Σφοδρές αντιδράσεις κατά Λαγκάρντ: Για πολιτική καταστροφή μιλούν αναλυτές με αφορμή τη νέα αύξηση των επιτοκίων
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ επιμένει στην πολιτική αύξησης των επιτοκίων τραπεζών, παρά τις προειδοποιήσεις των αναλυτών ότι πρόκειται για μια «επικίνδυνη πολιτική».
Χαρακτηριστικά, καλούν την ΕΚΤ να μην επαναλάβει το λάθος του 2011, όταν συνέχισε την αύξηση των επιτοκίων χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αυξανόμενη μετάδοση από την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους.
Στη συνέντευξη που παραχώρησε η Κριστίν Λαγκάρντ την Πέμπτη (16/3), μετά την ανακοίνωση της ΕΚΤ για τη νέα αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσεις, μίλησε και για νέες αυξήσεις.
Ανέφερε ότι με βάση το βασικό σενάριο της ΕΚΤ για τους επόμενους μήνες, «η κεντρική τράπεζα είχε ακόμα δρόμο να καλύψει» με νέες αυξήσεις των επιτοκίων της. Με βάση αυτό το βασικό σενάριο, η οικονομία αναμένεται να ανακάμψει τα επόμενα τρίμηνα, με περαιτέρω ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής και βελτίωση της εμπιστοσύνης. Την ίδια στιγμή, οι αγορές εργασίας παραμένουν ισχυρές, με την απασχόληση να αυξάνεται κατά 0,3% το δ’ τρίμηνο του 2022 και την ανεργία να παραμένει στο ιστορικό χαμηλό του 6,6% τον Ιανουάριο.
«Ο τραπεζικός τομέας της Ευρωζώνης είναι ανθεκτικός», ανέφερε η Λαγκάρντ και τόνισε ότι η ΕΚΤ διαθέτει τα κατάλληλα εργαλεία για την παροχή στήριξης σε ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ αν χρειαστεί. Επανέλαβε δε, ότι ότι βασικός στόχος της τράπεζας παραμένει πάντα η επαναφορά του πληθωρισμού στο 2%.
Όπως σημείωσε, τρία βασικά στοιχεία θα διαμορφώσουν την πολιτική της ΕΚΤ: 1) η αξιολόγηση των προοπτικών του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοοικονομικών στοιχείων 2) η δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και 3) η ένταση της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Αντιδράσεις από αναλυτές
Μπροστά στην κίνηση αύξησης των επιτοκίων της Πέμπτης, οι πρώην λάτρεις της χάραξης πολιτικής της ΕΚΤ, Lorenzo Bini Smaghi και Vítor Constâncio, προειδοποίησαν ότι η κεντρική τράπεζα πρέπει να αποφύγει την επανάληψη της πολιτικής καταστροφής του 2011. «Η ΕΚΤ θα πρέπει να αποφύγει να επαναλάβει το λάθος του 2011, όταν συνέχισε την αύξηση των επιτοκίων χωρίς να λαμβάνει υπόψη την αυξανόμενη μετάδοση από την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους», δήλωσε ο Μπίνι Σμάγκι στη γερμανική Börsen-Zeitung.
Με παρόμοιο τρόπο, ο Constâncio έγραψε στο Twitter ότι οι κεντρικές τράπεζες «δεν πρέπει να αγνοούν τα σημάδια από τις αγορές» και κάλεσε την ΕΚΤ να εγκαταλείψει τα σχέδια για αύξηση 0,5 ποσοστιαίας μονάδας.
Η απόφαση της ΕΚΤ να αυξήσει τα επιτόκια κατά 50 μονάδες βάσης σήμερα ήταν η πιο επικίνδυνη από τις διαθέσιμες επιλογές -πιστεύουμε ότι οι επενδυτές καταλάβαιναν, εάν η τράπεζα αποφάσιζε να σταματήσει, σχολίασε η Capital Economics. Όπως σημειώνει στην εκτίμησή της:
«Ακόμη και πριν από την πρόσφατη τραπεζική αναταραχή, ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ζητούσαν πιο σταδιακή αύξηση επιτοκίων. Και ενώ η αγορά αντέδρασε καλά στην απόφαση της SNB να δώσει στην Credit Suisse σανίδα σωτηρίας 50 δισεκατομμυρίων ελβετικών φράγκων, εξακολουθεί να υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα σχετικά με το εάν άλλες τράπεζες θα βρεθούν μέσα στην καταιγίδα. Αμφιβάλλουμε ότι μια απόφαση της ΕΚΤ να σταματήσει τον κύκλο σύσφιξής της θα είχε ληφθεί ως ένδειξη πανικού από τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής» και προσθέτει:
Οι τράπεζες και οι επενδυτές μπορεί να απογοητευτούν που η ΕΚΤ δεν ανακοίνωσε κάτι απτό για να αποτρέψει τις ανησυχίες για περισσότερα ζητήματα ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα, καθώς περίπου 550 δισ. ευρώ υφιστάμενων TLTRO πρόκειται να λήξουν τον Ιούνιο. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να έχει εισαγάγει ένα νέο πρόγραμμα μη στοχευμένων πράξεων μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης.
Αντίθετα, θα πρέπει να αρκεστούν στη διαβεβαίωση ότι «η εργαλειοθήκη πολιτικής της ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για να παρέχει στήριξη ρευστότητας στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ, εάν χρειαστεί» -μια φράση που εμφανίζεται δύο φορές στο δελτίο Τύπου. Επομένως, τα νέα LTRO παραμένουν μια επιλογή και εάν οι τράπεζες της ευρωζώνης δεχτούν μεγαλύτερη πίεση, θα μπορούσαν να ανακοινωθούν πριν από την επόμενη προγραμματισμένη συνεδρίαση στις 4 Μαΐου.