“Κίνημα” Συνταγματολόγων κατά Ντογιάκου: Ποιοι υπογράφουν τη δήλωση που αποδομεί την αντισυνταγματική γνωμοδότηση
Κοινή δήλωση κατά της αντισυνταγματικής γνωμοδότησης Ντογιάκου υπογράφουν δεκαέξι καθηγητές Συνταγματικού Δικαίου. Ομότιμοι καθηγητές, εν ενεργεία καθηγητές και λοιποί διδάσκοντες Συνταγματικό Δίκαιο στις δύο παλαιότερες Νομικές Σχολές και τα άλλα Πανεπιστήμια της χώρας, αποδομούν τη γνωμοδότηση Ντογιάκου, πάνω στην οποία στηρίζεται η συνεχιζόμενη προσπάθεια του Κυριάκου Μητσοτάκη να βάλει «ταφόπλακα» στο σκάνδαλο των υποκλοπών από το κοινό κέντρο ΕΥΠ-Predator.
Οι 16 καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, στην κοινή τους δήλωση εκφράζουν την έντονη ανησυχία τους για τη γνωμοδότηση, η οποία, όπως αναφέρουν «υποπίπτει σε μία σειρά σοβαρών ατοπημάτων» και επισημαίνουν ότι «η ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ απονέμεται σε αυτήν απευθείας από το Σύνταγμα (άρθρο 19 §2) και η έκτασή της δεν μπορεί να περιοριστεί ουδ’ επ’ ελάχιστο από τον νομοθέτη».
Στην κοινή δήλωση υπογραμμίζεται ακόμα ότι ο Ισίδωρος Ντογιάκος αβασάνιστα συγχέει το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγομένων με την ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ και επισημαίνεται ότι «η ΑΔΑΕ δεν έχει απλώς τη δυνατότητα αλλά την υποχρέωση να ελέγχει την ΕΥΠ, τους παρόχους και κάθε άλλον εμπλεκόμενο παράγοντα για το αν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Και τούτο ανά πάσα στιγμή, αυτεπαγγέλτως, ή κατόπιν καταγγελίας και χωρίς να μπορεί να της αντιταχθεί οποιοδήποτε απόρρητο ακόμη και για λόγους εθνικής ασφάλειας. Είναι άλλο η ενημέρωση του θιγομένου, ύστερα από αίτησή του, και άλλο ο έλεγχος της ΑΔΑΕ, ο οποίος αποβλέπει στην τήρηση της αντικειμενικής νομιμότητας».
Ποιοι υπογράφουν τη δήλωση
Τη δήλωση υπογράφουν οι Νίκος Αλιβιζάτος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Ευάγγελος Βενιζέλος (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Γιώργος Δελλής (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Δρόσος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Ακρίτας Καϊδατζής (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Ιφιγένεια Καμτσίδου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Αλέξανδρος Κεσσόπουλος (Πανεπιστήμιο Κρήτης), Ξενοφών Κοντιάδης (Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου), Χαράλαμπος Κουρουνδής (Ανοιχτό Πανεπιστήμιο), Παναγιώτης Μαντζούφας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας), Λίνα Παπαδοπούλου (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), Νίκος Παπασπύρου (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Φίλιππος Σπυρόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιώργος Σωτηρέλης (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Γιάννης Τασόπουλος (Πανεπιστήμιο Αθηνών), Βασιλική Χρήστου (Πανεπιστήμιο Αθηνών).
Αναλυτικά η κοινή δήλωση των 16 συνταγματολόγων
«Οι υπογραφόμενοι, ομότιμοι καθηγητές, εν ενεργεία καθηγητές και λοιποί διδάσκοντες Συνταγματικό Δίκαιο στις δύο παλαιότερες Νομικές Σχολές και τα άλλα Πανεπιστήμια της χώρας, εκφράζουμε τη ζωηρή μας ανησυχία για την υπ’ αριθμ. 1/2023 Γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σε ερώτημα τηλεπικοινωνιακού παρόχου. Και τούτο διότι η Γνωμοδότηση αυτή υποπίπτει σε μια σειρά σοβαρών ατοπημάτων:
Ο κ. Εισαγγελέας συγχέει αβασάνιστα το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγομένων με την ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ. Το μεν πρώτο μπορεί πράγματι να ρυθμιστεί από τον νομοθέτη, όπως έγινε πρόσφατα με τον Ν. 5002/2022. Η ρύθμιση του τελευταίου, και ειδικά η προβλεπόμενη τριετία, είναι προβληματική. Εντούτοις, μέχρις ότου κριθεί αντισυνταγματική ή και αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ισχύει.
Τουναντίον, η ελεγκτική αρμοδιότητα της ΑΔΑΕ απονέμεται σε αυτήν απευθείας από το Σύνταγμα (άρθρο 19 §2) και η έκτασή της δεν μπορεί να περιοριστεί ουδ’ επ’ ελάχιστο από τον νομοθέτη. Αρμόδια κατά το Σύνταγμα να διασφαλίζει το απόρρητο, η ΑΔΑΕ δεν έχει απλώς τη δυνατότητα αλλά την υποχρέωση να ελέγχει την ΕΥΠ, τους παρόχους και κάθε άλλον εμπλεκόμενο παράγοντα για το αν κάνουν καλά τη δουλειά τους. Και τούτο ανά πάσα στιγμή, αυτεπαγγέλτως, ή κατόπιν καταγγελίας και χωρίς να μπορεί να της αντιταχθεί οποιοδήποτε απόρρητο ακόμη και για λόγους εθνικής ασφάλειας. Είναι άλλο η ενημέρωση του θιγομένου, ύστερα από αίτησή του, και άλλο ο έλεγχος της ΑΔΑΕ, ο οποίος αποβλέπει στην τήρηση της αντικειμενικής νομιμότητας. Αυτό θέλησε ο συνταγματικός νομοθέτης και η περί του αντιθέτου άποψη του κ. Εισαγγελέα, ότι δηλαδή ο εκάστοτε νομοθέτης μπορεί να καθορίζει κατά το δοκούν την έκταση της ελεγκτικής αρμοδιότητας της ΑΔΑΕ, δεν έχει το παραμικρό έρεισμα.
Σε κάθε περίπτωση, ενόψει της εκκρεμούς δίκης ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας για το δικαίωμα ενημέρωσης των θιγομένων, η έκδοση της ανωτέρω Γνωμοδότησης ήταν άτοπη, διότι, όπως έχει αποφανθεί παλαιότερα η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου, Γνωμοδοτήσεις δεν εκδίδονται για υποθέσεις «επί των οποίων επελήφθησαν ήδη ή πρόκειται να επιληφθούν οι αρμόδιες δικαστικές αρχές». Και τούτο, «προς αποφυγή επηρεασμού της κρίσης τους» (ΓνωμΕισΑΠ 10/2018, 15/2021 και 3/2022). Για το ζήτημα άλλωστε του αθέμιτου επηρεασμού εκκρεμών δικών έχουν αποφανθεί από μακρού οι Ολομέλειες τόσο του Αρείου Πάγου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, κάθε φορά που η κυβερνώσα πλειοψηφία θέλησε να παρακάμψει την ετυμηγορία της δικαιοσύνης (ΑΠ(Ολ.)40/1988, ΣτΕ(Ολ.) 542/1999, 677/2010).
Μια φράση τέλος όσον αφορά την αναφορά του κ. Εισαγγελέα για πιθανή άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον, μεταξύ άλλων, και μελών της ΑΔΑΕ, ακόμη και για κατασκοπεία (άρθρο 148 ΠΚ). Επισημαίνουμε ότι η δύσκολα αποκρυπτόμενη αυτή απειλή δεν είναι σε καμιά περίπτωση ο προσήκων τρόπος για την υπέρβαση των διαφωνιών δύο άμεσων οργάνων του κράτους».