Δίκη για το Μάτι: “Η μητέρα μου κάηκε, ο γιος μου εγκλωβίστηκε στο δρόμο του θανάτου”
Και σήμερα στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο συγγενείς θυμάτων περιέγραψαν τις τραγικές στιγμές που βίωσαν και τον Γολγοθά που συνεχίζουν να ανεβαίνουν, τεσσεράμισι χρόνια μετά το απόγευμα της 23ης Ιουλίου 2018 που κατέκαψε την ανατολική Αττική.
Η Παναγιώτα Μαλαίνου, κλαίγοντας, μίλησε για το χαμό της 73χρονης μητέρας της, η οποία βρισκόταν στο Μάτι μαζί με την εγγονή της. «Απαρνήθηκα την ίδια τη μητέρα μου! Δεν την αναγνώριζα» είπε, ξεσπώντας σε λυγμούς, όταν περιέγραφε τη στιγμή που κλήθηκε να αναγνωρίσει τη σορό.
Όπως είπε, η μητέρα της πήρε το παιδί και πήγαν σε μία φιλική οικογένεια που είχε μεταφορικό μέσο, ώστε να επιστρέψουν στην Αθήνα, όταν πλησίασε η φωτιά. Είδαν ότι ο δρόμος ήταν κλειστός και κατευθύνθηκαν προς την Αργυρά Ακτή…
«Εκεί έπεφταν πέτρες, καύτρες, ξύλα. Μπήκαν στην ακρογιαλιά για να σωθούν, αλλά έρχονταν πράγματα στο κεφάλι τους. Άνεμος τράβηξε σαν σκούπα όλα όσα έπεφταν. Η ανιψιά μου διασώθηκε από ένα ψαράδικο. Η θάλασσα παρέσυρε τη μητέρα μου στη Λούτσα, τη συνέλεξε κι εκείνη το ψαροκάικο, αλλά ήταν νεκρή… Η μαμά μου κατέληξε. Το παιδί πέρασε πολύ άσχημα. Το παρακολουθούσαν παιδοψυχολόγοι…» είπε, κλαίγοντας, η μάρτυρας.
Η κυρία Μαλαίνου περιέγραψε στο δικαστήριο τις ώρες αγωνίας που έζησε, ψάχνοντας να βρει τους δικούς της ανθρώπους…
«Πήγα στο Λιμεναρχείο να ρωτήσω για τη μητέρα μου και την ανιψιά μου. Έλεγα τα ονόματα. Την ανιψιά μου τη βρήκαν αμέσως, μου είπαν ότι την έχουν βρει. Όταν έλεγα το όνομα της μητέρας μου πηγαινοέφερναν ένα χαρτί και μου έλεγαν ”δεν ξέρουμε, ψάξτε”. Τότε, όταν ήμουν στο Λιμεναρχείο, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι θα έχει παρασυρθεί τόσο στη θάλασσα. Είχε φτάσει στη Λούτσα. Πήγα στη Ραφήνα, στο αστυνομικό τμήμα, ξαναγύρισα στο Λιμεναρχείο, κατά τις 9 μου είπαν ότι ήταν νεκρή», είπε στους δικαστές.
‘Όπως κατέθεσε, τη σορό της μητέρας της την είδε ύστερα από μέρες και όχι λίγες ώρες μετά: «Αν μου το έλεγαν τότε, θα την αναγνώριζα εκείνη τη στιγμή, όχι σαν μια φουσκωμένη μπάλα, ένα ανθρωπάκι της Μισελέν που μου έδειξαν μετά. Την είδα έπειτα από μέρες και απαρνήθηκα την ίδια τη μητέρα μου! Δεν την αναγνώριζα».
Η μάρτυρας σε έντονο ύψος άρχισε να ρωτά για τα αίτια που οδήγησαν στην τραγωδία: «Γιατί έκλεισαν οι δρόμοι; Τα αυτοκίνητα ήταν μάζες λιωμένες. Είπα, είμαι στη Βηρυτό; Δεν περίμενα να δω τέτοιες εικόνες. Τα πάντα σβηστά και λιωμένα. Ένιωσα τον τρόμο που βίωσε αυτό το παιδάκι, που έχασε τη γιαγιά της. Η οικογένειά μας ζει με αυτή τη σκιά αυτά τα τέσσερα χρόνια. Τα δύο πρώτα χρόνια το παιδί άφησε το σχολείο κι έκανε εκπαίδευση κατ’ οίκον».
