Το εκλογικό διακύβευμα για ένα “νέο κράτος”, ή το δίλημμα του…κροκόδειλου;
Ένα από τα βασικά συνθήματα της καμπάνιας του Κώστα Καραμανλή στις εκλογές του 2004 ήταν το περιφημο “επανίδρυση του κράτους”. Επρόκειτο για μία θεωρία που συμπύκνωνε την αντίληψη της λαϊκής δεξιάς που δεν απορρίπτει συλλήβδην το κρατικό μοντέλο και τον φιλελευθερισμό, και είχε ως στόχο να ανταγωνιστεί το σύνθημα περί εκσυγχρονισμού της προηγηθείσας οκταετίας του Κώστα Σημίτη. Στα μέσα του 2009, κι ενώ η ελληνική οικονομία βάδιζε αμέριμνη προς την χρεοκοπία και η Ν.Δ προς την εκλογική ήττα, ο Κώστας Καραμανλής μονολογούσε συχνά ότι “αυτή η χώρα δεν κυβερνιέται με τίποτα”…
Λίγο πριν, κατά την τριετία 2005-2007, η τότε κυβέρνηση είχε επιπροσθέτως λανσάρει και το “Πρόγραμμα Πολιτεία” που έδινε μεγάλο βάρος και στην ηλεκτρονική διακυβέρνηση. Η χρεοκοπία μας πρόλαβε.
Δέκα πέντε χρόνια αργότερα, η Ν.Δ υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη επέστρεφε αυτοδύναμα στην διακυβέρνηση -με τον πολιτικό της αντίπαλο (ΣΥΡΙΖΑ) ηττημένο και καταπτωημένο- με ένα παρόμοιο “τσιτάτο”: το “επιτελικό κράτος”. Ήταν μία θεωρητική έμπνευση του καθηγητή Γιώργου Γεραπετρίτη, για την οποία, όπως λένε οι φήμες, είχε προσπαθήσει να πείσει περίπου δέκα χρόνια νωρίτερα και τον τότε πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ και μετέπειτα πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου.
Είχε μεσολαβήσει η οκταετία των μνημονίων που όχι μόνο δεν συνέδραμε στην αλλαγή νοοτροπίας αλλά με εντολές των δανειστών αποσάρθρωσε τον δημοσιο τομέα.
Επί μία εικοσαετία διαπιστώνεται από πολλούς η ανάγκη για την εκ βάθρων αλλαγή του μοντέλου διοίκησης και το έργο έχει ανέβει με διαφορετικούς τίτλους και με άλλο καστ κάθε φορά. Η τραγωδία στα Τέμπη το επαναφέρει με τον πλέον δραματικό τρόπο και, σύμφωνα με τις πληροφορίες, το επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου σκοπεύει να το καταστήσει κεντρικό διακύβευμα στις προσεχείς εκλογές.
Το ενημερωτικό δελτίο KREPORT ανέσυρε μία μικρή ενδιαφέρουσα ιστορία σχετικά με τα παραπάνω:
«Στις 2 Μαΐου του 1997, έφτασα στην Ντάουνινγκ Στριτ, ως πρωθυπουργός, για πρώτη φορά. Ουδέποτε ως τότε είχα καταλάβει κάποια κυβερνητική θέση». Με τις φράσεις αυτές ξεκινάει η αυτοβιογραφία του Τόνι Μπλέρ. Ο ίδιος και η ομάδα του περιεργάζονταν πελαγωμένοι τον χώρο, αλλά τότε εμφανίστηκε ο γραμματέας του υπουργικού συμβουλίου, σερ Ρόμπιν Μπάτλερ, στέλεχος με τεράστια εμπειρία που είχε συνεργαστεί στενά με τον Μέιτζορ και την Θάτσερ. Είχε μελετήσει ήδη το πρόγραμμα των Εργατικών, με το οποίο διαφωνούσε, ωστόσο «υπήρξε αμερόληπτος, ευφυής και βαθύτατα αφοσιωμένος στη χώρα του». Πόσοι Έλληνες πρωθυπουργοί δεν ονειρεύτηκαν να βρουν στο Μέγαρο Μαξίμου έναν Ρόμπιν Μπάτλερ; Ένας Μπάτλερ, όμως, σημαίνει ένα διαφορετικό κράτος.
Αυτό είναι, λοιπόν, το διακύβευμα των εκλογών; Η αγωνιώδης αναζήτηση ενός Ρόμπιν Μπάτλερ; Προφανώς, το ζήτημα δεν αφορά ένα πρόσωπο αλλά την ανάγκη για την αλλαγή της νοοτροπίας, αλλιώς την ανατροπή του μοντέλου.
