Ανησυχία σε ΕΚΤ και Κομισιόν: Έρχεται αύξηση των κόκκινων δανείων στην Ελλάδα
Για μια νέα, σοβαρή αύξηση των κόκκινων δανείων, προειδοποιούν οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί στην πρώτη μεταμνημοναική έκθεση εποπτείας, σημειώνοντας ότι ήδη έχουν κάνει την εμφάνισή τους δύο ανησυχητικά σημάδια: η καθαρή εισροή μη εξυπηρετούμενων δανείων έγινε και πάλι θετική από το δεύτερο τρίμηνο του έτους, ενώ άρχισαν να αυξάνονται και τα δάνεια που βρίσκονται σε προσωρινή καθυστέρηση και ενδέχεται να περάσουν σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών.
Όπως σημειώνουν η Κομισιόν και η ΕΚΤ στην έκθεσή τους, η καθαρή ροή νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει συγκρατημένη, αλλά υπάρχουν πρώιμες ενδείξεις αύξησης των ληξιπρόθεσμων οφειλών, καθώς εξακολουθούν να υπάρχουν κίνδυνοι για την ποιότητα των στοιχείων ενεργητικού. Ειδικότερα,
- Καθώς τα μέτρα κρατικής στήριξης που σχετίζονται με την πανδημία (καθεστώτα Γέφυρα I και II) έχουν σχεδόν λήξει, τα ποσοστά αθέτησης υποχρεώσεων από αυτά τα καθεστώτα παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα (5- 7%). Δεν υπήρξαν ενδείξεις σημαντικής ανάκαμψης των ακαθάριστων εισροών μη εξυπηρετούμενων δανείων στο χαρτοφυλάκιο δανείων των τραπεζών το β ́ τρίμηνο. Επιπλέον, οι συστημικές τράπεζες εξακολουθούν να αναφέρουν χαμηλότερα από τα αναμενόμενα ποσοστά αθέτησης των δανείων που είχαν εξέλθει από την αναστολή πληρωμών covid-19, συμπεριλαμβανομένων των περιπτώσεων στις οποίες είχαν προσφερθεί συγκεκριμένα προϊόντα σε βιώσιμους πελάτες που αντιμετώπιζαν προσωρινές δυσκολίες.
- Ωστόσο, η καθαρή εισροή μη εξυπηρετούμενων δανείων έγινε και πάλι θετική το β ́ τρίμηνο του 2022, ενώ η αύξηση των πρόωρων ληξιπρόθεσμων οφειλών (δηλαδή των δανείων με καθυστέρηση μικρότερη των 90 ημερών) το εν λόγω τρίμηνο ενδέχεται να αποτελέσει πρώιμο δείκτη πίεσης στην ποιότητα του ενεργητικού των τραπεζών στο εγγύς μέλλον. Οι σταδιακά επιδεινούμενες μακροοικονομικές προοπτικές και η αύξηση των επιτοκίων των δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου κατά κύριο λόγο, τα οποία αντιστοιχούν περίπου στο 75% του συνόλου των δανείων, επηρεάζουν το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και ενδέχεται να επιταχύνουν την εισροή μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να μετριαστεί εν μέρει από τα υφιστάμενα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης.
Όπως τονίζουν οι Θεσμοί, στόχος των συστημικών τραπεζών είναι να προσεγγίσουν τον μέσο όρο των ομολόγων τους στην ΕΕ έως το τέλος του 2024, σε ό,τι αφορά τους δείκτες μη εξυπηρετούμενων δανείων. Δεδομένης της λήξης του Προγράμματος Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων, «Ηρακλής», τον Οκτώβριο του 2022, οι συστημικές τράπεζες θα πρέπει να βασίζονται όλο και περισσότερο στην εσωτερική τους διαχείριση δανείων σε περίπτωση αθέτησης ή σε κίνδυνο αθέτησης υποχρεώσεων και στην ικανότητά τους να προσφέρουν βιώσιμες μακροπρόθεσμες λύσεις ή να προβαίνουν σε αποτελεσματική ανάκτηση εξασφαλίσεων για την επίτευξη αυτού του στόχου. Αυτό μπορεί να αποδειχθεί πιο δύσκολο από την ανόργανη μείωση των ΜΕΔ που χρησιμοποιείται κυρίως μέχρι στιγμής, ακόμη περισσότερο για ορισμένα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα με υψηλούς δείκτες μη αποδοτικών δανείων, τα οποία επίσης δεν έχουν κάνει χρήση του προγράμματος Ηρακλής.
Δεδομένου του αβέβαιου οικονομικού περιβάλλοντος, τονίζεται στην έκθεση, οι τράπεζες αναθεωρούν επί του παρόντος τις στρατηγικές τους για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, τροποποιώντας προς τα πάνω τις προσδοκίες τους για νέες εισροές μη εξυπηρετούμενων δανείων και για τις ανάγκες σχηματισμού προβλέψεων.
Όπως υπογραμμίζουν οι Θεσμοί, παρά τη βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών, οι τράπεζες αντιμετωπίζουν προκλήσεις και καθοδικούς κινδύνους, γεγονός που θα απαιτήσει στενή παρακολούθηση. Η κερδοφορία των τραπεζών και η ικανότητά τους να δημιουργούν κεφάλαια εσωτερικά θα μπορούσαν να επηρεαστούν αρνητικά από: α) πιθανή επιδείνωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού καθώς το ενεργειακό κόστος και τα επιτόκια αυξάνονται και επιδεινώνουν την ικανότητα αποπληρωμής των οφειλετών, β) πιθανή μείωση της ζήτησης πιστώσεων σε περίπτωση ύφεσης και γ) αυξήσεις στο κόστος χρηματοδότησής τους.