«Η μητέρα μου κάηκε από το θερμικό κύμα -Είχε μουμιοποιηθεί»
Στη συνέχεια, στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε ο Ευάγγελος Κωστόπουλος, ο οποίος έχασε τη μητέρα του. Περιέγραψε στο δικαστήριο τη συγκλονιστική προσπάθεια να σώσει τον πατέρα του, ο οποίος είχε εγκλωβιστεί μέσα στο σπίτι τους. Ο ίδιος δεν βρισκόταν μαζί τους όταν ξέσπασε η πυρκαγιά, όμως έσπευσε στην περιοχή να τους βοηθήσει, καθώς αντιμετώπιζαν προβλήματα υγείας. Η περιγραφή του καθήλωσε το ακροατήριο:
«Στην κατηφόρα προς το Κόκκινο Λιμανάκι είδα τον πρώτο νεκρό. Κάρβουνο. Ένας άλλος με μηχανάκι είχε κοκαλώσει και κοίταζε. Έφτασα κοντά στο σπίτι. Το τοπίο ήταν τρομακτικό. Δεν καταλάβαινες αν το σπίτι σου υπάρχει ή όχι. Δύο αμάξια καίγονταν έξω από το σπίτι μας. Έτρεχαν όλα, αλουμίνια, ζάντες… Σταμάτησα κάποια στιγμή από τις φλόγες. Δεν έβλεπα τίποτα. Τρομακτικό το τοπίο. Τέτοιες εικόνες ούτε σε ταινία δεν έχω δει».
Όπως είπε, είχε πάθει σοκ, ωστόσο με όσες δυνάμεις είχε προσπάθησε να πλησιάσει το σπίτι των γονέων του:
«Βρήκα τη μητέρα μου πεσμένη πίσω από το σπίτι. Κάηκε από το θερμικό κύμα. Είχε μουμιοποιηθεί. Η φλόγα ήταν πέντε μέτρα από εκείνη. Προσπάθησα να πλησιάσω κι έπεσα κάτω. Έμεινα δέκα λεπτά. Ο αρχηγός της Πυροσβεστικής μού είπε ότι βίωσα 300 βαθμούς τουλάχιστον…» περιέγραψε, φορτισμένος.
Στη συνέχεια κατέθεσε πως άρχισε να φωνάζει τον πατέρα του κι άκουσε τη φωνή του. «Φώναζε, αλλά ήταν κάτω, καιγόταν η κουζίνα… Ήταν καμένος στα χέρια και τα πόδια. Μπήκα έρποντας, τον τράβηξα… Το μοναδικό αυτοκίνητο που δεν είχε καεί ήταν το δικό του και είχε στην τσέπη τα κλειδιά. Τον πήρα στην πλάτη. Τον έβαλα μέσα και ξεκινήσαμε. Αν είχε κάπου αλλού τα κλειδιά, δεν θα προλαβαίναμε» είπε ο κ. Κωστόπουλος, ο οποίος σημείωσε ότι ο πατέρας του νοσηλεύθηκε επί δύο μήνες και ακόμα και σήμερα αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα.
«Ο γιος μου εγκλωβίστηκε στο δρόμο του θανάτου -Η γυναίκα μου δεν άντεξε το χαμό του»
Μία ακόμη οικογενειακή τραγωδία ξεδιπλώθηκε στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ο Ευάγγελος Χαμηλοθώρης μίλησε για το χαμό του γιου του, ο οποίος εγκλωβίστηκε στις φλόγες, αλλά και το θάνατο της γυναίκας του, η οποία δεν άντεξε, όπως είπε, την απώλειά του.
Ο γιος του επέστρεφε από τη δουλειά και, όπως κατέθεσε ο μάρτυρας, στις 18.30 περίπου μίλησαν στο τηλέφωνο. Του είπε «μας έμπλεξαν με τη φωτιά» και στη συνέχεια ακούστηκε ένας δυνατός ήχος και η γραμμή κόπηκε…
«Θεωρήσαμε ότι έπεσαν οι γραμμές λόγω της φωτιάς. Έπειτα από μία ώρα πήγαμε στο αστυνομικό τμήμα της Ραφήνας να ρωτήσουμε αν υπάρχει εικόνα για τραυματίες ή νεκρούς. Αρχίσαμε την αναζήτησή του σε όλα τα νοσοκομεία. Συνεχίσαμε να ψάχνουμε και η κόρη μου έδωσε dna. Έδωσα κι εγώ και μου ανακοίνωσαν ότι ταυτοποιήθηκε η σορός. Ο γιος μου επέστρεφε από την εργασία του στο σπίτι μας στο Μαραθώνα. Εγκλωβίστηκε στο δρόμο του θανάτου, όπως τον λέμε πια…», κατέθεσε ο μάρτυρας.
Στη συνέχεια μίλησε για το χαμό της συζύγου του. «Δεν είχε κανένα πρόβλημα υγείας. Από εκείνη την ημέρα κλείστηκε στον εαυτό της. Ύστερα από λίγο καιρό έπαθε καρδιακή προσβολή την ώρα του ύπνου. Γι’ αυτό δεν είναι εδώ. Μια ευχή μόνο, να μην ξαναγίνει τέτοιο πράγμα» είπε, έντονα φορτισμένος.
«Άρχισε να καίγεται όλο το σώμα μου, δεν μπορώ να ανοίξω τα χέρια μου»
Ο Παναγιώτης Μανέτας, ο οποίος υπέστη σοβαρότατα εγκαύματα, περιέγραψε στο δικαστήριο το τραγικό παιχνίδι της μοίρας. Η σύζυγός του ήταν κατάκοιτη και τους φιλοξενούσε μία φίλη τους στο Νέο Βουτζά. Την ημέρα της πυρκαγιάς θα την έβαζε σε ίδρυμα, όμως δεν πρόλαβε. Μίλησε για τις αγωνιώδεις προσπάθειές του να τη σώσει:
«Ξαφνικά ακούμε για τη φωτιά που είχε πιάσει στην Πεντέλη. Η ιδιοκτήτρια του σπιτιού που μας φιλοξενούσε είπε να φύγουμε. Πώς να φύγουμε; Και αυτή είχε πρόβλημα στα πόδια της. Βγήκα έξω, είδα έναν κύριο με μια μάνικα να προσπαθεί. Είδα δύο πυροσβεστικά να κατεβαίνουν κάτω και ένα περιπολικό της Αστυνομίας, από το οποίο κανείς δεν κατέβηκε να που πει κάτι… Μου έκαναν, απλά, νόημα να φύγω, σαν να με χαιρετούν. Πήγα στο σπίτι. Η φωτιά είχε φτάσει 20 με 30 μέτρα από το σπίτι. Έβαλα τη γυναίκα μου στο καρότσι και βοήθησα και την κυρία Βασιλική. Πήγαμε 30 μέτρα. Ήρθε ένας ιδιώτης με ένα φορτηγάκι και μας είπε να μας βοηθήσει. Να βάλουμε τη γυναίκα μου στην καρότσα. Πώς να σηκώσουμε έναν άνθρωπο 100 κιλά και 1,80 ύψος; Η φωτιά είχε πλησιάσει. Λέω στην κυρία Βασιλική ”φύγε εσύ”. Άρχισε να καίγεται όλο το σώμα μου. Σκεφτόμουν να σώσω τη γυναίκα. Κράτησα την ψυχραιμία μου. Δεν ξέρω πού βρήκα το κουράγιο. Την τράβηξα με τα χέρια και την πήγα σε ένα σπίτι που είχε ένα κενό και την κράτησα εκεί. Έκανα προσευχή και ο Θεός με άκουσε. Μου έφερε δύο αγγέλους… Δύο νέα παιδιά. Ήταν αστυνομικοί εκτός υπηρεσίας, που ήρθαν και μας βρήκαν. Αυτοί μας έσωσαν. Και έσωσαν 20 με 30 άτομα. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους. Βγάλανε και άλλους από ένα σπίτι δίπλα. Δυστυχώς, δεν μπορούσαν να σηκώσουν τη γυναίκα μου να τη βάλανε στο αμάξι. Ήρθε ένα πυροσβεστικό και την πήρε. Έζησε τέσσερις μέρες και πέθανε. Είχε εισπνεύσει καπνούς. Εγώ μπήκα στο νοσοκομείο. Δεν υπήρχε ενημέρωση από κανέναν. Τίποτα δεν υπήρχε, τίποτα… Πληρώνουμε τους φόρους, τα πάντα. Δεν έπρεπε να μας βοηθήσουν; Με έσωσε ο Θεός. Μας αφήσανε μόνους. Να στείλουν ένα αμάξι… κάτι, να σωθούμε. Έχω κάνει δύο χειρουργεία, δεν μπορώ να ανοίξω τα χέρια μου. Πρέπει να κάνω ακόμη δύο χειρουργεία στο κάθε χέρι και αν φτιάξουν. Δεν μπορώ να βαδίσω καλά. Η φωτιά δεν με άγγιξε. Από τα θερμικά αέρια το έπαθα, 400 βαθμοί Κελσίου. Αν ήμουν σε επαφή με τη φωτιά θα είχα λιώσει. Έχω θέματα υγείας με τα χέρια και με τα νεύρα από τα καψίματα. Ζητώ δικαιοσύνη για την αμέλεια και εύχομαι να μη συμβεί ποτέ ξανά αυτό».
