Ένωση Ποινικολόγων για ν/σ άρσης απορρήτου: Δίκαιο δύο ταχυτήτων
Η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων, σε πολυσέλιδο έγγραφό της με παρατηρήσεις επί του σχεδίου νόμου για τη διαδικασία άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών που προωθεί η κυβέρνηση αναφέρει μεταξύ άλλων ότι στο σχέδιο νόμου, δεν προβλέπεται η απαιτούμενη ειδική αιτιολογία της διάταξης άρσης του απορρήτου.
Μάλιστα οι ποινικολόγοι σημειώνουν ότι παρά τον επικαλούμενο περιορισμό του καταλόγου των αδικημάτων για τη διακρίβωση των οποίων είναι δυνατό να αρθεί το απόρρητο των επικοινωνιών στο πλαίσιο της συνταγματικής επιταγής για «διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων», εν τούτοις, στον κατάλογο των εγκλημάτων περιλαμβάνονται πλέον όλα τα κακουργήματα». Παρά ταύτα, τονίζεται, δεν συμπεριλήφθηκε το νεοεισαχθέν πλημμέλημα για την εκδικητική πορνογραφία.
Στις παρατηρήσεις αναφέρεται παράλληλα προτεινόμενος από την διάταξη περιορισμός στο υλικό που «εισφέρει στη διακρίβωση των εγκλημάτων» και όχι και σε εκείνο που οδηγεί επιπλέον στην αθώωση του κατηγορουμένου ή στην υποστήριξη τυχόν αυτοτελών ισχυρισμών του, παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας, της ανεξαρτησίας και της ισότητας στο πλαίσιο της απαιτούμενης από το άρ. 6 ΕΣΔΑ δίκαιης δίκης, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και η υποχρέωση σεβασμού του τεκμηρίου της αθωότητας.
Είναι επίσης αξιοσημείωτο το γεγονός, ότι όπως επισημαίνει η Ένωση Ελλήνων Ποινικολόγων στο νομοσχέδιο προβλέπεται η δυνατότητα αποδεικτικής αξιοποίησης του υλικού που προήλθε από την άρση του απορρήτου για λόγους διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων σε διοικητική διαδικασία για την διαπίστωση και επιβολή κυρώσεων σε διοικητικές παραβάσεις.
Με το περιεχόμενο αυτό, όμως, αναφέρει η Ένωση, η προτεινόμενη διάταξη αντιτίθεται ευθέως στις διατάξεις του Συντάγματος, «δοθέντος ότι η άρση του απορρήτου των επικοινωνιών και η συναφής αποδεικτική αξιοποίηση επιτρέπεται μόνο για την διακρίβωση ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων και όχι διοικητικών παραβάσεων».