Τουρκία/ Ανάλυση: Ο γρίφος των εκλογών και η “διπλωματία των σεισμών”- Τι μπορεί να συμβεί στα ελληνοτουρκικά
Η κίνηση του Νίκου Δένδια να είναι ο πρώτος Ευρωπαίος υπουργός Εξωτερικών να επισκεφτεί τις σεισμόπληκτες περιοχές της Τουρκίας και η υποδοχή που έτυχε από τον ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, όσο και τα θετικά σχόλια του τουρκικού Τύπου, φαίνεται πως δημιουργούν ένα νέο περιβάλλον στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Στρατιωτικοί παρατηρητές, όσο και αξιωματούχοι του ΝΑΤΟ, επισημαίνουν πως τις τελευταίες ημέρες μειώθηκαν κατά πολύ -αν και δεν εκμηδενίστηκαν- οι παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου από τουρκικά μαχητικά.
Συνιστούν όλα αυτά κάποια στροφή της τουρκικής πλευράς από την επιθετική ρητορική των τριών τελευταίων ετών; Θα ήταν πρόωρο να υποστηρίξει κανείς πως η απόσταση που μειώθηκε από τα “θα έρθουμε μια νύχτα” στα “Ευχαριστούμε Ελλάδα” του ίδιου του Ταγίπ Ερντογάν και του συνόλου της τουρκικής ηγεσίας μπορεί να αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Ίσως είναι και απολύτως υπερβολικό. Η στρατηγική αμφισβήτησης του δικαιώματος της Ελλάδας να διατηρεί στρατεύματα στα νησιά, η αναθεωρητική λογική της Άγκυρας, ακόμα και η επίδειξη ισχύος με τον πύραυλο Tayfun δεν πρόκειται να εξαφανιστούν ως δια μαγείας στον απόηχο της ηρωϊκής παρουσίας της ελληνικής ΕΜΑΚ και της διάσωσης ανθρώπων στα ερείπια της Αντιόχειας και αλλού.
Αρκετοί, ωστόσο, επισημαίνουν πως οι σεισμοί και η ελληνική αλληλεγγύη διαμορφώνουν ένα διαφορετικό περιβάλλον:
–Είναι μάλλον απίθανο να επιστρέψει γρήγορα ο Ερντογάν στην επιθετική ρητορική και στην ενίσχυση των εθνικιστικών φωνών για προεκλογικούς λόγους. Οι κατά χιλιάδες αναρτήσεις Τούρκων στα social media και τα πρωτοσέλιδα του τουρκικού Τύπου έχουν αλλάξει σημαντικά το κλίμα,
–Ο Ταγίπ Ερντογάν έχει εκ των πραγμάτων άλλες προτεραιότητες: πρέπει να διαχειριστεί την οργή των πολιτών για την καθυστερημένη αντίδραση του κρατικού μηχανισμού στις πληγείσες περιοχές και την ανοχή που επέδειξε όλα τα προηγούμενα χρόνια στις “συμμορίες” των εργολάβων που κατασκεύασαν τα κτίρια που κατέρρευσαν ως χάρτινοι πύργοι. Η επιχείρηση συλλήψεων και ποινικών διώξεων κατασκευαστών είναι ένα τέτοιο δείγμα αυτής της προσπάθειας διαχείρισης της πολιτικής κρίσης που προκάλεσαν οι σεισμοί.
–Ο Ερντογάν πρέπει να αποφασίσει εάν μπορεί να φτάσει στις εκλογές στις 14 Μαϊου, όπως είχε προαναγγείλει, αντί της 18ης Ιουνίου (που θεωρείτο η “επίσημη” ημερομηνία). Τα σενάρια περί αναβολής των εκλογών για τουλάχιστον έξι μήνες δεν θεωρούνται πολύ πιθανά, αφενός γιατί το Σύνταγμα (άρθρο 78) προβλέπει ένα τέτοιο ενδεχόμενο μόνο σε περίπτωση πολέμου, αφετέρου διότι μια εκτροπή τέτοιας διάστασης θα φέρει τον Τούρκο πρόεδρο σε ακόμα δυσκολότερη πολιτική θέση. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης θα διαρκέσει μέχρι τις αρχές Μαϊου, οπότε αμέσως μετά πρέπει να διεξαχθούν οι εκλογές.
