Δεν θα ξεχάσουν ποτέ – Μαρτυρίες που συγκλονίζουν: Διασωθέντες περιγράφουν την κόλαση στα Τέμπη – Συντρίμμια, καμένες λαμαρίνες, νεκροί, απανθρακωμένες σοροί
Τραυματισμένοι επιβάτες αλλόφρονες εκλιπαρούσαν για βοήθεια. Συντρίμμια, καμένες λαμαρίνες. Νεκροί, απανθρακωμένοι σοροί. Οι συγκλονιστικές εικόνες κυρίως νέων ανθρώπων συνθέτουν το αποτρόπαιο σκηνικό των πρώτων ωρών της τραγωδίας των Τεμπών που ζητά επιτακτικά απαντήσεις σε αμείλικτα ερωτήματα για τις ευθύνες και τα όσα δεν έγιναν τα τελευταία χρόνια για την ασφάλεια των σιδηροδρόμων.
Οι διασωθέντες επιβάτες αφηγούνται τα όσα δραματικά έζησαν.
- Η Μικαέλα Φουδαράκη, που βίωσε τον εφιάλτη περιγράφει τις δραματικές στιγμές:
«Την ώρα της σύγκρουσης έβλεπα ταινία με μια κοπέλα που καθόταν δίπλα μου. Ήμουν στο 4ο βαγόνι, περίπου στη μέση. Χτυπηθήκαμε κι εμείς. Λένε για το 3ο βαγόνι γιατί είχαν θανάτους ενώ εμείς δεν είχαμε νεκρούς. Εκεί που καθόμουν, χτύπησε το τρένο το άλλο. Φανταστείτε φορούσα ακουστικά, ευτυχώς, διότι με τη σύγκρουση έπεσα και μου κάλυψαν τα μάτια, που έπεσαν πάνω γυαλιά. Είμαι τυχερή, από θαύμα γλίτωσα. Είδα ανθρώπους με αίματα. Εγώ δεν έπαθα τίποτα σε σχέση με άλλους».
Συνεχίζει τονίζοντας ότι «στην αρχή δεν είχαμε καταλάβει ότι η πόρτα ήταν ανοιχτή, ήμασταν σε σύγχυση και ήμασταν σίγουρες ότι θα πεθάνουμε. Μία κοπέλα με κοίταξε και μου είπε “θα πεθάνουμε”. Το μόνο που βλέπαμε ήταν καπνός. Βλέπαμε φωτιές δίπλα μας, μικρές, επικρατούσε κομφούζιο. Η μια πόρτα είχε ανοίξει κανονικά αλλά ήταν από εκεί που είχε φωτιά και δεν μπορούσαμε να βγούμε. Ήταν ο γκρεμός.
- Ανατριχίλα προκαλούν τα όσα περιέγραψε μιλώντας στο MEGA, ο 20χρονος φοιτητής, Μιχάλης Κλάψης.
«Ήταν μία περίεργη στιγμή. Από κάπου πήραμε δύναμη όλα τα παιδιά που ήμασταν μέσα. Αν κοιτάξετε το 3ο βαγόνι, τα δύο κάτω παράθυρα είναι σπασμένα. Πρώτα σπάσαμε το μεγάλο και μετά το μικρό για να κατέβουμε πιο εύκολα. Στο βαγόνι αυτό βρέθηκα εντελώς τυχαία. Είχα κόψει εισιτήριο για να φύγω με των 5.20. έγινε ένα λάθος, μπήκα στο τρένο και ήρθε μια κοπέλα και μου είπε ότι κάθομαι στη θέση της. Λέω οκ «λάθος έγινε» και είδα ότι μου είχαν κόψει το εισιτήριο για την Τετάρτη και όχι για την Τρίτη κι πήγα και το άλλαξα. Και φύγαμε με των 7.22. μας έκαναν μία ενημέρωση στη Λάρισα ότι θα αργήσουμε λίγο και θα φτάσουμε 12.25. μετά τη Λάρισα γίνεται το ατύχημα, τρακάρουμε με το άλλο τρένο, φεύγουμε από τις ράγες, και πέρασαν κάποια δευτερόλεπτα μετά από αυτό», είπε αρχικά.
