ΤτΕ: Άνεργος ένας στους πέντε πτυχιούχος ΑΕΙ- Τριπλάσιο ποσοστό από τον μέσο όρο στην Ε.Ε- Το “σήμα κινδύνου” Στουρνάρα για τα κόκκινα δάνεια
Ηχηρό είναι το καμπανάκι που κτυπά ο Γιάννης Στουρνάρας με την Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος και τα στοιχεία της Έκθεσης της Αρχής της Ανωτάτης Εκπαίδευσης για την ανεργία των νέων πτυχιούχων:
Ανεργία πτυχιούχων: Το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας νέων πτυχιούχων έχει η Ελλάδα μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άνεργοι είναι το 17% των πτυχιούχων ΑΕΙ ηλικίας 25-39 ετών, τριπλάσιοι από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που είναι 5,2%. Μετά την Ελλάδα ακολουθεί η Σερβία με 12,2% και η Ισπανία με 11,2%.Το χαμηλότερο ποσοστό έχει η Τσεχία, μόλις 1,7%.Τα στοιχεία περιέχονται στην ετήσια έκθεση της Εθνικής Αρχής Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΘΑΑΕ).
Κατά τα λοιπά, απότομη επιβράδυνση της μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας προβλέπει η Τράπεζα της Ελλάδος τους επόμενους μήνες. Φέτος, η οικονομία θα αναπληρώνει τις απώλειες των τελευταίων ετών με ρυθμό 6,2% αλλά ο ρυθμός θα πέσει στο 1,5% το 2023. Μπορεί, εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος, να επανέλθει στο 3% το 2024 και στο 2,8% το 2025 υπό έξι προϋποθέσεις.
Οι έξι προϋποθέσεις:
Να βελτιωθεί με στοχευμένες (όχι οριζόντιες…) δράσεις το εισόδημα των ευάλωτων νοικοκυριών, να προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις που είχαν περιληφθεί στο σχέδιο ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0», να μην περάσει στους μισθούς ο πληθωρισμός, να υποχωρήσει η ανεργία που καθ’ ημάς είναι από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, να βελτιωθούν δίκτυα, αποθηκευτικοί χώροι και να επιταχυνθούν οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και, τέλος, να ενισχυθεί η ανθεκτικότητα του τραπεζικού συστήματος, το οποίο ίσως απειληθεί από νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια
«Η Τράπεζα της Ελλάδος έχει προβλέψει ότι το 2021 θα δημιουργηθούν νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους 8-10 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες επομένως θα πρέπει να επανεξετάσουν την επάρκεια των προβλέψεών τους έναντι του πιστωτικού κινδύνου. Αν και το ποσοστό κάλυψης από προβλέψεις βρίσκεται στα ίδια επίπεδα με το μέσο όρο της ΕΕ, είναι χαμηλότερο από το αντίστοιχο κρατών-μελών με υψηλό λόγο μη εξυπηρετούμενων δανείων», σημειώνεται στην έκθεση.
Κατά την έκθεση, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια ανήλθαν στο τέλος του Δεκεμβρίου 2020 σε 47,4 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 21 δισ. ευρώ συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου 2019. Ο δε λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων παραμένει υψηλός, 30,2%, έναντι μέσου όρου μόλις 2,8% στην ΕΕ.
Ως προς τη διάρθρωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε απόλυτα μεγέθη, πάνω από το ήμισυ αφορά επιχειρηματικά δάνεια, το 1/3 περίπου στεγαστικά και το υπόλοιπο καταναλωτικά δάνεια. Επίσης, το ήμισυ σχεδόν του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων αφορά δάνεια που έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες, ενώ το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων που συνδέονται με ρυθμίσεις αντιπροσωπεύει περίπου το 1/3 του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Επί δε του συνόλου των δανείων, εξυπηρετούμενων και μη, σε καθεστώς ρύθμισης υπάγεται περίπου το 1/5.
Στην έκθεση επισημαίνεται ότι υψηλό ποσοστό των δανείων που είχαν τεθεί σε καθεστώς ρύθμισης εμφάνισε και πάλι καθυστέρηση, και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις η εξέλιξη αυτή παρατηρήθηκε σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά την εφαρμογή της ρύθμισης.
«Με την ολοκλήρωση του προγράμματος Ηρακλής εντός του 2021, εκτιμάται ότι ο λόγος των μη εξυπηρετούμενων δανείων προς το σύνολο των δανείων θα υποχωρήσει περίπου στο 25% και ο μέσος δείκτης κεφαλαιακής επάρκειας προσωρινά χαμηλότερα από τα σημερινά επίπεδα αλλά άνω του ελάχιστου εποπτικού ορίου, με ταυτόχρονη αύξηση του ποσοστού της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης στα κεφάλαια των τραπεζών. Σε αυτούς τους δείκτες όμως δεν περιλαμβάνονται τα νέα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που αναμένεται να προστεθούν στον υφιστάμενο όγκο, λόγω των επιπτώσεων της υγειονομικής κρίσης», σημειώνεται σχετικά.