Υπογράφεται νέο ελληνοαιγυπτιακό μνημόνιο μετά την ΑΟΖ – Πόσο επηρεάζει τη συμφωνία Άγκυρας Τρίπολης – Η ξαφνική σφήνα Ερντογάν στο Κάιρο
Οι υπουργοί Εξωτερικών, Νίκος Δένδιας και Εθνικής Άμυνας Νίκος Παναγιωτόπουλος και ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης θα πραγματοποιήσουν την Τρίτη 22 Νοεμβρίου, επίσκεψη στο Κάιρο, όπου θα συναντηθούν με τους ομολόγους τους. Στο πλαίσιο της επισκέψεως, ο υπουργός Εξωτερικών και ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών θα παραβρεθούν στην τελετή υπογραφής «Μνημονίου Κατανόησης σχετικά με τη Συνεργασία στους Τομείς Αεροναυτικής και Ναυτικής Έρευνας και Διάσωσης», από τον υπουργό Εθνικής Άμυνας και από τον Αιγύπτιο ομόλογό του, Μοχάμεντ Ζάκι.
Μετά την υπογραφή αναμένεται να λάβουν χώρα σύντομες κοινές δηλώσεις των Ελλήνων και Αιγυπτίων υπουργών Εξωτερικών και Άμυνας στον Τύπο, περί ώρα 14:15. Κατόπιν θα λάβει χώρα κοινό γεύμα εργασίας.
Στη συνέχεια ο Νίκος Δένδιας και ο Νίκος Παναγιωτόπουλος θα ακολουθήσουν χωριστά προγράμματα συναντήσεων με τους ομολόγους τους, Σάμεχ Σούκρι και Μοχάμεντ Ζάκι, αντίστοιχα.
- Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα του υπουργού Εξωτερικών, θα έχει κατ’ ιδίαν συνάντηση με τον Αιγύπτιο ομόλογό του, ενώ θα διεξαχθούν και διευρυμένες συνομιλίες μεταξύ των αντιπροσωπειών των δύο ΥΠΕΞ.
Μετά το πέρας των διευρυμένων συνομιλιών, ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, θα υπογράψει με τον Αιγύπτιο βοηθό υπουργό Εξωτερικών, πρέσβη Ιχάμπ Νάσρ, συμφωνία για την Απασχόληση Εποχικών Εργαζομένων στον Γεωργικό Τομέα.
Θα ακολουθήσουν κοινές δηλώσεις στον Τύπο, των δύο υπουργών Εξωτερικών, περί ώρα 17:00.
Οι ανωτέρω συναντήσεις εντάσσονται στο πλαίσιο των στρατηγικών διμερών σχέσεων Ελλάδας-Αιγύπτου και των τακτικών επαφών μεταξύ των ανώτατων αξιωματούχων των δύο χωρών.
Τι είναι το νέο μνημόνιο
Με την υπογραφή της διακρατικής συμφωνίας τίθεται σε εφαρμογή ένα νέο επιχειρησιακό σχέδιο για την οριοθετημένη περιοχή μεταξύ της Ελλάδας και της Αιγύπτου, η οποία ακυρώνει στην πράξη το παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο. Οι δύο πλευρές θα συμφωνήσουν σε κοινές επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης (SAR) στην επίμαχη περιοχή, που σημαίνει ότι τα Εθνικά Κέντρα Επιχειρήσεων Αθήνας και Καΐρου θα βρίσκονται διαρκώς σε ανοιχτή γραμμή.
- Από κοινού θα εξετάζονται και οι πληροφορίες που έρχονται με όλα τα διαθέσιμα μέσα, επανδρωμένα και μη. Η ελληνική πλευρά επέμενε ιδιαίτερα στη συνεργασία σε επίπεδο πληροφοριών καθώς εκτός από τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών, το ενδιαφέρον της Αθήνας όλο το επόμενο διάστημα θα είναι στραμμένο στην περιοχή νοτίως και δυτικά της Κρήτης όπου λαμβάνουν χώρα οι έρευνες για τον εντοπισμό υδρογονανθράκων.
Η Αθήνα θέλει να εξασφαλίσει πως δεν περνάει τίποτα απαρατήρητο από τη συγκεκριμένη περιοχή, πολλώ δε μάλλον, κάποιο τουρκικό πλοίο που θα επιχειρήσει να παρεμποδίσει τις έρευνες ή κάποιο μεταγωγικό αεροσκάφος της Άγκυρας που θα επιδιώξει να «σπάσει» το εμπάργκο όπλων στη Λιβύη.
- Διπλωματικές πηγές, αναφέρουν ότι η διακρατική συμφωνία είναι απολύτως σύμφωνη με το διεθνές δίκαιο και το διεθνές δίκαιο της θάλασσας και αποτελεί σφραγίδα νομιμότητας σε μια περιοχή που η Τουρκία έχει βάλει στο στόχαστρο, με παράνομα και νομιμοφανή επιχειρήματα.
