Ανάλυση: Η Γαλλία αντιστέκεται στη φτωχοποίηση των συνταξιούχων
Σύμφωνα με την έρευνα (D.Ferrant, Alternatives Economiques, 28/11/2022) το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας στην ευρωζώνη και τα κράτη-μέλη συνδέεται, κατά βάση, με την έλλειψη της έρευνας, της καινοτομίας, των επενδύσεων σε νέες τεχνολογίες και του χαμηλού επιπέδου της ζήτησης ευρωπαϊκών προϊόντων και υπηρεσιών επειδή δεν είναι διεθνώς εμπορεύσιμα.
Όμως, το διαρθρωτικό και διαχρονικό αυτό πρόβλημα της ευρωπαϊκής οικονομίας παραγνωρίζεται συστηματικά, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, από την Ε.Ε.-27, με αποτέλεσμα οι ασκούμενες πολιτικές, κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, να συνδέονται με τη στρατηγική και τις κατευθύνσεις νεοφιλελεύθερης έμπνευσης του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας (Σύνοδος Κορυφής 25/3/2011, Βρυξέλλες), σύμφωνα με το οποίο τα κράτη-μέλη για την βελτίωση του επιπέδου ανταγωνιστικότητας απαιτείται:
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
- α) να δημιουργήσουν ανταγωνιστικές αγορές (κεφαλαίου, εργασίας, ασφάλισης, εκπαίδευσης, υγείας, κ.λ.π.),
- β) να εκσυγχρονίσουν με διαφανή τρόπο την δημόσια διοίκηση,
- γ) να ενθαρρύνουν το εγχώριο ιδιωτικό κεφάλαιο σε επενδύσεις και να προσελκύσουν ξένες ιδιωτικές επενδύσεις με την ιδιωτικοποίηση, κατά βάση, δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών κοινής ωφέλειας (π.χ. Ελλάδα, κ.λ.π.),
- δ) να εφαρμόσουν μέτρα εξασφάλισης της βιωσιμότητας των συνταξιοδοτικών τους συστημάτων τα οποία δεν θα στρέφονται ενάντια στο επίπεδο της ανταγωνιστικότητας του κράτους- μέλους (αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση του επιπέδου των συντάξεων) και όχι αύξηση του μεριδίου χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης στο ΑΕΠ ως αποτέλεσμα της αύξησης της παραγωγικότητας.
Στο πλαίσιο αυτό του ευρωπαϊκού διαρθρωτικού και διαχρονικού προβλήματος της ανταγωνιστικότητας, των αδιέξοδων και των αναποτελεσματικών κατευθύνσεων του Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, τοποθετούνται τα αίτια δημιουργίας και διεύρυνσης των εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων στην Γαλλία.
Πράγματι από το 1983 μέχρι το 2015 το μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 1% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 100%, έναντι της αύξησης κατά 25% του μέσου εισοδήματος του υπόλοιπου τμήματος του γαλλικού πληθυσμού.
Έτσι, το 10% των πιο πλούσιων νοικοκυριών συγκέντρωνε το 55% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων και ιδιοποιήθηκε το 33% του συνόλου του εισοδήματος της χώρας (Th.Piketty,2019).
- Παράλληλα, το επίπεδο του ορίου φτώχειας (2019) στην Γαλλία για κάθε άτομο ήταν 1.015 ευρώ τον μήνα και σε σύνολο 17 εκατομ. συνταξιούχων (2019), 1,4 εκατομ. συνταξιούχοι (8,3%) ζούσαν κάτω από το όριο φτώχειας.
- Παράλληλα, το 2022 η μέση μηνιαία σύνταξη ήταν 1.530 ευρώ (καθαρά), σημαντικός αριθμός συντάξεων ήταν κάτω από 1.200 ευρώ (καθαρά) και οι συνταξιοδοτικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 13,7% και σύμφωνα με την Ευρωπαϊκη Επιτροπή (AWG 2021) το 2070 θα είναι 12,6% του ΑΕΠ χωρίς καμία νομοθετική παρέμβαση.
- Παράλληλα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της αναλογιστικής μελέτης του Συμβουλίου Προσανατολισμού των Συντάξεων η μέση σύνταξη των 1.530 ευρώ(2022), το 2050 θα είναι 1.672 ευρώ(σε σταθερές τιμές) και το 2070 θα είναι 1.795 ευρώ (σε σταθερές τιμές).