«Είδα τη μητέρα μου να βγαίνει σε ένα φορείο πάνω σε πορτοκαλί σακούλι»
«Από την ημέρα που έχασα τη μητέρα μου, έχασα το χαμόγελο από τα χείλη μου» κατέθεσε ο Έκτωρ Διαμαντίδης, και συνέχισε: «Ήμουν δεμένος μαζί της. Κάποιος της στέρησε τη δυνατότητα να γνωρίσει την εγγονή της. Η μητέρα μου ήταν στη θάλασσα εκείνη την ημέρα και εγώ στο Μαρούσι, εργαζόμουν. Είμαι νοσηλευτής. Διάβασα για τη φωτιά στο Νταού Πεντέλης. Πίστεψα αρχικά ότι θα τη σβήσουν, όπως πάντα. Όταν είδα ότι πάει προς Καλλιτεχνούπολη άρχισα να καλώ τη μητέρα μου και δεν απαντούσε. Γύρω στις 6:40 τη βρήκα. Κατάλαβα ότι τίποτα δεν πάει καλά. Άκουγα ουρλιαχτά από μέσα. ”Έκτορα, τρέχω να σωθώ, καίγομαι”, μου είπε. Κάλεσα τον αδελφό της μητέρας μου. Προσπαθούσα να βρω τη μητέρα μου και τον πατριό μου. Τίποτα. Δεν κατάφερα να επικοινωνήσω ούτε με την Πυροσβεστική ούτε με την Αστυνομία. Κανείς δεν απαντούσε. Ήταν όλοι απόντες. Γύρω στις 9 το βράδυ κατάφερα να βρω τον πατριό μου. Με τρεμάμενη φωνή μού είπε να φανώ δυνατός και ότι η μητέρα μου έχει πεθάνει εντός της σπιτιού» περιέγραψε ο μάρτυρας, για να συνεχίσει: «Έπαθα κρίση πανικού, του ζητούσα να μου τη δώσει να της μιλήσω».
Όπως είπε, πήγε με τον πατριό του στο σπίτι της μητέρας του και άρχισαν να ψάχνουν: «Δεν ξέραμε πού πατούσαμε, αν θα υποχωρήσει το σπίτι ολόκληρο. Είχαμε ανοίξει τα φλας των κινητών για να βλέπουμε. Κάποια στιγμή ο θείος μου έστρεψε το φακό προς την κουζίνα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν ο πατριός μου να ουρλιάζει στον πατέρα μου, ”Γιώργο, μη”. Έχω κενό μνήμης, μου τα είπαν μετά. Με άρπαξαν και με έβγαλαν έξω. Στις 5 το πρωί εμφανίστηκε ένα πυροσβεστικό που έτυχε να περνάει από την περιοχή. Ο ένας πυροσβέστης πήγε με τον πατριό μου μέσα στο σπίτι για να του υποδείξει πού είναι η μητέρα μου. Κάποια στιγμή, μας είπαν ”θα έρθουν τα ΕΜΑΚ με πυροσβέστες να τη βγάλουν. Ήρθαν στις 7 το πρωί. Να βλέπεις τη μητέρα σου να βγαίνει σε ένα φορείο πάνω σε πορτοκαλί σακούλι δεν είναι ό,τι πιο ευχάριστο…», είπε ο κ. Διαμαντίδης.
