Ανησυχία στην έκθεση της ΤτΕ: Το αυξημένο κόστος στην τραπεζική χρηματοδότηση μειώνει την πιστωτική επέκταση
Στην ετήσια Έκθεσή του για την ελληνική οικονομία ο Διοικητής Γ. Στουρνάρας δεν έκρυψε την ανησυχία του για τον σχεδόν σίγουρο περιορισμό της πιστωτικής επέκτασης το 2023 λόγω της αύξησης του κόστους τραπεζικής χρηματοδότησης, που προκαλούν η άνοδος των επιτοκίων και η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας. Όπως σημειώνει, «η επικείμενη επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου του ΑΕΠ το 2023 θα επιδράσει αρνητικά, αφενός, στη ζήτηση δανείων από τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά και, αφετέρου, στην προσφορά πιστώσεων εκ μέρους των τραπεζών, καθώς ο πιστωτικός κίνδυνος θα αυξηθεί λόγω της συνακόλουθης επιδείνωσης της χρηματοοικονομικής κατάστασης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών».
Επίσης, όπως αναφέρει η ΤΤΕ, ορατός είναι ο κίνδυνος «η αύξηση του κόστους των πιστώσεων να περιορίσει την ικανότητα αποπληρωμής εκ μέρους των δανειοληπτών του ιδιωτικού τομέα με δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου –ιδιαίτερα των νοικοκυριών–, το πραγματικό εισόδημα των οποίων έχει ήδη συμπιεστεί από τον πληθωρισμό».
Πέραν ωστόσο της αβεβαιότητας που δημιουργεί η άνοδος του κόστους δανεισμού, θετική αναμένεται να διατηρηθεί η ζήτηση για δάνεια, κυρίως μέσα από τις ευκαιρίες που δημιουργούν τα χρηματοδοτικά εργαλεία του ΕΣΠΑ (2021-2027) και του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας τουλάχιστον έως το 2026, τα κεφάλαια των οποίων θα λειτουργήσουν ως ανάχωμα στις πιέσεις της μειωμένης ζήτησης για δάνεια.
Η ανάλυση της ΤΤΕ εντοπίζει το πρόβλημα που δημιουργείται από την άνοδο των επιτοκίων κυρίως στην πλευρά της ζήτησης, δηλαδή στη διάθεση για δανεισμό από την πλευρά των επιχειρήσεων.
Το συμπέρασμα αυτό ενισχύει και η έρευνα SAFE (Survey on the Access to Finance of Enterprises), με βάση τα ευρήματα της οποίας οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χώρα μας ανέφεραν «προθυμία των τραπεζών να χορηγήσουν πιστώσεις», μολονότι, σύμφωνα με τις επιχειρήσεις, οι γενικότερες προοπτικές της οικονομίας επέδρασαν αρνητικά.
Αντίθετη ήταν η τάση στη Ζώνη του Ευρώ, όπου η διαθεσιμότητα τραπεζικών δανείων παρουσίασε υποχώρηση, κυρίως λόγω της μειωμένης προθυμίας των τραπεζών να χορηγήσουν πιστώσεις, αλλά και της σημαντικής επιδείνωσης στο οικονομικό περιβάλλον.
- Όσον αφορά τους όρους και τις προϋποθέσεις λήψης τραπεζικής χρηματοδότησης, οι επιχειρήσεις ανέφεραν εξαιρετικά υψηλή αύξηση των τραπεζικών επιτοκίων, αλλά και των λοιπών χρεώσεων, τελών και προμηθειών, μια τάση που παρατηρήθηκε και στις υπόλοιπες χώρες του ευρώ.
Όπως πάντως παρατηρεί η ΤΤΕ, σε αντίθεση με την Ευρωζώνη, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα κατέγραψαν αύξηση της διαθεσιμότητας τραπεζικών δανείων, που σε συνδυασμό με τη μείωση των αναγκών των επιχειρήσεων για εξωτερική χρηματοδότηση συνέβαλε στην υποχώρηση του συνολικού δείκτη κενού εξωτερικής χρηματοδότησης σε επίπεδα παραπλήσια με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Εκτός από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης, οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα κατέγραψαν ως κυριότερα προβλήματα την εξεύρεση ειδικευμένου προσωπικού και την αύξηση του κόστους παραγωγής ή εργασίας.
Η αυξημένη προθυμία των τραπεζών να χορηγήσουν δάνεια στις επιχειρήσεις ενισχύεται από την επάνοδο στην κερδοφορία, που με τη σειρά της υποβοήθησε η άνοδος των επιτοκίων και η υψηλή συσχέτιση που εμφανίζει η χρηματοδότηση με τα δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου. «Η άνοδος των επιτοκίων θα συνεχίσει να στηρίζει την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών το προσεχές διάστημα μέσω της ενίσχυσης των καθαρών εσόδων από τόκους, αλλά και της ενδεχόμενης αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του ελληνικού Δημοσίου στην επενδυτική κατηγορία με τη συγκράτηση του κόστους δανεισμού», σημειώνει η ΤΤΕ.
Ο διοικητής Γιάννης Στουρνάρας χαρακτήρισε “αξιοσημείωτη εξέλιξη” την επιστροφή του κλάδου σε κερδοφορία το 2022, εκτιμώντας ότι το γεγονός αυτό δημιουργεί τις αναγκαίες συνθήκες για αντιμετώπιση των τρεχουσών και μελλοντικών προκλήσεων που αντιμετωπίζει η ελληνική και ευρωπαϊκή, ευρύτερα, οικονομία. Στις προκλήσεις αυτές, ο κεντρικός τραπεζίτης περιλαμβάνει την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους βάσης, καθώς και τη βελτίωση της ποιότητας των κεφαλαίων τους με μείωση της αναβαλλόμενης φορολογίας από τα επίπεδα του 70% περίπου που διαμορφώνεται σήμερα. Μια σημαντική αποστολή στην οποία καλούνται, επίσης, να ανταπεξέλθουν οι εγχώριες τράπεζες είναι η διεύρυνση των χρηματοδοτήσεων προς την πραγματική οικονομία μέσω της υποστήριξης των υγιών επιχειρηματικών σχεδίων.
Οι κυριότεροι παράγοντες που αναμένεται να ενισχύσουν τους δείκτες κερδοφορίας το προσεχές διάστημα, σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα, είναι η άνοδος των επιτοκίων, μέσω της ενίσχυσης των καθαρών εσόδων από τόκους, η ενδεχόμενη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας -που θα οδηγήσει σε μείωση του κόστους δανεισμού, η συνέχιση της πιστωτικής επέκτασης με αξιοποίηση των πόρων του RRF, η συγκράτηση των λειτουργικών εξόδων μέσω επενδύσεων στον ψηφιακό μετασχηματισμό και την καινοτομία, καθώς και η ενίσχυση των εσόδων από προμήθειες σε δραστηριότητες πέραν των πιστοδοτήσεων, όπως ασφαλιστικά προϊόντα, διαχείριση περιουσίας κ.λπ.
Αρνητικά αναμένεται να επιδράσει, ωστόσο, στους δείκτες της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών μια ενδεχόμενη αύξηση του πιστωτικού κινδύνου λόγω αύξησης των επιτοκίων, παρατεταμένου υψηλού πληθωρισμού και επιβράδυνσης της οικονομίας, σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών μέσω της έκδοσης ομολόγων για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων (MREL).
Πηγή: news247