Το …”τελεία και παύλα” του κ. Γιατρομανωλάκη και μια καθημερινή πρόβα του Κουν στο Υπόγειο…

Το …”τελεία και παύλα” του κ. Γιατρομανωλάκη και μια καθημερινή πρόβα του Κουν στο Υπόγειο…

“Μαθητεύουμε και θα μαθητεύουμε ακόμα για πολύ. Κι εκείνοι που θα έρθουν μετέπειτα θα μαθητέψουν κι εκείνοι. Δουλεύουμε πάνω σ’ ένα τίμιο δρόμο, κι αυτός είναι ο μόνος έπαινος που ζητάμε να μας αποδοθεί”, έλεγε ο Κάρολος Κουν.

Σ´ έναν τόμο-αφιέρωμα στα 25 χρόνια της παρουσίας του Κουν στο ελληνικό θέατρο, που εκδόθηκε το 1959, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, αυτός ο εμβληματικός Δάσκαλος, λέει, μεταξύ άλλων, για τον Κουν: Δεν ξέρω πολλούς δασκάλους ή πρωτεργάτες της σκηνικής τέχνης, που να δημιούργησαν «Σχολή», που να έχουν το δικό τους «ύφος» στην σύλληψη και στην εκτέλεση του θεατρικού έργου… Η «Σχολή του». Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μεταφορικά, αλλά στην κυριολεξία του. Ο Κάρολος Κουν είναι ένας δάσκαλος κατ’ εξοχήν, και στην πλήρη σημασία της λέξης. Ξέρει να ηλεκτρίζει τα νειάτα και να τα κερδίζει στην διακονία της τέχνης του Θεάτρου. Γοητεύει τους μαθητές του, που τον λατρεύουν. Τους μεταδίνει το πάθος του για το θέατρο.

Στις μέρες μας, το Θέατρο Τέχνης δεν θα ήταν τίποτε περισσότερο από “μεταλυκειακή εκπαίδευση” και οι απόφοιτοί του που δόξασαν την Υποκριτική θα εντάσσονταν στην κατηγορία “Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση”.

Σε αυτή την σύγκρουση των ηθοποιών με τα υπουργεία Εσωτερικών, Παιδείας και Πολιτισμού, το χειρότερο όλων είναι αυτό που καταγγέλλουν οι ίδιοι οι καλλιτέχνες: ουδέποτε τους ρώτησε κάποιος εκ των (συν)αρμοδίων για τον τρόπο που θεωρούν ορθότερο να αποσαφηνιστούν τα επαγγελματικά τους δικαιώματα. Η δε Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπέγραψε ένα διάταγμα δίχως να απορήσει, να ζητήσει διευκρινίσεις, και να εκφράσει άποψη. Ίσως το πράξει, όταν βρεθεί σε κάποια πρεμιέρα του Εθνικού, ή, το καλοκαίρι, στην Επίδαυρο.

Το ζήτημα δεν είναι (μόνο) πολιτικό, αν και κατά βάθος είναι πολύ. Δεν αφορά, όμως, αυτή την ευτελή προσέγγιση περί μίας υποκινούμενης μικρής ομάδας ηθοποιών. Δεν πρέπει να εφησυχάζει η κυβέρνηση επειδή δεν θα κατεβούν στις διαδηλώσεις τα λίγα λαμπρά ονόματα που συνωθούνται για να παραδόσουν τις μικρές αγιογραφίες τους για τους κυβερνώνες και τον πρωθυπουργό προσωπικά. Διότι η πολλαπλασιαστική ισχύς των πολλών είναι απείρως μεγαλύτερη από την σιωπή των ελάχιστων.

Το ερώτημα είναι πως βάζει απέναντί της, όχι έναν κλάδο, αλλά μια Τέχνη. Δείχνει πως αντιλαμβάνεται την ουσία του Πολιτισμού, στον οποίο ομνύει και αναγορεύει εξαγώγιμο αγαθό.