Μάλιστα, η συγκεκριμένη συμφωνία αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς είναι η δεύτερη που υπογράφουν οι δύο χώρες μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Η πρώτη ήταν η συμφωνία οριοθέτησης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης τον Αύγουστο του 2020, η οποία κατοχύρωσε τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα που προσπαθούσε να αμφισβητήσει η Τουρκία. Τότε, η αντίδραση της Άγκυρας ήταν να στείλει το σεισμογραφικό «Ορούτς Ρέις» στην ελληνική υφαλοκρηπίδα φέρνοντας τις δύο χώρες κοντά σε θερμό επεισόδιο.
Αν οι γείτονες επιχειρήσουν να αντιδράσουν ξανά με τον ίδιο τρόπο, θα βρουν απέναντι τους όχι μόνο τις Ελληνικές και Αιγυπτιακές δυνάμεις αλλά και τη Σαουδική Αραβία και τις Ηνωμένες Πολιτείες που συμμετέχουν στην άσκηση «Μέδουσα» η οποία ξεκινά μια ημέρα μετά την υπογραφή της διακρατικής συμφωνίας και θα καλύψει ολόκληρη την περιοχή που περιλαμβάνει η ελληνοαιγυπτιακή οριοθέτηση.
- Την ίδια ώρα η Άγκυρα επιχειρεί να προσεταιριστεί το Κάιρο και μάλιστα στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο.
Ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε το γεγονός ότι η τουρκική προεδρία έδωσε στη δημοσιότητα μια φωτογραφία του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με τον Αιγύπτιο ομόλογό του, Αμπντέλ Φατάχ Αλ Σίσι, να ανταλλάσσουν χαμογελαστοί χειραψία στην έναρξη του Παγκοσμίου Κυπέλλου στο Κατάρ, ένα κράτος με το οποίο η Αίγυπτος συμφιλιώθηκε μόλις πρόσφατα.
«Οι δύο άνδρες επιβεβαίωσαν το βάθος των ιστορικών δεσμών μεταξύ των δύο χωρών και των δύο λαών και αποφάσισαν την έναρξη της ανάπτυξης των διμερών σχέσεων», δήλωσε τη Δευτέρα (21/11) ο εκπρόσωπος της αιγυπτιακής προεδρίας Μπασάμ Ράντι.
Ο Ερντογάν, μεγάλος σύμμαχος του εκλιπόντος προέδρου της Αιγύπτου Μοχάμεντ Μόρσι, μέλους της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, είχε στο παρελθόν διαβεβαιώσει ότι «δεν θα μιλήσει ποτέ σε κάποιον σαν τον Σίσι», ο οποίος ανέτρεψε τον Μόρσι σε πραξικόπημα το 2013. Ωστόσο, Άγκυρα και Κάιρο φαίνεται ότι ξεκίνησαν μια πολιτική αναθέρμανσης πρόσφατα.
- Αναμφίβολα, η τοποθέτηση του κ. Ράντι φανερώνει μια σαφή μεταστροφή της αιγυπτιακής εξωτερικής πολιτικής έναντι της Άγκυρας, δεδομένου ότι Αίγυπτος και Τουρκία είχαν, επί της ουσίας, αμελητέες διπλωματικές σχέσεις τα τελευταία δέκα χρόνια.
Ωστόσο, αυτή δεν ήταν η πρώτη «εγκάρδια» στιγμή ανάμεσα στις δύο χώρες. Την περασμένη εβδομάδα, επιστρέφοντας από τη σύνοδο κορυφής της G20 στην Ινδονησία, ο Ερντογάν δήλωσε έτοιμος για να «κάνει μια νέα αρχή με το Κάιρο».
Υπό το πρίσμα αυτό, καθίσταται σαφές ότι η Άγκυρα επιχειρεί να μπει «σφήνα» στις εξελίξεις που αφορούν στην Ανατολική Μεσόγειο, πασχίζοντας να βρει τα δικά της πατήματα στη γεωστρατηγική «σκακιέρα».
- Η Άγκυρα είναι μεγάλη υποστηρίκτρια της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, τα μέλη της οποίας το Κάιρο τα θεωρεί «τρομοκράτες», και οι δύο χώρες υποστηρίζουν αντίπαλα στρατόπεδα στη Λιβύη: η Τουρκία έχει στείλει στρατιωτικούς συμβούλους και drones εναντίον του στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ, του ισχυρού άνδρα της ανατολικής Λιβύης που υποστηρίζεται κυρίως από την Αίγυπτο.
Σε εμπορικό επίπεδο, οι δύο χώρες έχουν ενισχύσει τις συναλλαγές τους: έχουν αυξηθεί από 4,4 δισ. δολάρια το 2007 σε 11,1 δισ. δολάρια το 2020, όπως σημειώνει το ερευνητικό κέντρο Carnegie.