Τι ήταν οι “Illuminati” στους οποίους αναφέρθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης- Γιατί χρησιμοποίησε τον όρο
Mε τη φράση «Ιλλουμινάτι» που είπε ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στη χθεσινή (πρώτη) θεματική συνέντευξή του, πολλοί αναρωτήθηκαν άραγε τι εννοούσε; Ήταν, μου λένε, μια δεικτική αναφορά σε «Ιλλουμινάτι» – όπως τους χαρακτήρισε – οικονομικούς αναλυτές, οι οποίοι ασκούν κριτική στην επιδοματική της κυβέρνησης. «Αμφιβάλω αν έχουν πάει ποτέ στο σουπερμάρκετ για να ψωνίσουν για το νοικοκυριό τους», σχολίασε σκωπτικά. Στόχος του, να υπεραμυνθεί της οικονομικής πολιτικής του Μαξίμου στη διάρκεια της πανδημικής περιόδου αλλά και της ενεργειακής κρίσης. Ποιοι ήταν όμως οι Ιλλουμινάτι;
Οι Ιλλουμινάτι (λατινικά: Illuminati, κυριολεκτικά: Πεφωτισμένοι) είναι μέλη μυστικών εταιρειών, τα οποία ισχυρίζονται ότι φωτίζονται άμεσα από το Θεό, χωρίς τα μυστήρια. Τέτοιες αιρέσεις παρουσιάστηκαν στην Ισπανία, στη Βαυαρία και στην Πικαρδία. Κατά τα τέλη του 18ου αιώνα οι Ιλλουμινάτι προσέγγισαν τον Ελευθεροτεκτονισμό. To 1907 μετέφεραν την έδρα τους στο Βερολίνο, όπου διατηρήθηκε η μυστική αυτή εταιρεία μέχρι σήμερα, έχοντας παράλληλα βλέψεις για παγκόσμια κυριαρχία.
Πώς ιδρύθηκαν οι Ιλλουμινάτι
Ο καθηγητής εκκλησιαστικού δικαίου και πρακτικής φιλοσοφίας του πανεπιστημίου της Ίνγκολστατ στη Βαυαρία, Άνταμ Βάισχαουπτ (1748-1830), ίδρυσε την 1η Μαΐου του 1776 με δύο μαθητές του την Ένωση, η οποία αρχικώς έφερε το όνομα «Perfectibilists». Σαν σύμβολο της οργάνωσης επέλεξε την κουκουβάγια, σύμβολο της Μινέρβα, της θεάς της γνώσης των Ρωμαίων, (αντίστοιχη της θεάς Αθηνάς των αρχαίων Ελλήνων).
Στο παρασκήνιο βρισκόταν το πνευματικό περιβάλλον του πανεπιστημίου, στο οποίο στην πράξη κυριαρχούσαν οι Ιησουίτες, οργάνωση που είχε διαλυθεί τρία έτη πριν. Ο εικοσιοκτάχρονος Βάισχαουπτ ήταν ο μοναδικός καθηγητής του Ίνγκολστατ χωρίς παρελθόν στην Εταιρεία και ήταν αντιστοίχως απομονωμένος από το διδασκαλικό προσωπικό, επίσης εξαιτίας του ενθουσιασμού του για τις πεφωτισμένες ιδέες του. Για να προστατεύσει τους μαθητές του από τις ραδιουργίες των Ιησουϊτών και ιδίως για να τους εξασφαλίσει πρόσβαση στη σύγχρονη κριτική εκκλησιαστική λογοτεχνία, ίδρυσε την «Ένωση της μυστικής γνώσης», η οποία στις αρχές αποτελούταν από μόλις είκοσι άτομα.