–Ο Ερντογάν είναι αναγκασμένος να ζητήσει την μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια της Δύσης (ΗΠΑ και ΕΕ) για να αντιμετωπίσει την τεράστια καταστροφή και την επιχείρηση ανοικοδόμησης μιας αχανούς περιοχής όπου ζουσαν 13 εκατ. πολίτες και αναπτυσσόταν το 10% της τουρκικής οικονομίας. Ως εκ τούτου είναι μάλλον απίθανο να ζητάει βοήθεια και κονδύλια και την ίδια στιγμή να συνεχίσει τις απειλές του κατά της Ελλάδας και να προβάλλει εμπόδια στην ένταξη της Σουηδίας και Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.
–H Ελλάδα θα έχει μία ακόμα ευκαιρία ενίσχυσης της αλληλεγγύης της προς τον τουρκικό λαό, μέσω της ευρωπαϊκής διάσκεψης δωρητών με σκοπό την οικονομική και όχι μόνο βοήθεια για την αποκατάσταση των ζημιών του σεισμού- θεωρείται πως το σχέδιο ανοικοδόμησης θα κοστίσει περίπου 100 δισ τα επόμενα χρόνια. Ενώ, κυβερνητικές πηγές δεν αποκλείουν ακόμα και μία συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν με την πρώτη ευκαιρία που θα προκύψει.
Από το 1999 στο 2023
Τούρκοι αναλυτές θυμίζουν πως το ΑΚΡ του Ερντογάν εκτοξεύθηκε πολιτικά (και κέρδισε τις εκλογές του 2002) στον απόηχο του σεισμού του 1999 που “εξαϋλωσε” πολιτικά τους Ετσεβίτ, Τσιλέρ και Ντεμιρέλ. Τώρα, αναφέρουν, κινδυνεύει να “εξαϋλωθεί” πολιτικά ο ίδιος. Το δε μεγαλεπήβολο σχέδιο του να σημάνει την έναρξη μιας νέας θητείας με τα 100 χρόνια από την ίδρυση του νέου τουρκικού κράτους (Κεμάλ) φαίνεται πως οδηγείται σε πλήρη αποτυχία.
Από την άλλη, όμως, η αντιπολίτευση δεν μπορεί, ούτε τώρα, να συνεννοηθεί και η κριτική που ασκείται είναι διαφορετική από τον Κιλισντάρογλου απ΄ ότι από την Ακσενέρ. Ο θυμός έχει εγκατασταθεί στην τουρκική κοινωνία και τίποτε δεν είναι πια το ίδιο.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρείται πιθανό να εισέλθουμε σε μια περίοδο ύφεσης στα ελληνοτουρκικά, με χαμηλότερους τόνους, μηνύματα φιλίας ένθεν κακείθεν και όλα να παραπεμφθούν στις μετεκλογικές καλένδες.
Οι σεισμοί του 1999 και η διπλωματία των σεισμών του (τότε υπ.Εξωτερικών) Γιώργου Παπανδρέου έφερε σχετική ηρεμία αρκετών ετών που έφτασε μέχρι και την εποχή της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή (“κουμπαριές”), χωρίς, όμως να αποστεί ποτέ η Τουρκία την πολιτική των “γκρίζων ζωνών” που αναβαθμίστηκε με την κρίση των Ιμίων και χωρίς να σταματήσουν οι εξοπλισμοί. Άλλωστε, οι δύο “αγορές του αιώνα” (επί κυβέρνησης Σημίτης) εδραζόταν στην κρίση των Ιμίων αλλά συνεχίστηκαν κανονικά και παράλληλα με την ύφεση της διπλωματίας των σεισμών.
Κάτι ανάλογο μπορεί να συμβεί και τώρα. Η Ελλάδα, αναβαθμισμένη αμυντικά πλέον με τις τελευταίες προμήθειες μαχητικών και πολεμικών σκαφών, μπορεί να αξιοποιήσει το “παράθυρο ευκαιρίας” που δημιούργησε η ανθρωπιστική καταστροφή των σεισμών, χωρίς, ωστόσο, να καλλιεργεί την ψευδαίσθηση ότι αίρεται η τουρκική στρατηγική του αναθεωρητισμού.