«Θέλουμε να ξεκαθαρίσουμε ακόμα μία φορά ότι το ΠΔ δεν εξισώνει τους τίτλους σπουδών των δραματικών σχολών με το απολυτήριο Λυκείου, τελεία και παύλα. Το ΠΔ δεν προκάλεσε καμία απολύτως αλλαγή σε αυτό το στάτους. Καμία. Ό,τι ίσχυε πριν ισχύει και σήμερα, και ίσχυε και επί ΣΥΡΙΖΑ», είπε -στην συνάντηση με την ομοσπονδία ηθοποιών- ο αρμόδιος υφυπουργός Νίκος Γιατρομανωλάκης.

Μελίνα Μερκούρη και Ζιλ Ντασέν σε παράσταση του Θεάτρου Τέχνης στην Επίδαυρο

Είναι, όμως, βαρύ αυτό το”τελεία και παύλα” για έναν ευαίσθητο άνθρωπο που υποτίθεται πως βρέθηκε σε αυτή τη θέση επειδή δεν είναι επαγγελματίας της πολιτικής. Πόσο γρήγορα έγινε κι αυτός “επαγγελματίας”, ώστε να προφέρει αυτό το μη αναστρέψιμο “τελεία και παύλα” σαν μέλος του Χορού σε τραγωδία στην Επίδαυρο; Κρίμα, διότι σε τίποτε δεν μπαίνει τελεία και παύλα εάν δεν έχεις προηγουμένως αφήσει μια χαραμάδα ευαισθησίας και συνεννόησης. Πάντοτε πρέπει να υπάρχει χώρος για την αναζήτηση λύσης, για έναν συμβιβασμό, ακόμα και μια υποχώρηση.

Ας κάνουν τον κόπο -ο Μάκης Βορίδης, η Νίκη Κεραμέως, η Λίνα Μενδώνη, και ο Νίκος Γιατρομανωλάκης- να διαβάσουν τα παρακάτω, πριν βάλουν “τελεία και παύλα” στην συνείδησή τους και εμμονικά αποφασίσουν πως το να είσαι ηθοποιός χωρά στο κοστούμι ενός απόφοιτου λυκείου, ή, έστω, να μετεωρίζεσαι στο κενό ανάμεσα στο “ΔΕ” και το “ΤΕ”…