«Έπιασα μετά τη σύγκρουση να δω εάν έχω πόδια, χέρια, κεφάλι πάνω μου, ακούμπησα το πρόσωπό μου να δω αν έχω τραυματιστεί. Είχα αίματα στο πρόσωπό μου, αλλά δεν ήταν δικά μου ήταν από τον μπροστινό μου», συνέχισε.
Αναφορικά με το μωρό που έσωσε ο κ. Κλάψης ανέφερε πως, μόλις σηκώθηκα βρήκα τα πράγματά μου, το μπουφάν μου, και ένα μπουκάλι με νερό. Δίπλα μου ήταν μία μητέρα που ζήταγε βοήθεια, και ότι έχασε μωρό. Την ώρα που ήμασταν εν κινήσει εγώ έβλεπα ταινία, και η μητέρα τάιζε το μωρό. Μετά τη σύγκρουση είδα ότι της είχε φύγει το μωρό και μου ζήτησε βοήθεια. Το μωρό ήταν κάτω από το δικό μου κάθισμα, το πήραμε, το πηρέ στην αγκαλιά της. Μέχρι να γίνει αυτό τα παιδιά από μπροστά είχαν ήδη σπάσει τα τζάμια.
Μετά από λίγο μου ζήτησε βοήθεια μία κοπέλα και της είπα ότι θα τη βοηθήσω. Μπροστά μου είχα ένα ζευγάρι. Το ένα κάθισμα είχε ξεκολλήσει. Ο άνδρας ήταν χτυπημένος αλλά είχε τις αισθήσεις του. Η κοπέλα ήταν η μισή μέσα η μισή απ’ έξω και έξω την είχαν πλακώσει οι λαμαρίνες. Μου ζήτησε να την βοηθήσω. Σπρώχνω τις λαμαρίνες και άρχισα να την τραβάω, με βοήθησε και το αγόρι της, την βγάλαμε έξω. Είχε σφυγμό η κοπέλα. Υπήρχε παντού καπνός. Η φοιτήτρια που ήταν ακόμα μέσα μου ζήτησε βοήθεια. Ήρθαν και άλλα παιδιά από άλλο βαγόνι και σώσαμε την φοιτήτρια. Βρήκαμε ένα κινητό και ευτυχώς ήταν ανοιχτό».
«Άναψα τον φακό και βοηθήσαμε μία κοπέλα ήταν μέσα στα αίματα. Βγάλαμε την κοπέλα, αλλά ήταν μέσα στα αίματα και δεν μπορούσαμε να την αναγνωρίσουμε. Το αγόρι την φώναζε «Ιφιγένεια» αλλά δεν ξέρω εάν ήταν η κοπέλα στις φωτογραφίες, δεν θυμάμαι», κατέληξε ο επιζών του τραγικού δυστυχήματος.
- Ο Θεόδωρος Κατσιούλης επέβαινε στο μοιραίο τρένο και βίωσε τον εφιάλτη στα Τέμπη.
«Ήμουν στο βαγόνι 3 στη θέση 41. Το βαγόνι είχε καθυστέρηση 20 λεπτά και πήρα τηλέφωνο τον γιο μου να του πω πως θα καθυστερήσω. Μετά τα Παλαιοφάρσαλα το τρένο ήταν γεμάτο. Άκουσα πως υπήρχε ένα πρόβλημα με την ηλεκτροδότηση.
Μετά σταματήσαμε στη Λάρισα και βγήκε κόσμος. Είχα πάει τουαλέτα εκείνη την ώρα, το τρένο είχε μεγάλη ταχύτητα, είχε χτυπήσει το κινητό μου και όταν έκατσα για να απαντήσω τότε ένιωσα μία μεγάλη δύναμη. Εγώ έσπασα τη μύτη και είχα κατάγματα. Όταν άνοιξα τα μάτια μου άκουσα ουρλιαχτά και επικράτησε πανικός. Δύο παιδιά πήγαν να βγουν και φώναζαν φωτιά. Πήγαν να βγουν από την άλλη πόρτα αλλά ήταν σφραγισμένη», είπε αρχικά.
«Ένα παιδί έσπασε το τζάμι και βγήκε μία κοπέλα μετά πήγα να βγω εγώ και είδα λαμαρίνες από έξω. Μια γυναίκα με δύο παιδιά μου ζήτησε να τη βοηθήσω να βγάλω το παιδί της έξω. Βγήκαμε έξι άτομα από αυτή τη μεριά. Υπήρχε πανικός και φωτιά παντού. Η θερμοκρασία ήταν πολύ υψηλή και είχε πολύ καπνό. Παρά το ότι θα καιγόμασταν, δεν έφυγε κανείς, αλλά κάτσαμε να βοηθήσουμε. Υπήρχαν διαμελισμένα μέλη, κόσμος φώναζε βοήθεια. Το ΕΚΑΒ ήρθε πολύ γρήγορα», πρόσθεσε.
Ο κ. Κατσιούλης είπε πως όταν ήταν κάτω δεν πίστευε τι έγινε, φοβήθηκε πως θα πεθάνει και έκανε το σταυρό του.
Ο φοιτητής Άγγελος Φανουράκης, μίλησε στο Star και είπε πως θυμάται «έναν πολύ δυνατό θόρυβο και μια λάμψη, και μετά που έγινε το αναποδογύρισμα, εγώ ήμουν στο κάθισμα που πήγαινε μαζί με το τρένο, και βρέθηκα απέναντι». Στη συνέχεια, ο ίδιος αναφέρει πως «με έναν τρόπο, που βοηθήσαμε και όλα τα υπόλοιπα παιδιά, βγήκαμε από ένα παράθυρο, κατεβήκαμε ευτυχώς και όπως μπορούσε ο καθένας, βοηθούσε ο ένας τον άλλο». Αυτό που του έμεινε από την εμπειρία είναι πως δεν είναι τόσο άτρωτος όσο νόμιζε.
Η Βασιλική Οικονομάκη, που βρισκόταν στο μοιραίο τρένο και είναι τραυματισμένη με εμφανή τα σημάδια στο πρόσωπο, ανέσυρε από τη μνήμη της τις σοκαριστικές στιγμές που βίωσε: «Θυμάμαι να είναι όλα μαύρα, να έχουν σβήσει τα φώτα. Να είναι όλα μαύρα, να προσπαθούμε να βγάλουμε τα σίδερα από πάνω μας από τα χαλάσματα. Προσπαθούσα να βρω τους ανθρώπους που ήταν μαζί μου. Φώναζα βοήθεια. Θυμάμαι να καίγομαι και βγήκα έξω επειδή καιγόμουν. Έτσι σώθηκα, πήδηξα σε κάτι πράγματα».
Επιπλέον, η ίδια θυμάται πως το βαγόνι του κυλικείου ήταν γεμάτο και δυσκολεύονταν να βρει θέση, ενώ μετά τη σύγκρουση, άνθρωποι καιγόντουσαν ζωντανοί και φωνάζανε.
Ο Δημήτρης Αράπης, επίσης τραυματίας, εξολομογήθηκε: «Ευχαριστώ αυτούς που ήταν εκεί και βοηθούσαν, γιατί υπήρχαν πολλοί που απλώς έπαιρναν τις τσάντες τους και έφευγαν. Και τους φωνάζαμε εμείς που θα πέσουμε. Γιατί τις είχαμε ρίξει κάτω, το δεύτερο βαγόνι γιατί είχαν πέσει οι ρόδες από το βαγόνι και είχε σύρματα και τις ρίχναμε εκεί να μη χτυπήσουμε σε κανένα σύρμα και τις έπαιρναν από εκεί. Αλλά ήταν και μια κοπέλα που είχε σπασμένο χέρι και βοηθούσε».