Πολλά θα κριθούν, άλλωστε, από το αποτέλεσμα των εκλογών σε Ελλάδα και Τουρκία και από τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς που αναπτύσσονται. Η Δύση θα επιχειρήσει ακόμα πιο εντονα να σύρει την Τουρκία στο άρμα της και στο πλαίσιο αυτό είναι πιθανό -πάντοτε σε συνδυασμό με τα αποτελέσματα των εκλογών- να δρομολογήσει διαδικασία σύγκλισης μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας, αρχικά για ζητήματα χαμηλής πολιτικής, μετά και για έναν απευθείας διάλογο με την επανέναρξη των διερευνητικών επαφών.
Συνάντηση Παναγιωτόπουλου-Ακάρ
Νίκος Παναγιωτόπουλος και Χουλουσί Ακάρ πρόκειται να συναντηθούν -εκτός απροόπτου- αύριο 14 Φεβρουαρίου στις Βρυξέλλες, στο περιθώριο της συνόδου των υπουργών Αμυνας της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Θα έχει ενδιαφέρον μια τέτοια συνάντηση γιατί στο ΝΑΤΟ μετά τον σεισμό άναψε ανάμεσα στους μόνιμους αντιπροσώπους των χωρών-μελών η συζήτηση για τη μετασεισμική πορεία της Τουρκίας – με την έννοια εάν ο Ταγίπ Ερντογάν θα προχωρήσει ή όχι στη διεξαγωγή εκλογών στις 14 Μαΐου, όπως ο ίδιος είχε ανακοινώσει.
Οι αναφορές στον τουρκικό Τύπο
«Αυτοπροσώπως ο Νίκος Δένδιας στις πληγείσες περιοχές της Τουρκίας», γράφει η τουρκική εφημερίδα Sabah και αναφέρει ότι ο Έλληνας ΥΠΕΞ έγινε ο πρώτος Ευρωπαίος υπουργός Εξωτερικών που επισκέφθηκε την Τουρκία μετά το φονικό σεισμό, δείχνοντας έτσι την έμπρακτη υποστήριξη της Ελλάδας στη δυσκολότερη ώρα της γειτονικής χώρας.
Παράλληλα, στον θερμό εναγκαλισμό Δένδια -Τσαβούσογλου στο αεροδρόμιο των Αδάνων (σχολιάστηκε μέχρι και από τον Αμερικανό πρέσβη στην Τουρκία) προβάλλουν σχεδόν όλα τα τουρκικά ΜΜΕ, υπογραμμίζοντας την μεγάλη βοήθεια της χώρας μας και την συμβολή της ΕΜΑΚ στις προσπάθειες να εντοπιστούν ανθρώπινες ζωές μέσα στα συντρίμμια.
«Δεν πρέπει να περιμένουμε έναν σεισμό, για να βελτιώσουμε τις διμερείς σχέσεις»
Η ανάρτηση του πρακτορείου Anadolu ότι ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών έφτασε στην Τουρκία για να επισκεφθεί τη ζώνη του σεισμού και στη συνέχεια να συναντηθεί με τον υπουργό Εξωτερικών Μεβλούτ Τσαβούσογλου, συνοδεύεται από την είδηση ότι ο Αμερικανός πρέσβης στην Άγκυρα Τζεφ Φλέικ, ανάρτησε «μια φράση που τα λέει όλα, ότι αυτό είναι υπέροχο».
Σημειώνεται ότι η πτήση Δένδια-Τσαβούσογλου πάνω από την ζώνη καταστροφής, καλύφτηκε εκτενώς από τα τουρκικά Μέσα, πάντα με αναφορές στην Αθήνα «που στέλνει βοήθεια αλλά και στις ελληνικές ομάδες έρευνας και διάσωσης που συμμετέχουν στο έργο που διεξάγεται κάτω από τα ερείπια».
Τέλος, η εφημερίδα Cumhuriyet παραθέτει και δήλωση του Μεβλούτ Τσαβούσογλου ότι «θα καταβάλλουμε προσπάθειες, για να λύσουμε τις διαφορές μας μέσω διαλόγου». «Σε τέτοιες δύσκολες ημέρες φαίνονται οι καλοί γείτονες», ανέφερε ο Τούρκος ΥΠΕΞ, προσθέτοντας ότι «δεν πρέπει να περιμένουμε έναν σεισμό, για να βελτιώσουμε τις διμερείς σχέσεις».