Έτσι, η αναλογία μεταξύ της μηνιαίας καθαρής σύνταξης και του καθαρού εισοδήματος από εργασία ενώ το 2022 ήταν 61%, το 2050 εκτιμάται ότι θα είναι 52% και το 2070 θα είναι 45% (Chr. Ramaux, Alternatives Economiques, 9/3/2023).
Ως εκ τούτου αποδεικνύεται ότι το επίμαχο ζήτημα του συγκεκριμένου σχεδίου νόμου δεν είναι μόνο η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη.
Είναι επίσης το επίπεδο της σύνταξης που θα οδηγήσει στο μέλλον σε περαιτέρω αύξηση της φτωχοποίησης των συνταξιούχων καθώς και οι προϋποθέσεις πλήρους σύνταξης (43 χρόνια ασφάλισης και 70 ετών τουλάχιστον ηλικία συνταξιοδότησης) στο μέλλον ενός σημερινού νέου εργαζόμενου.
Στις συνθήκες αυτές, οι κυβερνήσεις του Ε.Μacron επιμένουν στην νομοθέτηση ενός σχεδίου νόμου για το συνταξιοδοτικό το οποίο χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από την περικοπή δαπανών, την φτωχοποίηση των συνταξιούχων και την άρνηση αναζήτησης εσόδων για την χρηματοδότηση του.
Κι’ αυτό παρά τις τεκμηριωμένες κριτικές ειδικών πανεπιστημιακών, ερευνητών, εμπειρογνωμόνων, της Ανεξάρτητης Αρχής για τις Συντάξεις (Συμβούλιο Προσανατολισμού των Συντάξεων-COR), των πολιτικών δυνάμεων και τις διαρκείς και μαζικές κινητοποιήσεις των κοινωνικών δυνάμεων και των συνδικάτων των εργαζομένων, των νέων, των συνταξιούχων και των γυναικών (το 60% της εξοικονόμησης πόρων (12,4 δις ευρώ μέχρι το 2027) από τις περικοπές θα επιβαρύνουν τις γυναίκες).
Επιπλέον, το Συμβούλιο Προσανατολισμού των συντάξεων στην αναλογιστική του μελέτη σημειώνει ότι δεν υπάρχει στο συνταξιοδοτικό σύστημα « ανεξέλεγκτη δυναμική των συνταξιοδοτικών δαπανών. Είναι τα έσοδα που θα λείψουν….».
Παρόλα αυτά η Γερουσία ψήφισε (9/3/2023) το άρθρο 7 του σχεδίου νόμου για την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από 62 στα 64 έτη. Η κυβέρνηση του Ε. Μacron φιλοδοξεί το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου να ψηφισθεί και από το Κοινοβούλιο μέχρι το τέλος Μαρτίου 2023, παρά το γεγονός ότι δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία.
Παράλληλα τα συνδικάτα κατά το διάστημα αυτό για την άσκηση πίεσης στην κυβέρνηση και στα μέλη του Κοινοβουλίου έχουν προγραμματίσει την πραγματοποίηση απεργιών και κινητοποιήσεων. Στις συνθήκες αυτές εάν η κοινωνική και πολιτική πίεση και δυναμική διεισδύσει στο Κοινοβούλιο και δεν ψηφισθεί το σχέδιο νόμου, τότε σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των πολιτικών αναλυτών ο Ε. Μacron θα χρησιμοποιήσει τις συνταγματικές δυνατότητες παράκαμψης του Κοινοβουλίου, με ό,τι αυτό πολιτικά συνεπάγεται κατά την επόμενη περίοδο της δεύτερης θητείας του.
Κι’ αυτό γιατί το 70% των πολιτών της Γαλλίας θεωρεί ότι το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου δεν αποτελεί επιλογή οικονομικής βιωσιμότητας και κοινωνικής αποτελεσματικότητας του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης αλλά αποτελεί, μεταξύ άλλων, επιλογή ανισοτήτων, μείωσης του επιπέδου των συντάξεων, φτωχοποίησης των συνταξιούχων, εξοικονόμησης πόρων (12,4 δις ευρώ μέχρι το 2027, 13,5 δις ευρώ μέχρι το 2030 και 21,2 δις ευρώ μέχρι το 2035) οι οποίοι θα χρησιμοποιηθούν, σύμφωνα με έγκριτους οικονομικούς αναλυτές (M.Zemmour, 2022) ως φοροελαφρύνσεις προς τις επιχειρήσεις.
*Ομότ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου