζενερίκου ήταν ηχηρή και προκάλεσε θύελλα.
Σε δήλωσή του, μεταξύ άλλων ο κ. Τζανερίκος έκανε λόγο για ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία του Αρείου Πάγου, τονίζοντας πως η συγκεκριμένη διάταξη αποτυπώνει “δυσπιστία και έλλειψη εμπιστοσύνης” στο πρόσωπό του.
Αναφέρθηκε επίσης και σε δήλωση του αρμόδιου υπουργού Εσωτερικών, κάνοντας λόγο πως “υποδεικνύει” στους δικαστές ποια θα πρέπει να είναι η κρίση τους.
“Πρωτοφανής, καθόσον αποτελεί ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία του Αρείου Πάγου. […] Η ρύθμιση, που εισάγεται, αποτυπώνει, φωτογραφικά, τη δυσπιστία και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπό μου, αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας να ορίζω την (πενταμελή) σύνθεση του τμήματος του οποίου είμαι Πρόεδρος”, ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Τζανερίκος.
Αναλυτικά η δήλωση του αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου
«Με βάση την τροπολογία – προσθήκη του ΥΠΕΣ, με την οποία τροποποιείται η παρ. 1 του άρθρου 32 του Π.Δ. 26/2012, εισάγεται η πρωτοφανής για τα δικαστικά χρονικά ρύθμιση, που θεσμοθετεί την ολομέλεια πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου. Πρωτοφανής, καθόσον αποτελεί ευθεία παρέμβαση στη λειτουργία του Αρείου Πάγου, αφού τόσο κατά το άρθρο 23 του προϊσχύσαντος Ν. 1756/1988, όσο και κατά το άρθρο 27 του ήδη ισχύοντος Ν. 4938/2022: “…Κάθε τμήμα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και τέσσερις (4) αρεοπαγίτες…” και όχι από το σύνολο των αρεοπαγιτών, που υπηρετούν σ’ αυτό, ο αριθμός των οποίων, σημειωτέον, δεν είναι ο ίδιος σε όλα τα τμήματα, αλλά μπορεί να μεταβάλλεται, με σχετικές αποφάσεις της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου ή σε έκτακτες περιπτώσεις με πράξεις του προέδρου του ΑΠ, που εγκρίνονται από την Ολομέλεια αυτού. Ουδέποτε έχει προβλεφθεί Ολομέλεια τμήματος συγκροτούμενη απ’ όλους τους δικαστές αυτού. Να σημειωθεί, ακόμα, ότι σε περίπτωση ισοψηφίας σε “Ολομέλεια” τμήματος με άρτιο αριθμό Δικαστών, αφού οι πολυμελείς συνθέσεις (άρθρο 4 Ν. 1756/1988 και ήδη ισχύοντος 4938/2022) πρέπει να έχουν περιττό αριθμό, θα έπρεπε να εισαχθεί (δίκην σωματείου) ρύθμιση ότι υπερισχύει η γνώμη του προέδρου του.
Η ρύθμιση, που εισάγεται με την επίμαχη τροπολογία, παρά την κατ’ επίφαση αιτιολογία της, δηλαδή της “θωράκισης της όποιας απόφασης του Αρείου Πάγου” για την ανακήρυξη ή μη κομμάτων, που αναφέρονται στο άρθρο 32 του Π.Δ. 26/2012, ώστε να μη μπορεί αυτή να αμφισβητηθεί, αποτυπώνει, φωτογραφικά, τη δυσπιστία και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο πρόσωπό μου, εκ μέρους της κυβέρνησης, που είχε τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία, αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας να ορίζω την (πενταμελή) σύνθεση του τμήματος, του οποίου είμαι πρόεδρος. Άραγε οι εκατοντάδες χιλιάδες αποφάσεις των τμημάτων του Αρείου Πάγου, που έχουν εκδοθεί ή θα εκδοθούν με τις πενταμελείς τους συνθέσεις και όχι από τις ολομέλειές τους δεν είναι θωρακισμένες και μπορεί να αμφισβητούνται; Η δεύτερη προσθήκη, κατά την οποία το Α1 τμήμα του ΑΠ, μπορεί να ζητεί στοιχεία για την τεκμηρίωση της σχετικής του κρίσης, από τις – κατά περίπτωση – αρμόδιες ή άλλες αρχές ήταν εντελώς περιττή, αφού με την ήδη ισχύουσα, από τον περασμένο Φεβρουάριο, ρύθμιση το τμήμα ελέγχει και αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των προϋποθέσεων ανακήρυξης, Στο πλαίσιο, επομένως, της αυτεπάγγελτης έρευνάς του, από που θα αντλούσε τα στοιχεία, για την τεκμηρίωση της κρίσης του; από τον μπακάλη της γειτονιάς;
Τέλος, δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι ο ΥΠΕΣ, προαναγγέλλοντας την τροπολογία σε εκπομπή της ΕΡΤ την Πέμπτη (06/04), παρενέβη, ανεπίτρεπτα, ευθέως στην κρίση του Α1 τμήματος του ΑΠ, αφού δήλωσε, μεταξύ άλλων: “Δεν μπορεί να υπάρχει μια βαθιά αντίφαση, από τη μια μεριά το ποινικό τμήμα της δικαιοσύνης (σημ: ξέχασε να πει κατωτέρου του ΑΠ Δικαστηρίου) να τον καταδικάζει (σ.σ. τον Κασιδιάρη) ως αρχηγό εγκληματικής οργάνωσης και να έρχεται ένα άλλο τμήμα της δικαιοσύνης επίσης, το Α1 του Αρείου Πάγου, που λέει ότι είναι πολιτικός αρχηγός”. Δηλαδή, ο ΥΠΕΣ, εμμέσως, πλην σαφώς υπέδειξε στους Δικαστές του Α1 τμήματος ποια θα πρέπει να είναι η κρίση τους, για το συγκεκριμένο θέμα».
Άμεση και εντονότατη ήταν η αντίδραση του Μάκη Βορίδη, δηλώνοντας ότι “η κυβέρνηση σέβεται την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και δεν αντιπαρατίθεται με αυτήν”.
Μάλιστα, άφησε σαφείς αιχμές κατά του ΣΥΡΙΖΑ, κατηγορώντας το κόμμα ότι “προτιμά για ένα τέτοιο ζήτημα κατ’ επιλογήν περιορισμένη σύνθεση δικαστηρίου αντί για την ολομέλεια του δικαστικού σχηματισμού”.
Αναλυτικά η απάντηση του Μάκη Βορίδη:
«Σε σχέση με δηλώσεις του Προέδρου του Α1 Τμήματος του Αρείου Πάγου επισημαίνονται τα εξής:
Η Κυβέρνηση σέβεται την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και δεν αντιπαρατίθεται με αυτήν. Επισημαίνουμε ότι για μία μείζονος σημασίας επικείμενη κρίση που αφορά την συμμετοχή στις εκλογές κομμάτων που έχουν ως ιδρυτικά τους μέλη ή ως υποψήφιους τους ή ως πραγματικούς αρχηγούς καταδικασμένους για το κακούργημα της ηγεσίας εγκληματικής οργανώσεως, η θέση της Κυβέρνησης είναι απλή: περισσότερα μάτια, εγκυρότερη κρίση, χωρίς καμία εξαίρεση δικαστή του αρμόδιου τμήματος από τη σύνθεση.
Η νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης θωρακίζει την κρίση της Δικαιοσύνης, όποια και αν θα είναι αυτή. Τονίζεται ότι η σύνθεση του Α1 Τμήματος είναι δεδομένη και ουδόλως επηρεάζεται από την κυβερνητική νομοθετική πρωτοβουλία. Σε κάθε περίπτωση, είναι αυτονόητο ότι σε δημοκρατικά πολιτεύματα η νομοθέτηση ανήκει στην αρμοδιότητα της Βουλής και όχι στην επιλογή του κάθε δικαστή.
Είναι δε μάλλον ανεξήγητη η στάση του ΣΥΡΙΖΑ που προτιμά για ένα τέτοιο ζήτημα κατ’ επιλογήν περιορισμένη σύνθεση δικαστηρίου αντί για την ολομέλεια του δικαστικού σχηματισμού.
Σε ό,τι με αφορά, ουδέποτε προεξόφλησα την κρίση της Δικαιοσύνης, αντιθέτως κατ’ επανάληψη έχω δηλώσει ότι προφανώς δεν μπορώ να την προδικάσω αλλά εξήγησα τον λόγο που κατέστησε αναγκαία την ήδη υφιστάμενη νομοθετική ρύθμιση. Χωρίς αυτήν άλλωστε δεν θα υπήρχε δυνατότητα της σχετικής κρίσεως από το Α1 Τμήμα του Αρείου Πάγου».
- Με αιχμές, αλλά και πρόθεση να συμβάλουν στον αποκλεισμού του λεγόμενου “κόμματος Κασιδιάρη”, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ αντέδρασαν στην εν λόγω τροπολογία.
Σε ανακοίνωσή του ο ΣΥΡΙΖΑ στράφηκε κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη, κατηγορώντας τον ότι “με αυτές τις συνταγματικές ακροβασίες φουσκώνει τα ποσοστά της ακροδεξιάς”.
Στο ίδιο μήκος κύματος “κινήθηκαν” και οι αντιδράσεις του ΠΑΣΟΚ, κατά τις οποίες οι εξελίξεις είναι “δυσάρεστες”, χαρακτηρίζοντας την τροπολογία “μονομερή και πρόχειρη”.
Αντίθετα, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος, δεν ακολούθησε την “πεπατημένη” του κόμματος, προτείνοντας να οριστεί νομοθετικά ως αρμόδιος η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
- Την ερχόμενη Τρίτη αναμένεται να διεξαχθεί η ψήφιση της συμπληρωματικής τροπολογίας για το “μπλόκο” στο “κόμμα” του Ηλία Κασιδιάρη.
Σε πρόσφατες δηλώσεις του, ο Μάκης Βορίδης αναφερόμενος στο περιεχόμενό της, είπε πως στόχος είναι “να ενισχύσουμε την δικαστική κρίση. Τίποτε περισσότερο. Να την θωρακίσουμε, να την κάνουμε πιο ισχυρή. Να μην έχει κανένα περιθώριο αμφισβητήσεως” σημειώνοντας πως “σε αυτή την κατεύθυνση θα είναι η εκδήλωση της συμπληρωματικής παρέμβασής μας”.
Αναφερόμενος συνολικά στο ζήτημα είπε πως “εμείς ξεκαθαρίζουμε: Θεωρούμε αδιανόητο το να υπάρχει καταδικασμένος για ηγεσία εγκληματικής οργανώσεων που να υποδύεται τον πολιτικό αρχηγό”.
“Τα έχουμε πει στην διάταξή μας αυτά” σχολίασε αναφερόμενος στην σχετική τροπολογία που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση στις 8 Φεβρουαρίου τονίζοντας πως “έχουμε φτάσει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο μετά από πολύ σκέψη”.
Ο κ. Χαράλαμπος Ανθόπουλος, καθηγητής Δημοσίου Δικαίου Ε.Α.Π. δήλωσε: «Μένω έκπληκτος με το μάλλον επιθετικό ύφος και πάντως απροσδόκητο. Ένα ύφος λόγου απροσδόκητο για ανώτατο δικαστή. Το δε επιχείρημα ότι αυτό δεν έχει ξαναγίνει δεν είναι εύλογο διότι ούτε είχε ξαναγίνει μία τέτοια υπόθεση και μία τέτοιου είδους κρίση μέχρι τώρα το Α1 κατά την ανακήρυξη των συνδυασμών των κομμάτων λειτουργούσε με εντελώς επικό κατά κανόνα τρόπο. Η ρύθμιση αυτή είναι δικαιολογημένη λόγω της κρισιμότητας του θέματος ενώ μου φαίνεται αδικαιολόγητη η παρέμβαση του κυρίου Τζανερίκου».
