Βενιζέλος:Η υπόθεση Καϊλή δεν δικαιολογεί την παρακολούθηση αρχηγού κόμματος και υπουργού
Νέες αιχμές για τη στάση της κυβέρνησης και του Κυριάκου Μητσοτάκη όσον αφορά στο σκάνδαλο των υποκλοπών και τις πρόσφατες αποκαλύψεις για την παρακολούθηση του υπουργού Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη, άφησε ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ευάγγελος Βενιζέλος.
Ειδικότερα, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην «Ελευθερία», ο κ. Βενιζέλος επισημαίνει ότι υπάρχουν ευθύνες του Κυριάκου Μητσοτάκη στην υπόθεση των υποκλοπών και ζητεί την άμεση και σε βάθος διερεύνηση τουλάχιστον της παρακολούθησης υπουργών του και άλλων αξιωματούχων.
«Η υπόθεση με την Εύα Καϊλή δεν δικαιολογεί την παρακολούθηση αρχηγού κόμματος και εν ενεργεία υπουργού από την ΕΥΠ»
Μιλώντας αρχικά για το σκάνδαλο με την Εύα Καϊλή, ο κ. Βενιζέλος τόνισε ότι «πρόκειται για τραγική υπόθεση. Αδιανόητη πολιτικά, θεσμικά και ηθικά. Λυπάμαι βαθύτατα για την εξέλιξη αυτή. Περιμένουμε τη βελγική δικαιοσύνη, αν και οι επιπτώσεις είναι ήδη συντριπτικές».
«Με ρωτάτε για το νομοθετικό πλαίσιο, το ελληνικό υποθέτω, παρότι στην προκειμένη υπόθεση εφαρμόζεται το βελγικό. Προφανώς είναι επαρκές και το ελληνικό συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο. Όταν υπάρχουν αυτόφωρα κακουργήματα δεν ισχύουν οι εγγυήσεις της βουλευτικής ασυλίας. Κάποιοι συγχέουν σκοπίμως την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών ενός βουλευτή ή ενός υπουργού εν ενεργεία, όπως ο Κ. Χατζηδάκης, για λόγους δήθεν εθνικής ασφάλειας, χωρίς να υπάρχει έγκλημα προς διερεύνηση, απλώς και μόνο για την αυθαίρετη αλλά νομιμοφανή συλλογή πληροφοριών, με την ύπαρξη ενδείξεων ή υπονοιών τέλεσης ιδιαίτερων σοβαρών εγκλημάτων και πολύ περισσότερο με τη διάπραξη αυτόφωρου κακουργήματος. Όπως κρατήθηκε προσωρινά η κ. Καϊλή στο Βέλγιο, έτσι κρατήθηκαν προσωρινά οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής στην Ελλάδα. Η φύση των εγκλημάτων είναι διαφορετική, πρόκειται όμως για αυτόφωρα κακουργήματα. Όποιοι συνεπώς θεωρούν ότι η ποινική υπόθεση Καϊλή που τη χειρίζονται οι βελγικές αρχές, δικαιολογεί την παρακολούθηση αρχηγού κόμματος και εν ενεργεία υπουργού από την ελληνική ΕΥΠ για απροσδιόριστους λόγους εθνικής ασφαλείας, χωρίς καμία ποινική διάσταση, δεν αντιλαμβάνονται ότι χωρίς σεβασμό του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν προστατεύεται η φιλελεύθερη δημοκρατία», πρόσθεσε ο ίδιος.
Τι λέει για την παρακολούθηση του Κωστή Χατζηδάκη και το σχόλιο του Γιάννη Οικονόμου
«Τα ζητήματα δημοκρατίας και κράτους δικαίου ούτε εκφυλίζονται ούτε ξεχνιούνται ούτε συγκαλύπτονται. Ο νέος νόμος περιέχει θετικά σημεία, όπως έναν προσεκτικότερο ορισμό των θεμάτων εθνικής ασφάλειας και ειδικές εγγυήσεις για τα πολιτικά πρόσωπα έστω και αν αυτό δεν γίνεται κατά τον συνταγματικά επιβεβλημένο τρόπο. Δύο βασικές θέσεις που είχα εξαρχής υποστηρίξει υιοθετήθηκαν συνεπώς σε μεγάλο βαθμό από την κυβέρνηση. Αυτό όμως δεν αρκεί», ανέφερε για να «αδειάσει» στη συνέχεια την κυβέρνηση:
«Μετά τη δημοσίευση στοιχείων για την παρακολούθηση του υπουργού Κ. Χατζηδάκη, η κυβέρνηση διά του εκπροσώπου της δεν προέβη σε διάψευση αλλά ουσιαστικά στην παραδοχή ότι όντως η ΕΥΠ παρακολουθούσε το συγκεκριμένο μέλος της κυβέρνησης και άλλους αξιωματούχους. Όμως κατά τον κυβερνητικό εκπρόσωπο «είναι αδιανόητο να υπονοείται ότι [αυτό] τελούσε σε γνώση του [πρωθυπουργού] ή, πολύ περισσότερο, ότι είχε δώσει εντολή να παρακολουθούνται άνθρωποι που συμπορεύεται μαζί τους επί δεκαετίες ή και κρατικοί αξιωματούχοι, μαζί με τους οποίους αντιμετώπισε επιτυχώς μείζονα ζητήματα για την πατρίδα.
Στην ίδια όμως δήλωση, ρητά και επίσημα, η κυβέρνηση δέχεται ότι η ΕΥΠ ενεργούσε «εκτός πλαισίου». Τι σημαίνει αυτό; Ότι ενεργούσε εκτός νομιμότητας; Ή εκτός του πλαισίου των πολιτικών οδηγιών του πρωθυπουργού αλλά πάντως «νόμιμα», δηλαδή με διάταξη της αρμόδιας εισαγγελικής λειτουργού; Το Σύνταγμα όμως αναθέτει στη Δικαιοσύνη και όχι στον πρωθυπουργό να αποφασίζει τελικά. Μήπως εννοεί η κυβέρνηση ότι κακώς, δηλαδή παρανόμως, ζήτησε η ΕΥΠ να εκδοθεί η εισαγγελική διάταξη; Αν ναι, τότε ποιος έχει την ευθύνη για την ελλιπή εποπτεία της ΕΥΠ; Προφανώς ο εποπτεύων υπουργός που είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ο οποίος πρέπει να ζητήσει έστω και τώρα από τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και την ΑΔΑΕ την άμεση και σε βάθος διερεύνηση τουλάχιστον της παρακολούθησης υπουργών του και «άλλων αξιωματούχων».