Το κυρίαρχο αφήγημα της τετραετίας του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν, αναμφίβολα, αυτό το “επιτελικό κράτος” και υπό μία έννοια ο Ρόμπιν Μπάτλερ αυτής της διακυβέρνησης ήταν ο… Κυριάκος Πιερακκάκης. Ο υπουργός του gov.gr και της ψηφιακής διακυβέρνησης έγινε το έμβλημα της θεωρητικής κατασκευής Γεραπετρίτη, απέκτησε μεγάλη αναγνωρισιμότητα και συμπάθεια που διέτρεξε το πολιτικό σύστημα. Για τη Ν.Δ έγινε “σημαία”, το ΠΑΣΟΚ είχε μόνο εγκώμια να διατυπώσει (ίσως και επειδή προέρχεται από το φυτώριο του Ευάγγελου Βενιζέλου), ο δε ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και στις πιο σκληρές εκφάνσεις της αντιπολιτευτικής του τακτικής έστεκε μάλλον αμήχανος απέναντι στον δημοφιλή υπουργό.
Αρκετοί σκέφτηκαν –και ο γράφων μεταξύ αυτών– πως ο Πιερακκάκης θα μπορούσε να είναι ένας διαχρονικός Μπάτλερ, ένα πρόσωπο και μια φιλοσοφία που θα έπρεπε να τύχει συνέχειας ασχέτως του ποιό ή ποιά κόμματα θα κυβερνούν. Ήταν, δε, τόσο δυνατό το επικοινωνιακό ρεύμα που τον υποστήριξε που ξεχάστηκαν –ή και χλευάστηκαν– οι έντιμες προσπάθειες προετοιμασίας του λεγόμενου “εσθονικού παραδείγματος” (αλά ελληνικά πάντοτε) από τους Παππά και Κρέτσο και άλλων στελεχών της προηγούμενης κυβέρνησης.
Όλα τελείωσαν στα Τέμπη. Η τραγωδία ήταν η ακραία εκδήλωση ενός κράτους που εξακολουθεί να συμπεριφέρεται με κριτήρια πελατειακά και να αναλώνεται στα «νταραβέρια», χάριν των οποίων θυσιάζονται ακόμη και ανθρώπινες ζωές. Ήταν επίσης το γεγονός που υπονόμευσε καίρια τον ισχυρισμό της διαχειριστικής επάρκειας της κυβέρνησης.
Η αλήθεια είναι πως η κυβέρνηση υπονόμευσε τον ίδιο της τον εαυτό, στην υπό συνθήκες πανικού προσπάθειά της να μεταθέσει τις δικές της ευθύνες στο θολό πλαίσιο των διαχρονικών παθογενειών του κράτους. Τα μεσάνυχτα της 28ης Φεβρουαρίου είχαν χαθεί ήδη 57 ανθρώπινες ζωές μέσα από μία αλληλουχία λαθών και εγκληματικών αμελειών που κατέληξαν σε όσα δεν έπραξε λίγη ώρα πριν ένας σταθμάρχης στη Λάρισα.
Τα ερώτημα που προέκυψαν έμειναν αναπάντητα. Πώς ταιριάζει το “πάμε κι όπου βγει” με το επιτελικό κράτος Γεραπετρίτη- Μαξίμου; Πώς μπορεί να συγκρούονται δυο τρένα στην ίδια γραμμή και να μην λειτουργεί στοιχειωδώς η τηλεδιοίκηση σε ένα κράτος που επαίρεται για την πλήρη ψηφιοποίησή του; Πώς και γιατί δεν λαμβάνονται υπόψιν από τον αρμόδιο υπουργό Κώστα Αχ. Καραμανλή τρία εξώδικα και πολλές ενημερώσεις για την ασφάλεια του σιδηροδρομικού δικτύου που κατέρρεε, σε μία χώρα που φουσκώνει σαν το παγώνι ότι εκδίδει πιστοποιητικά και εξουσιοτήσεις με τρία “κλικ”; Πώς γίνεται να μην προχωρούν κάποιες συμβάσεις που θα εξασφαλίζουν την ασφάλεια των επιβατών σε μία χώρα που -λόγω πανδημίας- έκανε απευθείας αναθέσεις αρκετών δισ. σε χρόνο ρεκόρ;
Σημειώνει το KREPORT και προσυπογράφω: Ο εκσυγχρονισμός του ΟΣΕ και της ΕΡΓΟΣΕ αποδείχθηκε ανύπαρκτος και η ιδιωτικοποίηση της ΤΡΑΙΝΟΣΕ έγινε χωρίς πρόνοιες για το δημόσιο συμφέρον. Και τα τέσσερα τελευταία χρόνια το πρόβλημα έμεινε άλυτο. Αυτό είναι το ρήγμα στο κυβερνητικό αφήγημα για εκσυγχρονισμό του κράτους. Έχουν όμως καταγραφεί και άλλες ρωγμές. Το πολυδιαφημισμένο ψηφιακό κράτος, που «ζήλεψαν ακόμη και οι Ιάπωνες», φαίνεται να φρακάρει στην παλιά γραφειοκρατία. Στον ΔΕΔΔΗΕ είναι σε αναμονή εκατοντάδες αιτήσεις από εργοτάξια και επιχειρήσεις για ηλεκτροδότηση, ενώ στις Εφορίες 80.000 αιτήματα φορολογουμένων θα χρειαστούν μήνες για να απαντηθούν και να διεκπεραιωθούν.