Ο κ. Πάνος Λαζαράτος, καθηγητής Διοικητικού Δικαίου Νομικής Σχολής Παν. Αθηνών είπε μιλώντας στον Σκάι: «Θεωρώ θεσμικά απαράδεκτο να διεξάγονται τέτοιες συζητήσεις ιδίως την πρωτοβουλία του ανώτατου δικαστή σε μία τέτοια στιγμή που αν θέλετε τον οδηγεί σε αυτοεξαίρεση, θεωρώ πως θα κάνει δήλωση αποχής από τη διαδικασία που έρχεται σε λίγες ημέρες. Μιλάει για φωτογραφική αντιμετώπιση ως προς το πρόσωπό του. Αυτό κατά τη γνώμη μου δεν ισχύει δεν πρόκειται για φωτογραφική ρύθμιση σε καμία περίπτωση πρόκειται και πάλι για γενική και αφηρημένη ρύθμιση η οποία εξοπλίζει με πολύ περισσότερες εγγυήσεις αυτή την απόφαση».
Ο κ. Αντώνης Μανιτάκης, ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ, Επικεφαλής Επιτροπής Επιστημονικού Συμβουλίου Νομικής Λευκωσίας τόνισε: «Δεν βλέπω εκ πρώτης όψεως ανεπίτρεπτη συνταγματικά παρέμβαση ούτε στο έργο ούτε στην οργάνωση ούτε στην λειτουργία του δικαστηρίου. Η αύξηση αυτή που αποφασίζεται πιστεύω ότι παρέχει μεγαλύτερα εχέγγυα και αντικειμενικότητας και απρόσωπης και ορθής κρίσης. Αφού θα αποφασίζει ένας διπλάσιο αριθμό δικαστών. Η ρύθμιση έχει στόχο την διασφάλιση της όποιας απόφασης του Αρείου Πάγου, έναντι πιθανών ενστάσεων».
Ο συνταγματολόγος Κώστας Μποτόπουλος δήλωσε: «Το ότι αυτό δεν έχει ξαναγίνει δε σημαίνει αναγκαστικά ότι είναι παράνομο πάντως πράγματι, και το είπα και λέγοντας πριν ότι δεν ήταν αναγκαία, αυτό ήταν ένα ζήτημα που αποτελεί interna corporis. Δηλαδή και εσωτερική λειτουργία του δικαστηρίου. Όμως ξαναλέω κατά τη γνώμη μου από μόνη της η νομοθετική αυτή ρύθμιση όσο και αν έχει τα προβλήματα που είπαμε δηλαδή δεν είναι αναγκαία και συνιστά κακή νομοθέτηση δε νομίζω ότι είναι παράνομη».
- Νωρίτερα, ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος πρότεινε να οριστεί νομοθετικά ως αρμόδιος ο υφιστάμενος μείζων σχηματισμός του Αρείου Πάγου, η Ολομέλεια του, κατά τις ισχύουσες ως προς αυτήν ρυθμίσεις
Μάλιστα, σε δήλωσή του τόνισε:
«Η δημόσια αντίδραση του Αντιπρόεδρου του Αρείου Πάγου – Προέδρου του Α1 Τμήματος για τη νομοθετική πρωτοβουλία της Κυβέρνησης με την οποία καθορίζεται ο δικαστικός σχηματισμός που θα κρίνει τη συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 32 της εκλογικής νομοθεσίας ( ΠΔ 26/2012, όπως ισχύει) και ο αδιανόητος θεσμικά δημόσιος διάλογός του με τον Υπουργό Εσωτερικών, καθιστούν αναγκαίες άμεσες κινήσεις που δεν θα επιτρέπουν σε κανέναν να θέσει, σε οποιοδήποτε επίπεδο, ζητήματα σχετικά με τα θεμελιώδη δικαιώματα στον νόμιμο δικαστή, τη δικαστική προστασία και ακρόαση και τη νόμιμη δίκη (άρθρα 8 και 20 παρ.1 Συντ., άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ)».