Βουλή: Ερωτήματα που δεν θα απαντηθούν
Σ’ αυτή τη ζοφερή υπόθεση των παρακολουθήσεων συνυπάρχουν και η ουσία (κράτος Δικαίου και συνταγματικά κατοχυρωμένη λειτουργία των ανεξάρτητων αρχών) αλλά και μια πρωτοφανούς έντασης πολιτική αντιπαράθεση, η οποία επειδή ασκείται σε προεκλογικό χρόνο και σε πολιτικά οριακές συνθήκες μπολιάζεται με τοξικότητα.
Στην ουσία, πρώτα: Η ΑΔΑΕ επιβεβαίωσε πως η ΕΥΠ παρακολουθούσε τις τηλεφωνικές συνομιλίες τουλάχιστον δέκα προσώπων υπό το “σκεπτικό” της πιθανής παραβίασης της εθνικής ασφάλειας. Ο αρχηγός του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος, κορυφαίος υπουργός, δημοσιογράφοι, σύμβουλοι ασφαλείας, επικεφαλής υπηρεσιών που εισηγούνται για τα εξοπλιστικά προγράμματα και μέλη της ηγεσίας των ενόπλων δυνάμεων. Και ο ίδιος ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ. Η επιβεβαίωση αυτή είναι ανυπέρβλητη και δεν μπορεί να μπει σε καμία ζυγαριά συμψηφισμών.
Η άποψη που διακινούν οπαδοί του πιο κυνικό μιθριδατισμού αναφέρει: “πάντοτε συνέβαιναν αυτά…”. Λάθος. Το “πάντοτε” εμπίπτει στην σφαίρα της εικασίας, ίσως και της βολικής πιθανολόγησης. Ακόμα και οι συμψηφισμοί υποκύπτουν στην σύγκριση τετελεσμένων. Ακούγεται λογικό να έχει συμβεί κάτι παρόμοιο κατά το παρελθόν (εξαιρούμε τις περιπτώσεις Τόμπρα, ή Μαυρίκη, λόγω ιδιαζουσών και διαφορετικών συνθηκών εκείνης της εποχής που, ούτως ή άλλως, δεν υπήρχε η ΑΔΑΕ), ωστόσο αποτελεί μόνο εικασία. Το θέμα που συζητείται στη Βουλή αφορά μία επιβεβαιωμένη και αδιάψευστη πραγματικότητα.
Γι αυτό και η αξία των ευρημάτων της ανεξάρτητης αρχής αποκτούν τρομακτική διάσταση και αφορούν το “μεδούλι” του Συντάγματος και της εύνομης λειτουργίας του κράτους.
Προκύπτει, ως εκ τούτου, το ερώτημα: Ποιοί και για ποιούς λόγους παρακολουθούσαν τις τηλεφωνικές συνομιλίες των παραπάνω και πιθανότατα -οι έρευνες συνεχίζονται- πολλών ακόμα; Και ακόμα περισσότερο: ποιοί και γιατί παρακολουθούσαν την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων και ειδικότερα του Α/ΓΕΕΘΑ;
Αξίζει να σημειωθεί πως οι επιβεβαιωμένες παρακολουθήσεις του Κωνσταντίνου Φλώρου αφορούν χρονικό διάστημα διετίας (!), περίοδο κατά την οποία διαχειρίστηκε τις σοβαρότερες εθνικές κρίσεις των πολλών τελευταίων ετών (Έβρος, Oruc Reis, ελληνοτουρκικά, προμήθειες εξοπλισμών αξίας πολλών δισ. κ.ά).
Απάντηση επ΄ αυτών δεν έχει δωθεί. Κι αυτό είναι ένα πολύ βαρύ αποτύπωμα για την λειτουργία της δημοκρατίας μας.
Η πολιτική αντιπαράθεση, τώρα: Η αντιπολίτευση μιλά για ένα “παρακράτος”, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατά την αιτιολόγηση της πρότασης δυσπιστίας μίλησε για “εγκληματικό δίκτυο” υπό την καθοδήγηση του πρωθυπουργού. Η κυβέρνηση απαντά πως πρόκειται για “ρυπαρά δίκτυα” μιας εκτός πλαισίου και νομιμότητας δράσης κάποιων εντός της ΕΥΠ. Αμφότερες οι πλευρές μιλούν για “δίκτυο”.
Όπως έχουμε πλέον ενημερωθεί, μία παρακολούθηση προκύπτει με την εξής διαδικασία: εντολή διοίκησης της ΕΥΠ με αιτιολόγηση και “σκεπτικό”, υπογραφή της σχετικής διάταξης από την εισαγγελέα της υπηρεσίας κ. Βλάχου και εκτέλεση με “νόμιμη επισύνδεση”. Είτε, λοιπόν, πρόκειται για “εγκληματικό”, είτε για “ρυπαρό” δίκτυο, το διττό ερώτημα είναι “ποιός/ποιοί έδωσαν την εντολή και ποιός υπέγραψε την διάταξη;”.
Χωρίς να γνωρίζουμε την λειτουργία της υπηρεσίας, μπορούμε με βεβαιότητα να υποθέσουμε πως η αρμόδια εισαγγελέας δεν θα υπέγραφε ποτέ διάταξη παρακολούθησης του κ. Ανδρουλάκη, του τάδε υπουργού, ή του δείνα συμβούλου, ακόμα περισσότερο του αρχηγού των ενόπλων δυνάμεων επειδή είχε λάβει εντολή από κάποιο δευτερότριτο στέλεχος της ΕΥΠ. Μόνο ο κ. Κοντολέων θα μπορούσε να είχε δώσει τέτοια εντολή.
Έχει διερευνήσει η κυβέρνηση εάν ο διορισθείς από την ίδια τέως διοικητής της ΕΥΠ είναι εξέχων μέλος ενός τέτοιου “ρυπαρού” δικτύου; Έχει διερευνήσει τον ρόλο της κ. Βλάχου; Παρότι έχει παρέλθει διάστημα επτά μηνών, δεν υπάρχει ένδειξη πως ερευνήθηκε η ύπαρξη και ο ρόλος τέτοιου “ρυπαρού” δικτύου. Ούτε από την ίδια την ΕΥΠ (που θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει διαδικασία αυτοκάθαρσης), ούτε από την κυβέρνηση, ούτε από τις εισαγγελικές αρχές που ερευνούν την υπόθεση.
Αυτά, ως μία μικρή συμβολή στη δημόσια συζήτηση. Και ως επιμύθιο: εάν δεν απαντηθούν όλα τα παραπάνω το τραύμα που άνοιξε δεν θα επουλωθεί, η δε ΕΥΠ αποδεικνύεται διάτρητη και καθοδηγούμενη σε παρανομίες. Είτε γνώριζε, είτε δεν γνώριζε ο πρωθυπουργός.