Ανθρωποι καιγόντουσαν και ο κατηγορούμενος είχε πάει για καφέ
Συνέχισε, περιγράφοντας την απίστευτη ψυχική ταλαιπωρία στην οποία υποβλήθηκαν οι συγγενείς των θυμάτων έως ότου παραλάβουν τις σορούς των αγαπημένων τους και ξέσπασε κατά των υπευθύνων:
«Δεν ήρθε να την παραλάβει ασθενοφόρο. Πήγαμε στο Γουδί. Η κατάσταση εκεί ήταν εφιαλτική. Γονείς και άνθρωποι ούρλιαζαν. Τότε μας είπαν να πάμε στο Σχιστό. Μας παίζανε μπαλάκι. Εκεί δεν θα ξεχάσω μια μάνα, πανιασμένη, να ψάχνει τα παιδιά της. Ήταν 11 παιδιά που πέθαναν, τα οποία, σύμφωνα με το κράτος, έχουν 95% ευθύνη γιατί τα σκότωσαν. Όταν μετά από μια εβδομάδα πήγε να πάρει τη μητέρα μου, μας είπαν να μην τη δω γιατί ήταν σε αποσύνθεση επειδή ήταν εκτός ψυγείου. Η προσβολή των νεκρών συνεχιζόταν. Πέθανε σαν ποντίκι μες στη φάκα.
Στο Μάτι ήμασταν μόνοι μας, χωρίς βοήθεια. Όλοι ήταν στη Κινέτα λόγω της Motor Oil, έμειναν εκεί για να μην ξαναπιάσει… Όπως και ο κατηγορούμενος, ο κ. Πορτοζούδης. Είχε πάρει το δεσμό του να πάει για καφέ. Άνθρωποι καιγόντουσαν και αυτός είχε πάει για καφέ. Ποτέ δεν θα βγάλω αυτό το ηχητικό από το κεφάλι μου. Δεν έχω καμία εμπιστοσύνη ούτε στο κράτος ούτε στην αστυνομία. Κανένας δεν μας βοήθησε. Ζήσανε μόνοι τους, πεθάνανε μόνοι τους. Θα μπορούσαν να έχουν ενημερώσει τον κόσμο ότι κινδυνεύει, να έχουν φτιάξει ένα πλάνο για την ασφαλή διαφυγή τους».
Ράγισε καρδιές η κατάθεση του Γιώργου Καΐρη, ο οποίος είναι ο πατριός του Έκτορα Διαμαντίδη. Κλαίγοντας με λυγμούς, μίλησε για τις τελευταίες στιγμές με τη σύντροφό του.
«Εκείνη την ημέρα η Τάνια μού ζήτησε να φάμε στην τραπεζαρία. Ίσως διαισθανόταν ότι θα ήταν το τελευταίο γεύμα που θα κάναμε μαζί. Γύρω στις 5:15 ακούσαμε ότι η φωτιά έχει πάει στο Νταού Πεντέλης. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά. Στις 5:20 της είπα ”ντύσου εσύ, θα πάω στον Άγιο Ιωάννη, να δω τι γίνεται”» ανέφερε ο μάρτυρας, και συνέχισε:
«Επέστρεψα στο σπίτι. Έβαλα το αμάξι μέσα στο γκαράζ. Είπα και στους γείτονές μας να φεύγουμε, ”καιγόμαστε”. Είχαν ένα βρέφος 3 μηνών. Φωνάξαμε τα σκυλιά, ήταν εκπαιδευμένα, μπήκαν αμέσως στο αμάξι. Η Τάνια μού ζήτησε να μπει μέσα στο σπίτι για να πάρει τα πράγματά της… Κοσμήματα, χρήματα και χαρτιά. Έβγαλα το αμάξι και μπήκα μέσα στο σπίτι, δεν την έβλεπα. Φώναζα ”Τάνια, Τάνια”. Νόμιζα ότι θα είχε βγει από την άλλη μεριά του σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχαν πάρει φωτιά τα πάντα. Δεν υπήρχε νερό, είχε κοπεί. Τα πάντα είχαν μαυρίσει. Η μέρα είχε γίνει νύχτα. Κανείς δεν υπήρχε. Με έκαιγε το θερμικό φορτίο, δεν μπορούσα να μπω στο σπίτι. Έχω στο μυαλό μου εικόνα να κάνω βήματα στον αέρα και να φωνάζω την Τάνια, χωρίς η φωνή μου να βγαίνει».
Όπως είπε ο μάρτυρας, άρχισε να ψάχνει για βοήθεια, αλλά μάταια. Κάποια στιγμή βρήκε ένα τηλέφωνο και κάλεσε τη γυναίκα του. «Μου είπε, ”καίγονται τα πάντα, δεν ξέρω τι να κάνω”. Ίσως είναι το πιο τραγικό σημείο. Της είπα ”μη φοβάσαι”, της έδωσα το λόγο μου… ”Θα ανέβω, να σε πάρω”. Πώς μπορείς να συνεχίσεις να ζεις όταν έχεις δώσει το λόγο σου στον έρωτα της ζωής σου και δεν τον έσωσες. Δεν ξέρω πώς υπάρχω. Κάποια στιγμή γύρω στις 8 εμφανίστηκε ένα βανάκι της Πυροσβεστικής. Κλαίγοντας και ουρλιάζοντας, το σταμάτησα. ”Βοήθησέ με. Η γυναίκα μου ζει, πάμε να την πάρουμε”, τους είπα. Γύρισε και μου είπε ”εγώ είμαι εδώ για άλλη δουλειά”, και σηκώθηκε και έφυγε».
«Ξέρετε τι μου έμεινε, κυρία πρόεδρε; Αυτό εδώ το σακουλάκι, ό,τι απέμεινε από αυτά που φόραγε»
Ο μάρτυρας, συνεχίζοντας, αναφέρθηκε στις στιγμές που εντόπισε τη γυναίκα του νεκρή: «Μπήκαμε στο σπίτι… Ούρλιαζα και ένας πυροσβέστης με έβγαλε έξω. Έμεινε αβοήθητη μία ολόκληρη ώρα. Κάποιοι την ώρα που εμείς καιγόμαστε είχαν πάει με τις φιλενάδες τους βόλτα και πηγαίνανε για καφέ, ενώ ξέρανε τι συνέβη. Μιλώ για τον κ. Πορτοζούδη. Εν καιρώ ειρήνης στην Ανατολική Αττική έγινε πόλεμος από την ανυπαρξία του κράτους και όλων των υποδομών του. Μας αφήσανε να καούμε παντελώς. Μόνο έναν γιατρό είδα, διασώστη… Πάνω στη μηχανή του, να πετάει το κράνος του κάτω και να λέει ”δεν μπορώ, είναι ο τέταρτος νεκρός και δεν πρόλαβα”… Μετά από όλο αυτό δεν είχα πού να μείνω. Κοιμόμουν τέσσερις ημέρες στο αυτοκίνητο. Πήγα στο Πολιτιστικό Κέντρο Νέας Μάκρης να πάρω εσώρουχα. Η απόλυτη ξεφτίλα. Και βρέθηκαν ένας άνθρωπος και δύο κυρίες που μας επέτρεψαν δωρεάν να μείνουμε σε ένα ξενοδοχείο. Αυτό όφειλε να το κάνει το κράτος. Αυτό το κράτος της ντροπής θα έπρεπε να έχει σκεφτεί να χορηγηθούν οι τάφοι δωρεάν, ώστε να μην υπάρχουν εκταφές. Διανοείστε ότι έχουν ξεκινήσει οι εκταφές; Υπάρχει άνθρωπος που από το Δήμο Αθηναίων του είπαν να κάνει εκταφή, αλλιώς ”θα πληρώσεις”. Έκαιγε η φωτιά 77 λεπτά μέχρι να μπει μέσα στον οικισμό. Οι κατασκηνώσεις στις 5 εκκενώθηκαν. Ένας δεν υπήρχε να μας πει ”φύγετε”; Ξέρετε τι μου έμεινε, κυρία πρόεδρε; Αυτό εδώ; (δείχνει στην έδρα ένα σακουλάκι). Είναι ό,τι απέμεινε από τον έρωτα της ζωής μου. Είναι αυτά που φόραγε. Να το ρολόι της. Η περιουσία μου είναι αυτή η σακούλα, τίποτα άλλο».
Ολοκληρώνοντας την κατάθεσή του, ο μάρτυρας διάβασε ένα ποίημα εις μνήμην της αγαπημένης του συζύγου και συγκλόνισε όταν είπε πως την ώρα που η Πυροσβεστική περισυνέλεξε τη σορό της, εκείνος τους ζήτησε να ανοίξουν το σάκο για να τη χαιρετήσει… «Ο ήχος του φερμουάρ τρυπάει το κεφάλι μου. Και πώς να φιλήσεις τον έρωτα της ζωής σου για 21 ολόκληρα χρόνια; Τα χείλια της ήταν παγωμένα…».