Ο Κάρολος Κουν με τον Μίκη Θεοδωράκη

Για επιμύθιο

Ο Οδυσσέας Ελύτης, σ’ ένα κείμενο του 1959, συνοψίζει, με τον καλύτερο τρόπο, το πώς οι ιδέες και οι αναζητήσεις της Γενιάς του Τριάντα ενέπνευσαν και κατευθύνουν τη Σχολή του Καρόλου Κουν: Σήμερα, όπως και πριν από τόσα χρόνια, νέοι, με συλλογισμένα πρόσωπα τον ακολουθούνε. Ανάμεσά τους, ο ίδιος. Αυτός που τους εμπνέει, προχωρεί ανέπαφος από τη σκόνη του χρόνου, στο πρώτο σκαλοπάτι των αναζητήσεων και των προβληματισμών, με την αίγλη της νεότητας και του πάθους. Μια μέρα, όταν εμείς θα έχουμε φύγει, στους διαδρόμους και στα παρασκήνια των θεάτρων θα μιλούνε για την «Εποχή του Κουν». Οι ιστορικοί θα τον τοποθετήσουνε, και δίκαια, στον αστερισμό που ανάτειλε για τον ελληνικόν ορίζοντα, κάπου γύρω στα 1935, και που είχε σαν αποτέλεσμα να σημάνει βαθειές ανανεωτικές μετατοπίσεις σε όλους τους τομείς. Ήταν η στιγμή που η πεζογραφία πέρασε με μεγάλα βήματα από τους κάμπους και τα βουνά στις αστικές πολιτείες, κι από τον έναν άνθρωπο στις ομάδες των ανθρώπων με τα πολύπλοκα ψυχολογικά συμπλέγματα. Η στιγμή που η ζωγραφική εγκατέλειψε τις εικονιστικές ακολασίες για να περιοριστεί στην πλαστική ουσία των μορφών και να την εμβαθύνει. Και που η ποίηση, με μια της χειρονομία, έβαλε τέρμα οριστικό στη φωνασκία και στην ωραιοπάθεια. Ο χαμηλός τόνος και η συνειρμική του ονείρου, που πρώτη αυτή εδίδαξε, πέρασε σχεδόν ταυτόχρονα στη δραματική έκφραση με πρωταγωνιστή και φορέα της τον ιδρυτή του «Θεάτρου Τέχνης» και της ομώνυμης δραματικής του Σχολής. Τα στελέχη της, οι νέοι που θα έχουν αποφοιτήσει ως τότε, όποιο δρόμο κι αν έχουνε πάρει, θα κρατούνε, φαντάζομαι στην ανάμνηση τους πέρ’ απ’ αυτά τα ιστορικά και χρήσιμα, κάτι άλλο, πιο πολύτιμο ακόμη: την παροιμιώδη, την φανατική προσήλωση του Δασκάλου τους στο αυστηρό νόημα της Τέχνης. Θα τον βλέπουν, ακόμη και σ’ έναν άλλο κόσμο, εκεί που το πάθος έξω από τον χρόνο εξακολουθεί να πραγματοποιείται επ’ άπειρον, καθισμένο μπροστά σ’ ένα τασάκι φορτωμένο αποτσίγαρα, να παρατά ξαφνικά το μεγάλο φλυτζάνι με το διπλό καφέ του, και να πετάγεται όρθιος, κάτω από τους σαρανταπέντε προβολείς της σκηνής του, για να διορθώσει σ’ έναν ασήμαντο ηθοποιό μιαν ασήμαντη χειρονομία, με την ιερή αγανάκτηση εκείνου που ξέρει ότι κι αυτό το ελάχιστο ακόμη, είναι ικανό ν’ ανατρέψει την ιδανική τάξη και τη συγκλονιστική ομορφιά του οράματός του.

Και η πρόβα τελειώνει, αλλά η αναζήτηση και η έγνοια συνεχίζεται. Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης περιγράφει το τέλος μιας καθημερινής πρόβας του Κουν στο Υπόγειο:

… κοντεύει τρεις η ώρα…

— Φτάνει, λέει ο Κουν, έχουμε και σχολή και δύο παραστάσεις… Πώς πάει, πώς πάει; ρωτά ανήσυχος… Και ρωτά με την ίδια ανησυχία και ισοτιμία τους πάντας… τον εαυτό του, τους ηθοποιούς, τον ταξιθέτη, τον συγγραφέα, τον καφετζή… (Το φως της πρόβας σβήνει…)

— Πάμε, κύριε Κουν…

— Ναι, τώρα… Δε μου λες, πώς ήταν το…; (Το φως του γραφείου σβήνει…)

— Πάμε, κύριε Κουν…

— Ναι… Νομίζεις ότι, αν αλλάζαμε…; (Το φως του φουαγιέ σβήνει…)

— Πάμε, κύριε Κουν…

— Ναι… Λέω αύριο να ξαναπάρουμε την πρώτη πράξη… (Το φως της σκάλας σβήνει…)

— Πάμε, κύριε Κουν…

— Ας πάμε και τα λέμε στο δρόμο… ε;

Κι η πρόβα του Κουν δεν τελειώνει ποτέ…!

ΚΩΣΤΗΣ ΚΑΠΕΛΩΝΗΣ

 (Το κείμενο αυτό δημοσιεύτηκε στο ετήσιο περιοδικό ΕΠΙΛΟΓΟΣ του 2015)

Σχετικά Άρθρα