Όλα τελείωσαν στα Τέμπη. Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ουδέποτε υπήρξαν.
Οι πληροφορίες θέλουν τον πρωθυπουργό και το εκλογικό του επιτελείο να θέτουν το ζήτημα της αλλαγής του μοντέλου διοίκησης του κράτους ως το διακύβευμα των εκλογών.
Πρακτικά αυτό σημαίνει πως η Ν.Δ ετοιμάζεται να προσέλθει στις κάλπες με παραλλαγή του ίδιου συνθήματος με το οποίο -με την συνδρομή του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου- πήρε τις εκλογές του 2019. Εν τω μεταξύ, όμως, το σύνθημα έχει υποστεί βαθιές ρωγμές και οι μικροί εμβληματικοί Μπάτλερ της τετραετίας είδαν το οικοδόμημά τους να εξασθενεί ή και κατά την αντιπολίτευση να καταρρέει σαν χάρτινος πύργος. Μπορεί να μην φταίνε μόνο οι ίδιοι, μπορεί να φταίει η γραφειοκρατία, οι νοοτροπίες, οι δομές και άλλα πολλά, όμως στο τέλος της ημέρας διαπιστώνεται πως όσα επικοινωνιακά αναδείχθηκαν ως κοσμογονία της “Ελλάδας 2.0” δεν έκλεισαν ούτε μία χαραμάδα του “τρύπιου κράτους”.
Ακόμα κι αυτό, όμως, αναδεικνύεται ως ανάγκη ελλείψει άλλου διακυβεύματος. Με την αυτοδυναμία να απομακρύνεται με ταχύτητα “Ασημένιου βέλους”, ο πρωθυπουργός δεν μπορεί πλέον να πείσει γιατί πρέπει οι πολίτες να του δώσουν ακόμα μία άνετη και πιθανότατα υπεροπτική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ότι μπορεί να κάνει, υπό σαφώς δυσμενέστερες πολιτικά και οικονομικά συνθήκες, και αναμφίβολα σε πολύ πιο περιορισμένο χρόνο, όσα δεν έκανε στα τέσσερα χρόνια της παντοδυναμίας του και με μία αξιωματική αντιπολίτευση που στα δυόμισι πρώτα χρόνια περιφερόταν παραζαλισμένη και εσωστρεφής;
Δημιουργείται, επιπλέον, και ένα δεύτερο στρώμα προβληματισμού: μήπως, τελικά, αυτό που δεν μπορεί να κάνει μία αυτοδύναμη κυβέρνηση με ροπή στην αλαζονεία, μπορεί να το δοκιμάσει καλύτερα και ίσως να επιτύχει περισσότερα μία κυβέρνηση συνεργασίας; Τροφή για σκέψη.
Ελλείψει, λοιπόν, άλλου αφηγήματος, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα επιδιώξει να πείσει πώς ο αντίπαλός του είναι χειρότερος απ΄ αυτόν. Ό,τι, δηλαδή, το επιτελικό κράτος παραμένει ο στόχος, ακόμα κι αν έως τώρα αποδείχθηκε πώς δεν μπορεί να προστατέψει την ζωή των πολιτών, και πως μόνο αυτός μπορεί να εγγυηθεί την αναμόρφωσή του. Μένει να δούμε εάν και πόσοι θα πεισθούν.
Επαναλαμβάνω ωστόσο: μήπως οι αυτοδυναμίες είναι μία από τις βασικές αιτίες που το μοντέλο διοίκησης αποδεικνύεται ξανά σαθρό και αναποτελεσματικό; Μήπως για να αλλάξουμε εκ βάθρων αυτό το μοντέλο πρέπει να αλλάξουμε το μοντέλο των αυτάρεσκων, ανεξέλεγκτων και “κλειστών” διακυβέρνήσεων που δεν λογοδοτούν;
Για να μην καταλήξουμε, για άλλη μία φόρα, να προσποιούμαστε τον κροκόδειλο που θα οδύρεται για όσα δεν έκαναν οι προηγούμενοι.
*Σχετικό, και παραπέμπω, το άρθρο της Δήμητρας Κρουστάλλη στο KREPORT (εδώ)