Πέραν τούτου, ο ιδρυτής είδε στην Οργάνωση των Ροδόσταυρων, μία μυστική πνευματική οργάνωση ανήκουσα στη Μασονία, ένα κακό αενάως αυξανόμενο που έπρεπε να καταπολεμηθεί. Ο Βάισχαουπτ κατέγραψε τους λόγους για την ίδρυση της ένωσης στην επιστολή Pythagoras oder Betrachtungen über die geheime Welt und Regierungskunst (Ο Πυθαγόρας ή οι παρατηρήσεις σχετικά με τον μυστικό κόσμο της Τέχνης της κυβέρνησης):
Όμως δύο γεγονότα στάθηκαν αποφασιστικά. Συμπεριλαμβανομένου του ότι εκείνο τον καιρό, το 1776 ένας αξιωματούχος στο Burghausen, με το όνομα Ecker είχε ιδρύσει μία στοά προσανατολισμένη στην αλχημεία που είχε αρχίσει να εξαπλώνεται τάχιστα. Ένα μέλος της έφτασε στο Ίνγκολστατ για να κάνει γνωστή τη στοά και να προσελκύσει τους ευφυέστερους των σπουδαστών. Δυστυχώς η εκλογή του αφορούσε ακριβώς αυτούς τους οποίους κι εγώ είχα εντοπίσει. Η σκέψη ότι είχα χάσει με τέτοιο τρόπο τόσο ευέλπιδες νεαρούς και να τους βλέπω τώρα να πλησιάζουν την αλχημεία και παρόμοιες ανοησίες, ήταν για μένα μαρτυρικό και αβάσταχτο. Για το λόγο αυτό πήγα και ζήτησα βοήθεια από έναν νέο, στον οποίο είχα απόλυτη εμπιστοσύνη. Και (αυτός) μου έδωσε κουράγιο να ασκήσω την επιρροή μου στους σπουδαστές και (να καταπολεμήσω) τις υπερβολές αυτές με ένα εμβόλιο που χορηγήθηκε μέσω της άμεσης ίδρυσης μιας ένωσης.
Η οργάνωση πήρε μία πρώτη ώθηση το 1778, όταν ένας παλιός μαθητής και πρόεδρος της Palatinado Renano την αναδιοργάνωσε. Ο Βάισχαουπτ πρότεινε σαν νέο όνομα το «Bienenorden» (Οργάνωση των Μελισσών), διότι οραματιζόταν ότι οι οπαδοί θα συνέλεγαν το νέκταρ της γνώσης, κατευθυνόμενοι από μία μέλισσα βασίλισσα, αλλά στο τέλος προτιμήθηκε το «Bund der Illuminaten» (Ένωση των Πεφωτισμένων) και μετά το «Illuminatenorden» (Οργάνωση των Πεφωτισμένων). Από την ένωση της σοφίας θα δημιουργούνταν μία μυστική οργάνωση που δεν μπορούσε να αρνηθεί την προέλευση του οργανωτικού της μοντέλου από την Εταιρεία του Ιησού.
Η άνθηση
Μία επόμενη αναδιοργάνωση έλαβε χώρα το 1780 μετά την είσοδο στην οργάνωση του αριστοκράτη Adolph von Knigge. Το 1782, ο Adolph Freiherr Knigge εφοδίασε την οργάνωση με μία δομή παραμασονική, με τον Weishaupt και τον Knigge, ως διευθυντές του επονομαζόμενου «Άρειου Πάγου». Με αυτή την νέα διανομή αρμοδιοτήτων, οι Πεφωτισμένοι πέτυχαν να στρατολογήσουν στις τάξεις τους πολλούς μασόνους και να εισχωρήσουν σε ολόκληρες στοές.
Στο παρασκήνιο βρισκόταν η κρίση που άρχισε προς το 1776 ανάμεσα στους υψηλούς Γερμανούς μασόνους με την αποκοπή τους από τη ναϊτική Αυστηρή Τήρηση. Ο Karl Gotthelf von Hund und Altengrotkau είχε κατορθώσει να προσελκύσει τις διάφορες στοές υπό τις διαταγές του μέσω ενός απολιτικού-ρομαντικού τελετουργικού, που διασφάλιζε ότι θα ήταν διάδοχος της οργάνωσης των Ναϊτών που διαλύθηκε το 1312. Κατά τη διάρκεια πολλών ετών, επιπλέον είχε διαβεβαιώσει τους πάντες ότι διατηρούσε επαφές με «άγνωστους ανωτέρους», που τον είχαν μυήσει στη μασονία. Καθώς όταν πέθανε το 1776, κανείς από τους «μυστικούς ανώτερους» δεν επικοινώνησε μαζί τους, υπήρχε μεγάλη σύγχυση στη στοά. Στο μασονικό συνέδριο της Αυστηρής Τήρησης που έλαβε χώρα στο Βίλχελμσμπαντ ανάμεσα στις 16 Ιουλίου και την 1η Σεπτεμβρίου 1782, ο Knigge και ο δεύτερος αντιπρόσωπος των Πεφωτισμένων, Franz Dietrich von Ditfurth, ένας εκδηλωτικός ριζοσπάστης Πεφωτισμένος, πήραν την κοινή γνώμη με το μέρος της οργάνωσής τους. Το ναϊτικό σύστημα εγκαταλείφθηκε και η οργάνωση του Ροδόσταυρου περιορίστηκε σε μειοψηφία στην προσπάθειά της να διατηρήσει εκείνη την παράδοση. Αμφότεροι οι Πεφωτισμένοι κατάφεραν, συμπεριλαμβανομένου και του Johann Christoph Bode, να κερδίσουν ένα σημαντικό αντιπρόσωπο στην Αυστηρή Τήρηση.
