Εκλογές και υποκλοπές: Επηρεάζει η συζήτηση επί της πρότασης μομφής; -Πολιτικοί αναλυτές μιλούν στο libre
Η συζήτηση που έγινε στη Βουλή επί της πρότασης δυσπιστίας που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ για το ζήτημα του σκανδάλου των υποκλοπών είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα και το αντίστοιχο ενδιαφέρον.
Ο Αλέξης Τσίπρας επισημοποίησε το θέμα των παρακολουθήσεων και ο Κ. Μητσοτάκης αναζήτησε καταφύγιο στην ασφάλεια των συμψηφισμών της «δικής του» τετραετίας που ολοκληρώνεται σε λίγους μήνες και εκείνης του προκατόχου του που ο πρωθυπουργός περιέγραψε λίγο έως πολύ αποτυχημένη.
Τι έμεινε όμως από τις υποκλοπές της ΕΥΠ και του predator;
Σύμφωνα με τον πολιτικό επιστήμονα Λευτέρη Κουσούλη «το ζήτημα των παρακολουθήσεων, όπως αυτό εξελίχθηκε τους τελευταίους μήνες, αλλά και τις τελευταίες ημέρες, προσθέτει φθορά στο κυβερνητικό σχήμα.
Η φθορά αυτή, που μοιάζει επιφανειακή, έχει και μια διάσταση αόρατη, μια πλευρά που δεν καταγράφεται αμέσως και δεν είναι εν τέλει δυνατή η καταγραφή της. Ανήκει στα θέματα που «εργάζονται» διαβρωτικά, υπονομεύουν την εμπιστοσύνη και αφαιρούν από τον ενδιαφερόμενο πρωταγωνιστή αίγλη και πειστικότητα. Όπως και αν έχει το πράγμα, δεν είναι οι παρακολουθήσεις, ως αυτόνομο θέμα, που θα βαρύνουν στο εκλογικό αποτέλεσμα. Έρχονται να προστεθούν στο συνολικό ζύγισμα, που σιγά – σιγά αναπόφευκτα συντελείται, βαδίζοντας προς τις εκλογές. Η πορεία αυτή έχει πλέον ενδιαφέρον. Η ως τώρα κυρίαρχη αριθμητικά θέση του κυβερνητικού κόμματος, όπως δημοσκοπικά προκύπτει, μοιάζει να έχει αντοχή.
Προς το τέλος της θητείας της και η Κυβέρνηση διατηρεί μια αποδοχή, σε βαθμό που μπορεί βάσιμα να επιδιώκει ακόμη και την αυτοδυναμία. Αυτό είναι το ζήτημα γύρω από το οποίο θα αναπτυχθεί η προεκλογική αντιπαράθεση. Ο στόχος της αυτοδυναμίας. Όλα τα άλλα θα καταστούν επιμέρους θέματα και θα ‘‘αφομοιωθούν’’ μέσα του. Οι παρακολουθήσεις και η φθορά που γεννούν – μικρή ή μεγάλη, δεν μπορεί να μετρηθεί – έχουν ενδιαφέρον επειδή η ενόχληση που προκαλούν σε μερίδα των ψηφοφόρων συνδέεται με τον συγκεκριμένο πολιτικό στόχο».
Στο ερώτημα πόσο θα επηρεάσουν τις εκλογές ο κ. Κουσούλης πιστεύει ότι «ως θεσμικό ζήτημα δημοκρατίας, οι παρακολουθήσεις επηρεάζουν μια κατηγορία ψηφοφόρων, που κινούνται στην αθόρυβη ζώνη. Είναι εκτός άμεσου κομματικού ‘‘ελέγχου’’, βλέπουν τα πράγματα από απόσταση, παραμένουν αυστηρά κριτικοί απέναντι στην εξουσία, διατηρούν ένα πνεύμα απόρριψης των πράξεων της εξουσίας, όταν μπορεί αυτές να κυοφορούν απειλές κατά των ατομικών δικαιωμάτων».
Επιστρέφοντας όμως στη συζήτηση στη Βουλή, ο αναπληρωτής καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Γιάννης Κωνσταντινίδης λέει:
- «Η ισχύς της κυβέρνησης, ή ακόμα καλύτερα του Πρωθυπουργού και του στενού περιβάλλοντός του, στο ελληνικό πολιτικό σύστημα είναι τόσο ασύμμετρα μεγάλη σε σύγκριση με τους άλλους θεσμούς, και ιδιαιτέρως σε σύγκριση με την κατ’ όνομα ‘‘νομοθετική εξουσία’‘, που η οποιαδήποτε κοινοβουλευτική λειτουργία μετατρέπεται σε μια στυλιζαρισμένη θεατρική παράσταση με ένα προβλέψιμο αποτέλεσμα. Και φοβάμαι ότι το χειρότερο σε μια τέτοια παράσταση δεν είναι ότι είναι στυλιζαρισμένη, αλλά ότι το αποτέλεσμα είναι προβλέψιμο».