«Σηκώθηκα όρθιος και μου πετάχτηκαν αίματα στο κεφάλι. Φώναζαν βοήθεια τα κορίτσια, τσίριζαν. Δεν άνοιγε η πόρτα, είχε σφηνώσει. Έριξα κλωτσιά για να σπάσουμε το τζάμι, το χτύπησα τρεις φορές για να σπάσει. Μόλις γύρισα είδα έναν νεαρό που το έσπασε με πυροσβεστήρα» περιγράφει στη σοκαριστική του μαρτυρία στην ΕΡΤ επιβάτης της επιβατικής αμαξοστοιχίας, ο οποίος επέβαινε στο δεύτερο βαγόνι, λίγο πριν από την φονική σύγκρουση.
Όπως ανέφερε ο 39χρονος Λάζαρος Παπαζήσης από το κρεβάτι του νοσοκομείου, όπου νοσηλεύεται: «Ένας ένας και σιγά σιγά βγαίναμε από το παράθυρο. Δεν βλέπαμε, δεν είχε φώτα και ανάψαμε τον φακό από το κινητό».
Ο Ανδρέας Αλικανιώτης που ταξίδευε με το μοιραίο τρένο, έσπασε το τζάμι και έσωσε επιβάτες από το φλεγόμενο βαγόνι. Ο 20χρονος άνδρας που βγήκε σχεδόν αλώβητος από το δεύτερο βαγόνι και βοήθησε συνεπιβάτες του, έγινε γνωστός μέσα από τη δημοσίευση μιας γιατρού που έγινε αμέσως viral.
«Έκανα αυτό που ένιωθα να κάνω ως άνθρωπος» είπε ο νεαρός άνδρας και περιέγραψε τη στιγμή της σύγκρουσης, λέγοντας ότι λίγο πριν συνομιλούσε με φίλους τους, για να τον παραλάβει κάποιος από τον σταθμό, επειδή είχε καθυστέρηση το τρένο.
«Εκείνη την ώρα έγινε η σύγκρουση. Την ώρα της έκρηξης βρέθηκα στον αέρα μαζί με τρεις συμφοιτητές μου, όλοι βρισκόμασταν στο δεύτερο βαγόνι».
Περιέγραψε πως παντού υπήρχε σκοτάδι, έβλεπε φωτιά και σπινθήρες, ενώ η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική λόγω των αναθυμιάσεων από τα καμμένα υλικά.
Ο ίδιος και οι συμφοιτητές του κατάφεραν να πηδήξουν από τα παράθυρα της πάνω πλευράς.
«Ο κόσμος έφευγε μακριά από τη φωτιά, μιλούσε στα κινητά, άλλοι ήταν σωριασμένοι στο χωράφι, άλλοι πάλευαν με τον πόνο και την αγωνία αν θα καταφέρουν να ζήσουν. Εκείνη την ώρα σκέφτηκα τρία πράγμα. Αναρωτιόμουν αν είναι αλήθεια αυτό που συνέβη, ότι θα φύγω και δεν θα προλάβω να χαιρετήσω τους δικούς μου ανθρώπους και τουλάχιστον να φύγω ακαριαία, να μην καώ ζωντανός».
Στη συνέχεια, αφού συνειδητοποίησε ότι είναι καλά, «είχα την ψυχραιμία να βοηθήσω κόσμο να βγει και δεν ήμουν μόνος μου σε αυτό. Όλοι όσοι μπορούσαμε βοηθήσαμε».
Είπε ακόμη ότι έκανε 25 λεπτά να βγει από το βαγόνι και μετά τηλεφώνησε στην μητέρα του.
«Δεν νοείται να μην υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας, να μην υπάρχουν μέτρα ασφαλείας, μιλάμε για ανθρώπινες ζωές» είπε και κατέληξε:«Δεν θα ξανάπαιρνα το τρένο, όχι επειδή φοβάμαι, αλλά επειδή δεν θα ήθελα να ξαναδώσω τα χρήματά μου σε τέτοιους ανθρώπους».