Κρίση και απαγόρευση
Συνέπεια τούτων, ο αριθμός των μελών αυξήθηκε ραγδαία, εντούτοις την ίδια στιγμή αυτή η επιτυχία σήμανε την αρχή του τέλους: Ο Knigge δεν έβλεπε να εκτιμάται η προσφορά του, καθώς αυξανόταν η οργάνωση και απείλησε με επιστολές να καταδώσει τα μυστικά της στους Ιησουίτες και στους Ροδόσταυρους. Η ενέργειά του αυτή ενίσχυσε τη δυσπιστία του Weishaupt, στον οποίο δημιουργούνταν σημαντικές ανησυχίες εκ του ότι ο Knigge και με τη σειρά του ο επιμελής Bode είχαν προσεταιριστεί τον πρίγκηπα Karl von Hessen-Kassel και τον Ferdinand von Braunschweig, καθώς επίσης και τον δούκα Ernst von Sachsen-Gotha και τον Carl August von Sachsen-Weimar, όλους εκείνους τους εκπρόσωπους της απολυταρχίας. Οι υποψίες αυτές δεν ήταν ανεδαφικές, καθώς ο Carl August και ο ιδιωτικός του σύμβουλος Goethe, είχαν εγγραφεί μόνο και μόνο για να ερευνήσουν την Οργάνωση.
Ως αποτέλεσμα οξύνθηκαν οι ασυμφωνίες μεταξύ Weishaupt και Knigge μέχρι του σημείου η Οργάνωση να απειλείται με διάλυση. Τον Φεβρουάριο του 1784 συγκλήθηκε στη Βαϊμάρη για το σκοπό αυτό ένα διαιτητικό δικαστήριο με το όνομα «κογκρέσο». Προς έκπληξη του Knigge η κρίση του συμβουλίου στο οποίο συμμετείχαν μεταξύ άλλων ο Goethe, ο J. G. Herder και ο Herzog Ernst von Sachsen-Gotha ήταν ότι έπρεπε να δημιουργηθεί ένας νέος Άρειος Πάγος. Αυτό έμοιαζε ένας ανεκτός συμβιβασμός. Αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, ο ιδρυτής της οργάνωσης συνέχισε να ασκεί μεγάλη επιρροή ακόμη και χωρίς να έχει την επίσημη προεδρία στον Άρειο Πάγο, γεγονός το οποίο αποτέλεσε μια μεγάλη ήττα για τον Knigge. Αφού συμφωνήθηκε η σιωπή και η επιστροφή όλων των εγγράφων, την πρώτη Ιουλίου ο Knigge εγκατέλειψε την Οργάνωση. Στον καιρό που ακολούθησε αποποιήθηκε την επιθυμία να διορθώσει τον κόσμο μέσω μυστικών κοινωνιών. Από την μεριά του ο Weishaupt παρέδωσε τη διεύθυνση της Οργάνωσης στον Johann Martin, κόμη της Stolberg-Roßla.
Κατά τη διάρκεια των εσωτερικών διαμαχών οι μυστικές εταιρείες είχαν προσελκύσει την προσοχή των αρχών της Βαυαρίας. Το επίκεντρο των υποψιών ήταν οι δολοφόνοι που ήταν κοντά στους πεφωτισμένους και προσπαθούσαν να αλλάξουν την παραδοσιακή Οργάνωση, εμφιλοχωρώντας στις τάξεις των δημοσίων υπαλλήλων για να πετύχουν ένα «Λογικό Κράτος». Συνεπεία αυτού στις 22 Ιουνίου του 1784 ο Πρίγκιπας-εκλέκτορας Karl Theodor απαγόρευσε όλες τις «κοινότητες, κοινωνίες ή αδελφότητες» που εγκαθιδρύθηκαν χωρίς την έγκριση των αρχόντων.
Στις 3 Μαρτίου 1785, υπό την πίεση του Peter Frank, σύμβουλου του βαρόνου του Kreitmayer, του βαρόνου του Törring – που ανήκε στους Ροδόσταυρους – και άλλων ευγενών, δημοσίευσε μία πρόσθετη διακήρυξη που αυτή τη φορά απαγόρευε την οργάνωση των Πεφωτισμένων και των Μασόνων κατονομάζοντάς τους και θεωρώντας τους μεγάλους προδότες και εχθρούς της θρησκείας. Μέσα από οικιακά αρχεία κατασχέθηκαν διάφορα έγγραφα της οργάνωσης που πρόσφεραν διαδοχικές ενδείξεις για τη ριζοσπαστικότητα των σκοπών της οργάνωσης. Έγγραφα που βρέθηκαν σε έναν αγγελιαφόρο που διέφευγε αποκάλυψαν το όνομα ενός μέλους. Ακριβώς το ίδιο έτος ο πάπας Πίος ΣΤ’ διασαφήνισε σε δύο επιστολές του προς τον επίσκοπο της Φριζίας (18 Ιουλίου και 12 Νοεμβρίου) ότι η προσκόλληση στην οργάνωση ήταν ασύμβατη με την καθολική πίστη.