Για τον ίδιο «η τριήμερη συζήτηση επί της τελευταίας πρότασης δυσπιστίας σε βάρος της κυβέρνησης ήταν στυλιζαρισμένη. Επιστρατεύθηκαν αρχαία κείμενα, αποφθέγματα και αστικοί μύθοι της νεώτερης ιστορίας προκειμένου να κερδηθεί η μάχη της ατάκας, να προκληθεί το χειροκρότημα των ‘‘δικών μας’’ και οι ενοχλημένες φωνές των ‘‘απέναντι’’. Τη δυσχερή ούτως ή άλλως αναζήτηση ενός κάποιου συλλογισμού μέσα στη συρραφή των ευρηματικών διατυπώσεων των ομιλιών ήρθαν –ιδιαιτέρως σήμερα – να αποτελειώσουν οι συνεχείς παρεμβάσεις του Προέδρου της Βουλής που ζητούσε από τους παριστάμενους να σιωπήσουν. Ποια είναι η πιθανότητα να κερδίσει ένας πολίτης πληροφορίες ή ερμηνείες υπό αυτές τις συνθήκες;».
Όπως λέει ο κ. Κωνσταντινίδης «το χειρότερο όμως με κάθε τέτοια παράσταση είναι ότι το αποτέλεσμα ήταν προβλέψιμο. Στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, ο Πρωθυπουργός ελέγχει με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τα πάντα: υπουργούς, βουλευτές, δημόσια διοίκηση, δικαιοσύνη, ανεξάρτητες αρχές. Για αυτό και τα χειροκροτήματα στο τέλος κάθε πρωθυπουργικής ομιλίας είναι δεδομένα. Αυτό δεν ισχύει μόνο για τον σημερινό Πρωθυπουργό, αν και ισχύει σίγουρα και για αυτόν. Κάθε Πρωθυπουργός στην Ελλάδα μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα κάνει πράξη οτιδήποτε έχει στο καθαρό ή βρώμικο μυαλό τους. Και είναι ακριβώς αυτή η σχέση υποτέλειας των άλλων θεσμών έναντι του Πρωθυπουργού που θα πρέπει να συζητηθεί στη δημόσια σφαίρα με την ευκαιρία των εκλογών. Το θέμα της πρότασης δυσπιστίας που συζητήθηκε τις μέρες αυτές ακουμπούσε, με έναν τρόπο, το ζήτημα της ευρύτερης θεσμικής αρχιτεκτονικής του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Για αυτό και είναι διπλό το κρίμα για αυτή τη συζήτηση που δεν έφτασε ποτέ στην προφανή αποδοχή από όλους της αξίας που έχει η ύπαρξη μηχανισμών ελέγχου και εξισορρόπησης της εξουσίας του πρωθυπουργού».
- Αυτό που απομένει μετά από όλα αυτά είναι οι εκλογές που θα γίνουν σε λίγους μήνες. Όπου τα πράγματα σύμφωνα με τον κ. Κουσούλη θα είναι «οριακά». Δηλαδή, «οριακή θα είναι η αυτοδυναμία αν επιτευχθεί, οριακά θα χαθεί, αν αποδειχθεί αδύνατη».
«Σε λίγες μέρες θα προκηρυχθούν και τυπικά οι εκλογές, ο χρόνος θα μετράει διαφορετικά, το ζύγισμα των πραγμάτων θα γίνεται με εκλογικά κριτήρια, η αξιολόγηση της περιόδου θα λάβει για κόμματα και Κυβέρνηση τελικό χαρακτήρα. Δεν απομένουν και μετά τη σημερινή συζήτηση στη Βουλή μεγάλα περιθώρια εκπλήξεων», εξηγεί ο κ. Κουσούλης και καταλήγει: «Το βράδυ της Κυριακής του ‘‘πρώτου γύρου’’, των εκλογών με απλή αναλογική, θα έχουμε τις απαντήσεις και για τον «δεύτερο γύρο», της επαναληπτικής εκλογής. Αν έχουμε αυτοδυναμία ή αν η απόφαση του λαού γίνει η δύναμη κίνησης εξόδου από μια αυτάρεσκη στασιμότητα, που τρέφει κάθε αυτοδυναμία».