Όροι βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος
Το τελευταίο διάστημα εμπλουτίζεται η διεθνής και η ευρωπαϊκή βιβλιογραφία με εργασίες και εκθέσεις που αναφέρονται στις επιπτώσεις της δημογραφικής γήρανσης στην κοινωνική ασφάλιση και γενικότερα στα συστήματα κοινωνικής προστασίας. Στο περιβάλλον αυτό ο Οικονομικός Οργανισμός Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) σε πρόσφατη έκθεσή του αναφέρει ότι το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης στην χώρα μας, λόγω του φαινομένου της γήρανσης του πληθυσμού, θα οδηγηθεί σε κατάρρευση εάν δεν αυξηθούν σημαντικά τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης.
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Ειδικότερα αναφέρεται στη σχετική έκθεση ότι η μεγάλη αύξηση του δείκτη γήρανσης του πληθυσμού στην Ελλάδα από 37,1% σε 65,5% (εάν ληφθεί υπόψη ο πληθυσμός ηλικιών 20-65 ετών ως πληθυσμός σε ηλικία εργασίας) θα επιβαρύνει τους μελλοντικούς Κρατικούς Προϋπολογισμούς.
- Παράλληλα, σε μία δημοσιονομική και νεοφιλελεύθερη προσέγγιση υποστηρίζεται ότι η δημογραφική γήρανση και γενικότερα το αναδιανεμητικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης επιβαρύνει το δημόσιο χρέος στην χώρα μας και στα άλλα κράτη-μέλη του συγκεκριμένου διεθνούς οργανισμού.
Έτσι, κατ’ αυτόν τον τρόπο, προβάλλεται έμμεσα η αναγκαιότητα διεύρυνσης της κεφαλαιοποίησης – ιδιωτικοποίησης και περαιτέρω συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους.
Επίσης, στο περιβάλλον αυτών των αντιλήψεων είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι στην έκθεση του ΟΟΣΑ για την ελληνική οικονομία (12/01/2023) αναφέρεται, στην βάση της δημογραφικής γήρανσης, ότι είναι επιβεβλημένη, όπως αποπειράται να νομοθετηθεί σήμερα στην Γαλλία, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης κατά 1,5 χρόνο μέχρι το 2035 και κατά συνολικά 2,8 χρόνια μέχρι το 2050.
- Διαφορετικά υποστηρίζεται ότι το κοινωνικο – ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα θα οδηγηθεί σε κατάρρευση, δεδομένου ότι η σχέση εργαζομένων- συνταξιούχων από την αρχική βιώσιμη σχέση των τεσσάρων εργαζομένων προς ένα συνταξιούχο έχει επιδεινωθεί σήμερα σε 1,7 εργαζόμενους ανά ένα συνταξιούχο με σημερινό επίπεδο ανεργίας 11,4%.
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι η σχέση αυτή εργαζομένων-συνταξιούχων, σύμφωνα με την μελέτη του Ageing Working Group (2021), θα είναι 1,7 το 2070 με επίπεδο ανεργίας 7,5%. Αυτό σημαίνει ότι εάν σήμερα (2023) η ανεργία ήταν 7,5%, τότε η σημερινή σχέση εργαζομένων-συνταξιούχων στην Ελλάδα δεν θα ήταν 1,7 αλλά θα ήταν 1,85.
Τα ευρήματα αυτά σημαίνουν ότι η σχέση αυτή εργαζομένων-συνταξιούχων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης επηρεάζεται αρνητικά από την γήρανση του πληθυσμού. Αντίθετα όμως επηρεάζεται θετικά από το υψηλό επίπεδο απασχόλησης και το χαμηλό επίπεδο ανεργίας.
Κατά συνέπεια, σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή του ΟΟΣΑ και των κρατών-μελών του (περαιτέρω αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης), ο σχεδιασμός και η υλοποίηση μίας ολοκληρωμένης και αποτελεσματικής δημογραφικής πολιτικής και πολιτικής ασφαλούς και σταθερής απασχόλησης στην χώρα μας και στα άλλα κράτη-μέλη του ΟΟΣΑ, κατά τα επόμενα χρόνια, θα δημιουργούσε, σύμφωνα με πρόσφατη εργασία μας, συνθήκες ανακοπής της μείωσης του πληθυσμού από 8,6 εκατ. άτομα σε 9,5 εκατ. άτομα και αύξησης του δείκτη σε δύο εργαζόμενους ανά ένα συνταξιούχο το 2070.
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι το κοινωνικο-ασφαλιστικό σύστημα στην χώρα μας είχε σχεδιασθεί να είναι βιώσιμο με τέσσερις εργαζόμενους για κάθε ένα συνταξιούχο και οι συνταξιοδοτικές παροχές αντιστοιχούσαν στο 80% των συντάξιμων αποδοχών.
Όμως μετά την εφαρμογή των Μνημονίων στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης από τις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας οι συνταξιοδοτικές παροχές αντιστοιχούν στο 50% των συντάξιμων αποδοχών με τις συντάξιμες αποδοχές να υπολογίζονται στο σύνολο του εργασιακού βίου και όχι στην τελευταία πενταετία.
Κατά συνέπεια απαιτούνται δύο εργαζόμενοι ανά ένα συνταξιούχο και όχι τέσσερις εργαζόμενους ανά ένα συνταξιούχο, όπως λανθασμένα υποστηρίζεται.
Βέβαια, στις συνθήκες αυτές οι όροι βιωσιμότητας που έχουν εγκαθιδρυθεί από τα Μνημόνια στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μας είναι, κατά βάση, δημοσιονομική και ως εκ τούτου μονομερής και ελλιπής.
Κι΄ αυτό γιατί η βιωσιμότητα ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης θα πρέπει να εκπληρώνει δύο παραμέτρους:
α) την μακροχρόνια οικονομική ισορροπία και
β) την επάρκεια των συνταξιοδοτικών παροχών σε βαθμό που να εξασφαλίζει στους συνταξιούχους ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης και όχι ένα επίπεδο διαβίωσης που θα βρίσκεται στα όρια της φτώχειας.
Από την άποψη αυτή αξίζει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (Ageing Working Group 2021) ο αριθμός των συνταξιούχων στην Ελλάδα από 2.600.000 (2020) άτομα θα αυξηθεί σε 2.750.000 (2070) άτομα, η μέση μηνιαία σύνταξη (κύρια και επικουρική) από 950 ευρώ (μεικτά) το 2020 θα μειωθεί σε 930 ευρώ (μεικτά) το 2070 και η συνταξιοδοτική δαπάνη θα μειωθεί από 15,6% του ΑΕΠ το 2020 σε 11.9% του ΑΕΠ το 2070 ( 16,2% του ΑΕΠ ανώτατο μνημονιακό όριο), χωρίς να έχει ληφθεί υπόψη το κόστος μετάβασης (78 δις ευρώ) της κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης.
*Ομ. Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου