Μετά τα Τέμπη: Ευθύνες ζητούν αποδέκτες και η απαίτηση για “άλλο κράτος”
Τρεις εβδομάδες μετά την τραγωδία στα Τέμπη, αυτό το αδιανόητο δυστύχημα με τους 57 νεκρούς μετά από μετωπική σύγκρουση δύο τρένων, η ατμόσφαιρα παραμένει βαριά και η κοινωνία οργισμένη, καθώς στα περισσότερα ερωτήματα που συμπυκνώνονται στο “γιατί;” δεν έχουν απαντηθεί.
Ίσως είναι ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Αντί απαντήσεων επιχειρείται αποπροσανατολισμός και παραπλάνηση της κοινής γνώμης, με επικοινωνιακά τερτίπια και πόλεμο ετυμολογίας σχετικά με την έννοια της λέξης “τηλεδιοίκηση”.
Η Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας σήμανε την λήξη του πένθους και την επανεκκίνηση της πολιτικής αντιπαράθεσης, ενώ δια της συνεντεύξεως του πρωθυπουργού στον Σταύρο Θεοδωράκη μάθαμε, φευ, και την ημερομηνία των εκλογών, με κεντρικό διακύβευμα “ποιός μπορεί καλύτερα να αλλάξει το “βαθύ” και “αναχρονιστικό” κράτος”.
Η κυβέρνηση είναι πολλαπλώς εκτεθειμένη και εκτέθηκε περαιτέρω με την –τι …φαεινή ιδέα– “καταδρομική” αποστολή του υφυπουργού Μιχ. Παπαδόπουλου (προσοχή: κατά βάση αρμόδιος για τον …ΚΟΚ, τον μηχανοκίνητο αθλητισμό κ.α) στο σταθμαρχείο της Λάρισας, εις απάντηση της επίσκεψης του Αλέξη Τσίπρα στο ερείπιο της κεντρικής τηλεδιοίκησης.
Τα ερωτήματα σαφή αλλά μετέωρα:
–Πέραν της αδιαμφισβήτητης και προφανούς εγκληματικής αμέλειας του σταθμάρχη, θα σώζονταν οι ανθρώπινες ζωές εάν λειτουργούσε η κεντρική τηλεδιοίκηση στη Λάρισα; Οι ειδικοί απαντούν κατηγορηματικά “ναι”, η κυβέρνηση παραπέμπει στην “αυτόματη χάραξη” μέσω του πίνακα τοπικού ελέγχου, τον οποίο “βαφτίζει” …τηλεδιοίκηση.
–Υπήρχε μέχρι το 2019 (που τέθηκε εκτός λειτουργίας από πυρκαγιά) κεντρική τηλεδιοίκηση; Η απάντηση είναι επίσης “ναι”, αν και είναι εν μέρει σωστή η επισήμανση πώς και μέχρι τότε υπολειτουργούσε λόγω άλλης πυρκαγιάς που είχε προηγηθεί από το 2015. Όμως, όπως αποδείχθηκε και από φωτογραφίες που δημοσιεύθηκαν, κεντρική τηλεδιοίκηση (με μεγάλους πίνακες ελέγχου, υπολογιστές και ομάδα εποπτών) υπήρχε. Γιατί, λοιπόν, το υπουργείο Υποδομών και Μεταφορών δεν επιδιόρθωσε τις βλάβες και δεν έθεσε σε λειτουργία την κεντρική τηλεδιοίκηση Λάρισας επί 4 χρόνια; Αυτή που τώρα, μετά την τραγωδία, υπόσχεται πως θα έχει έτοιμη τον προσεχή Σεπτέμβριο;
–Φταίνε οι προηγούμενες κυβερνήσεις και ειδικότερα η προηγούμενη; Ναι, στον βαθμό που θα μπορούσε να υλοποιηθεί ταχύτερα η σύμβαση 717. Όμως, οι ευθύνες αυτές δεν αφορούν στο δυστύχημα και κυρίως στο γεγονός ότι η τηλεδιοίκηση που (υπό;)λειτουργούσε μέχρι το 2019 εγκαταλείφθηκε στη συνέχεια, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αποτραπεί το “ανθρώπινο σφάλμα”.
–Ήταν ανεκπαίδευτος και άπειρος ο σταθμάρχης; Κατηγορηματικά, ναι. Πέραν, όμως, της νοοτροπίας και των “συναλλαγών” εντός του ΟΣΕ, ποιοί φέρουν την ευθύνη για την πρόσληψη, την ελλιπή εκπαίδευση και την τοποθέτησή του;
- Για όλα τα παραπάνω, κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση δίνουν διαφορετικές (αντιφατικές) απαντήσεις, ετυμολογούν διαφορετικά τις λέξεις και διαβάζουν διαφορετικά ακόμα και τα επίσημα έγγραφα. Οι νοήμονες, ωστόσο, μπορούν να καταλάβουν.
Τούτων δοθέντων, μπορεί να αλλάξει αυτό το “βαθύ” κράτος; Ας συμφωνήσουμε πρώτα πώς πρέπει να αλλάξει. Η κυβέρνηση ισχυρίζεται πως μόνο εκείνη μπορεί να το κάνει, δεν απαντά, όμως, στο ουσιαστικό που εγείρει θέμα αξιοπιστίας: γιατί δεν το έκανε επί τέσσερα χρόνια; Ιδιαίτερα, όταν υποτίθεται πως το είχε πολύ ψηλά στην προεκλογική της ατζέντα και το υλοποίησε (;;;) δια του “επιτελικού κράτους” που εφάρμοσε όταν ανέλαβε την εξουσία;
Το πλήγμα στην διαχειριστική της επάρκεια, που αποτέλεσε την κορωνίδα του στέμματος, είναι πολύ σοβαρό, ο τρόπος, δε, που προσπαθεί να διαχειρισθεί τις ευθύνες της για την τραγωδία την πλήττει ακόμα περισσότερο. Και γίνεται πιο περίπλοκο όταν συνδυάζεται με το “προαπαιτούμενο” που θέτει για αυτοδυναμία. Με ισχυρή αυτοδυναμία και με εξασθενημένη αξιωματική αντιπολίτευση δεν κυβέρνησε επί τέσσερα χρόνια δίχως να μπορέσει να εκσυγχρονίσει αυτό που τώρα αποκαλεί “βαθύ και αναχρονιστικό κράτος” και του αποδίδει τις “παθογένειες” που οδήγησαν στην τραγωδία;
Όταν, δε, η πλειοψηφία των πολιτών -κατά τις δημοσκοπήσεις- προκρίνουν τις κυβερνήσεις συνεργασίας και όταν είναι απολύτως λογικό πως απαιτούνται συνεννόηση και ομοθυμία για τόσο βαθιές και δομικές αλλαγές, η απαίτηση για αυτοδυναμία αποκτά χαρακτηριστικά προσβολής της ίδιας της κοινωνίας.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν πως ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει καμία μαγική συνταγή ή κάποια ξεκάθαρη στρατηγική ώστε να αλλάξει το κράτος. Και πρέπει, ιδιαίτερα τώρα, να προτείνει συγκεκριμένα μέτρα αναδιάρθρωσης της δημόσιας διοίκησης: στο δίλημμα “περισσότερο ή λιγότερο κράτος”, πρέπει να απαντήσει πειστικά για αποτελεσματικότερο κράτος.