Στεγαστικά: Δανειολήπτες σε απόγνωση – Στα ύψη οι δόσεις μετά τη νέα άνοδο των επιτοκίων – Αναμένονται άλλες δύο σύμφωνα με το Reuters
Σε απόγνωση οι δανειολήπτες που βλέπουν τις δόσεις των δανείων του να εκτινάσσονται στα ύψη με τη συνεχή άνοδο των βασικών επιτοκίων. Παρότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη επιβραδύνει και η Federal Reserve μείωσε τον ρυθμό των δικών της αυξήσεων επιτοκίων, στις 25 μονάδες βάσης, η ΕΚΤ δια στόματος Λαγκάρντ προανήγγειλε δεύτερη κατά σειρά αύξηση κατά 50 μονάδες βάσης, που φέρνει το επιτόκιο καταθέσεων στο 2,5% και το επιτόκιο αναχρηματοδότησης στο 3%.
Η νέα άνοδος των επιτοκίων από την ΕΚΤ αναμένεται μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2023 συμπαρασύροντας και το euribor, που αποτελεί τη βάση τιμολόγησης για όλα τα στεγαστικά και τα επιχειρηματικά δάνεια.
«Η αποφασιστικότητά μας να φτάσουμε σε πληθωρισμό 2% μεσοπρόθεσμα δεν θα πρέπει να αμφισβητείται», τόνισε η Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία ωστόσο απέρριψε την ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία η κίνηση της Πέμπτης σημαίνει ότι ο κύκλος αύξησης των επιτοκίων πλησιάζει στο τέλος του. «Όχι. Γνωρίζουμε ότι έχουμε έδαφος να καλύψουμε, γνωρίζουμε ότι δεν έχουμε τελειώσει», είπε.
- Σύμφωνα με το Reuters αξιωματούχοι της ΕΚΤ αναμένουν τουλάχιστον δύο ακόμα αυξήσεις επιτοκίων, αν και παραμένουν διαφορές για τον ρυθμό των αυξήσεων και το «ταβάνι» των επιτοκίων. Δύο αξιωματούχοι δήλωσαν στο Reuters ότι είναι ξεκάθαρο ότι τα επιτόκια θα αυξηθούν και τον Μάιο, αν και το Διοικητικό Συμβούλιο δεν έχει συζητήσει ακόμα το μέγεθος των αυξήσεων. Με βάση τα τρέχοντα στοιχεία, ανέφεραν, κάποιοι αξιωματούχοι αναμένουν μια πιθανή αύξηση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης στη συνεδρίαση του Μαϊου, ενώ άλλοι εκτιμούν ότι θα υπάρξει εκ νέου αύξηση 50 μονάδων βάσης που θα ανεβάσει τα επιτόκια στο 3,5%.
Σε κάθε περίπτωση, οι συνεχιζόμενες αυξήσεις του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ τους επόμενους μήνες συμπαρασύρει σε περαιτέρω αύξηση του κόστους δανεισμού για επιχειρήσεις και νοικοκυριά και σημαντική επιβάρυνση του υφιστάμενου χρέους, που σύμφωνα με στοιχεία της ΤΤΕ ανέρχεται σε 199 δισ. ευρώ. Πρόκειται για χρέος που κατά 112,4 δισ. ευρώ βρίσκεται στα χέρια των τραπεζών και κατά 86,8 δισ. ευρώ στα χέρια των funds μέσα από τις αγορές κόκκινων κυρίως δανείων τα τελευταία χρόνια.
Βασικό ζητούμενο είναι το κατά πόσον η άνοδος του κόστους χρήματος θα αποθαρρύνει τη ζήτηση για δανεισμό, κάτι που προς το παρόν τουλάχιστον δεν φαίνεται να αγγίζει τη ζήτηση για επιχειρηματικά δάνεια. Η τάση αυτή επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία για την πιστωτική επέκταση την προηγούμενη χρονιά, που κινήθηκε με ρυθμό περίπου 10% και εκτιμάται ότι θα διατηρήσει τη δυναμική της, κυρίως σε ό,τι αφορά τις μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις –με βάση τον ευρωπαϊκό ορισμό– βασιζόμενη κυρίως στα φθηνά δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά και στα προγράμματα του ΕΣΠΑ.
- Οι μικρές επιχειρήσεις που θεωρούνται πιο ευάλωτες στις διακυμάνσεις των επιτοκίων θα πιεστούν σημαντικά, καθώς ήδη τα επιτόκια σε αυτή την κατηγορία δανείων κινούνται σε υψηλά επίπεδα κοντά στο 8%, με εξαίρεση τα δάνεια που φέρουν την εγγύηση συγχρηματοδοτούμενων από την Ε.Ε. μέσω οργανισμών όπως η ΕΤΕΠ, αλλά και νέων προγραμμάτων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας που δρομολογούνται για το 2023.
Οι τράπεζες θα επιδιώξουν τη διεύρυνση αυτών των συνεργασιών εντός του 2023 προκειμένου να εξασφαλίσουν ευνοϊκότερη χρηματοδότηση για την πιο ευαίσθητη κατηγορία επιχειρήσεων, που αποτελεί και την κρίσιμη μάζα του ελληνικού επιχειρείν, διασφαλίζοντας επιτόκια που θα κινηθούν στο επίπεδο του 6%, το οποίο ωστόσο προϋποθέτει είτε προσωπικές εξασφαλίσεις είτε εγγυήσεις μέσω ευρωπαϊκών μηχανισμών.
- Τα στεγαστικά δάνεια θα συνεχίσουν να βρίσκονται «στο μάτι του κυκλώνα» καθώς η άνοδος του euribor στο 2,2% υπολογιζόμενη πάνω σε ένα μέσο τραπεζικό περιθώριο 2,5%, οδηγεί σε αύξηση της μηνιαίας δόσης κατά 115 ευρώ για ένα δάνειο 100.000 ευρώ με διάρκεια αποπληρωμής τα 30 χρόνια.
Η προοπτική ανόδου του euribor στο 3% οδηγεί σε αύξηση περίπου κατά 175 ευρώ τον μήνα και θα αυξήσει τον βαθμό δυσκολίας για την εξυπηρέτηση των στεγαστικών δανείων, που παραδοσιακά αποτελούν τον καθρέφτη της αγοράς και των πιέσεων που δέχονται οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί. Εξίσου σοβαρός από την άνοδο των επιτοκίων είναι ο φόβος για τη νέα παραγωγή στεγαστικών δανείων με ανακοπή της ζήτησης εξαιτίας και των υψηλών τιμών των ακινήτων, που συνεχίζουν να ενισχύονται.
Έχοντας εξαντλήσει τα περιθώρια συγκράτησης στα σταθερά επιτόκια που κυριάρχησαν το 2022, οι τράπεζες υποχρεώνονται να κινηθούν πιο επιθετικά με μειώσεις των spreads στα κυμαινόμενα επιτόκια, ώστε να αναχαιτιστεί η άνοδος του κόστους λόγω των αυξήσεων στο euribor και να συντηρηθεί η ζήτηση. Ηδη ένα τμήμα της νέας ζήτησης αναζητεί λύσεις σε σταθερά επιτόκια για μικρές διάρκειες –π.χ. 3ετία– και στη συνέχεια κυμαινόμενο, «ποντάροντας» στον προσωρινό ορίζοντα της ανόδου των επιτοκίων και την αποκλιμάκωσή τους στο εγγύς μέλλον.
Με πληροφορίες από news247.gr