Βαθύ κράτος αναχρονισμού: Η απάντηση που χρειάζεται ο Τσίπρας
Η τραγωδία στα Τέμπη με τους 57 νεκρούς είναι μία βαθιά ρωγμή στον χρόνο. Η σύγκρουση των δύο τρένων και οι εικόνες από τα συντρίμια, τα βίντεο με τους φλεγόμενους συρμούς, οι οδυρμοί και οι καταγγελίες των οικογενειών των θυμάτων, το άθροισμα μικρών αλλά τεράστιων σε συναισθηματικό βάρος ανθρώπινων ιστοριών, συνέθεσαν το παζλ του πανελλήνιου σοκ και έδωσαν την σκυτάλη στο κύμα οργής που συνεχίζει να συγκλονίζει τις πλατείες.
Ήταν ένα γεγονός που διέτρεξε οριζόντια όλες τις γενιές. Από τους νέους που ταυτίστηκαν με τους φοιτητές που έχασαν τη ζωή τους, μέχρι τους γονείς και τους παππούδες και τις γιαγιάδες που είδαν στα πρόσωπα των νεκρών και τα δικά τους παιδιά και εγγόνια.
Τούτων δοθέντων είναι απολύτως λογικό να διαπιστώνει η MRB (στην μέτρηση που παρουσίασε για το Open) ότι “το 55,6% δηλώνουν ότι θα τους επηρεάσει αρκετά/πολύ το δυστύχημα των Τεμπών στον τρόπο που θα επιλέξουν το κόμμα που θα ψηφήσουν στις επόμενες εκλογές”.
Με χαίνουσες τις πολιτικές πληγές της ακρίβειας και αισχροκέρδειας, της εγκληματικότητας, των ανισοτήτων, του διαλυμένου ΕΣΥ –παρά τα “μαθήματα” της πανδημίας– και άλλων πολύ σοβαρών προβλημάτων, η κυβέρνηση αλλάζει άρδην πεδίο άσκησης της πολιτικής της και καλλιεργεί πολιτικό και εκλογικό αφήγημα σχετικά με την ανάγκη εκ βάθρων αλλαγής του “βαθέως και αναχρονιστικού κράτους”. Ακούγεται βολικό, αλλά είναι λογικό.
Βολικό, επειδή διαχέει τις ευθύνες (εκτός από τις καταφανείς και ερευνώμενες από τους εφέτες ανακριτές και εισαγγελείς των σταθμαρχών και επιθεωρητών) από τις αμέλειες και παραλείψεις του υπουργού Καραμανλή, των υφυπουργών του, των διορισμένων διοικήσεων του ΟΣΕ και της ΕΡΓΟΣΕ και εν τέλει της ίδιας της κυβέρνησης ως πολιτικό σύνολο, στην διαχρονικότητα ενός ξεχαρβαλωμένου κράτους που διοικήθηκε από διαφορετικές κυβερνήσεις όλων των κομμάτων. Έτσι, στον ίδιο καμβά ευθυνών μπαίνουν ο εκσυγχρονισμός του Σημίτη, η επανίδρυση του κράτους του Καραμανλή, ο αρχικός μεταρρυθμιστικός οίστρος του Παπανδρέου, το επιτελικό κράτος του Μητσοτάκη αλλά και η τετραετία Τσίπρα.
Τα πτωχά μαθηματικά της πολιτικής συνευθύνης συμψηφίζουν τα 19 από τα 23 χρόνια- μετά το 2000 που άρχισε να σχεδιάζεται και να υλοποιείται το σύστημα τηλεδιοίκησης των σιδηροδρόμων- με τα 4 του τρίτου μνημονίου του Τσίπρα.
Είναι, όμως, και λογικό, διότι το έχει ανάγκη η κυβέρνηση για να φτάσει στις εκλογές σε ένα θολό τοπίο όπου “όλοι φταίνε”.
Δυστυχώς, όμως, όσο κι αν ο Αλέξης Τσίπρας προσπαθεί να εξηγήσει πως είναι άδικη, αβάσιμη και αστήρικτη μία τέτοια εξίσωση ευθυνών (όπως είπε στην συνέντευξή του στο Mega), σε μία κρίσιμη μερίδα του εκλογικού σώματος, και κυρίως στους νέους, διαμορφώνεται μία συμφωνία με την αντίληψη φταίει εν συνόλω και εν χορώ το πολιτικό σύστημα και ακόμα περισσότερο τα κόμματα που κυβέρνησαν.
Έτσι, το εύρημα της MRB ότι περίπου 6 στους 10 θα φτάσουν στις κάλπες με ανεξίτηλη την εικόνα της τραγωδίας και η ψήφος τους θα επηρεαστεί από αυτήν δεν οδηγεί τυφλά στην εκλογική έκφραση οργής κατά της κυβέρνησης. Στρέφεται -σε μικρότερο, βεβαίως, βαθμό- και προς “όλους”, αρκετοί, δε, θα επιλέξουν στη βάση του ποιός μπορεί να ανατρέψει και να επαναθεμελιώσει αυτό το κράτος που κόβει το νήμα της ζωής πολλών ανθρώπων, ή καταστρέφει (με άλλους τρόπους) τις ζωές άλλων.
Αυτή η αντίληψη αφορά, φυσικά, πρωτίστως την κυβέρνηση, η οποία απέτυχε οικτρά να οιοδομήσει ένα ασφαλές κράτος και περιορίστηκε μόνο στις οριακές βελτιώσεις της ψηφιακής έκδοσης πιστοποιητικών, εξουσιοδοτήσεων και διπλωμάτων οδήγησης. Το επιτελικό κράτος κατέληξε ένα ξεχαρβαλωμένο και, όπως φωνάζουν οι νέοι στις διαδηλώσεις, “δολοφονικό” κράτος.
Προκύπτει, λοιπόν, το ερώτημα “ποιός και πώς μπορεί να το αλλάξει”. Δίλημμα που θέτει η κυβέρνηση, δίλημμα στο οποίο καλείται να τοποθετηθεί και η αξιωματική αντιπολίτευση. Για τον Αλέξη Τσίπρα το ζητούμενο γίνεται ακόμα πιό κρίσιμο, καθώς –σύμφωνα με την μέτρηση της MRB– πλησιάζει σε απόσταση αναπνοής, ή και ξεπερνά τον Κυριάκο Μητσοτάκη σε κοινωνικά θέματα μεγάλους ειδικού εκλογικού βάρους (ακρίβεια, κοινωνική πρόνοια, διαφθορά, κράτος δικαίου κ.ά).
Πρέπει να απαντήσει γρήγορα εάν πράγματι μπορεί να καταπολεμήσει τις νοοτροπίες και αγκυλώσεις αυτού του αναχρονιστικού κράτους, παρότι, είναι αλήθεια, είναι δημιούργημα των πανίσχυρων μονοκομματικών κυβερνήσεων της μεταπολίτευσης.
Επ΄ αυτού οφείλει να αναδείξει γρήγορα αφήγημα και σχέδιο για την αναγέννηση του κράτους (από τις υποδομές μέχρι τις νοοτροπίες), δεν αρκεί η καταγγελία των εγκληματικών αμελειών άλλων. Και αυτό το σχέδιο χρειάζεται επιστημονική τεκμηρίωση από ειδικούς και πολιτική εκπροσώπηση από πρόσωπα που απέχουν από τις αιτίες και το πολιτικό υπόστρωμα που τις κατέστησαν διαχρονικές.
Δεν φτάνει μία “προοδευτική διακυβέρνηση”, ακόμα περισσότερο επειδή αυτή προσκαλεί (και) το ΠΑΣΟΚ που μπορεί να κρύβεται στο τεχνητό απυρόβλητο που δημιουργεί το ίδιο και εμφανίζεται ως προϊόν πολιτικής παρθενογέννεσης, είναι ωστόσο κρίκος της παλαιάς αλυσίδας αναχρονισμού. Χρειάζεται, ως εκ τούτου, επειγόντως να προβληθεί εκείνη η ομάδα που μπορεί, και πολιτικά, και τεχνοκρατικά, να εγγυηθεί κάτι τέτοιο. Πρόσωπα με βιογραφικά, νεότερα σε ηλικία, και όσο το δυνατόν περισσότερο ακομμάτιστα…