Ως φυσικό επακόλουθο των απαγορεύσεων στα 1784 και 1785 υπήρξαν διωγμοί των μελών. Κάποιοι σύμβουλοι και αξιωματούχοι έχασαν τις θέσεις τους, κάποια μέλη εξορίστηκαν, αλλά κανείς δεν φυλακίστηκε. Ο ίδιος ο Weishaupt του οποίου ο ρόλος ως ιδρυτή δεν αναγνωριζόταν στην αρχή, κίνησε τις υποψίες αλλά τράπηκε σε φυγή μόνο όταν ήταν αναγκασμένος να ασπαστεί την καθολική πίστη, πρώτα στην ελεύθερη αυτοκρατορική πόλη Ρατισμπόνα και το 1787 ξανά στην Γκόθα, όπου ο Herzog Ernst του παρείχε μια αργομισθία ως σύμβουλου.
Τον Απρίλιο του 1785 ο κόμης Stolberg-Roßla ανακήρυξε επισήμως την αναστολή λειτουργίας της οργάνωσης – μετά από προσωρινές καταργήσεις. Ο Bode εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να διατηρήσει την ένωση στη ζωή και προσπάθησε να την αναβιώσει με τη βοήθεια των οργανώσεων Iglesia minerval de Weimar και Orden de los amigos invisibles, αλλά υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την προσπάθειά του το 1790 εξαιτίας του αυστηρού κλίματος εναντίον των πεφωτισμένων κατά τα έτη της αναγέννησης. Οι ερευνητές σε γενικές γραμμές συμφωνούν ότι η αποδόμηση της οργάνωσης των πεφωτισμένων ήταν πλήρης.
Στις 16 Αυγούστου 1787 δημοσιεύτηκε ένα τρίτο και αυστηρότερο δημοσίευμα απαγόρευσης, με ποινή θανάτου, της στρατολόγησης μελών για τους Μασόνους και τους Πεφωτισμένους. Αυτά τα δημοσιεύματα εξαπέλυσαν μία πρώτη υστερία κατά των πεφωτισμένων, ειδικότερα υπήρχαν υποψίες για διαταραχές στις μυστικές ριζοσπαστικές ενώσεις των πεφωτισμένων. Ένα δεύτερο κύμα, σαφώς πιο ενεργειακό, ξέσπασε κατά τη Γαλλική Επανάσταση, οπότε ο φόβος για τους Ιακωβίνους συγχωνεύθηκε με αυτόν για τους Πεφωτισμένους. Υπό αυτήν την ψυχική κατάσταση ο Υπουργός του Βαυαρικού κράτους Maximilian von Montgelas, ο οποίος με τη σειρά του είχε υπάρξει πεφωτισμένος, απαγόρευσε όλες τις μυστικές οργανώσεις με την άνοδό του στην εξουσία το 1799 και ξανά το 1804. Το πόσο έντονη ήταν η δημόσια έξαρση στα χρόνια περί την Γαλλική Επανάσταση για τις μυστηριώδεις και ανησυχητικές μυστικές ή πρωτοπόρες ενώσεις, διαφαίνεται σε διαφορετικά λογοτεχνικά έργα της εποχής, από το Der Geisterseher του Σίλερ μέχρι το Der Groß-Cophta του Γκαίτε και τις ανησυχητικές κοινωνίες του Los años de aprendizaje de Wilhelm Meister, περνώντας στον Jean Pauls Die unsichtbare Loge (1793). Σήμερα το μόνο που θυμίζει στο Ίνγκολστατ την οργάνωση είναι μία αναμνηστική πλακέτα στο κτίριο όπου βρισκόταν η σάλα συγκεντρώσεων των πεφωτισμένων. Το κτίριο αυτό βρίσκεται στον αριθμό 23 της οδού Theresien, προηγουμένως Am Weinmarkt 298.
Σήμερα, υφίστανται Ιλλουμινιστικοί βαθμοί στον Αρχαίο και Αρχέγονο Ανατολικό Τύπο Misraim-Memphis, ως συνέπεια της εφαρμογής των αυθεντικών Τυπικών των δύο Τύπων τα οποία τους περιελάμβαναν.